Μια παλιά κινέζικη παροιμία λέει ότι μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Όταν μάλιστα αυτή η εικόνα-φωτογραφία μάς ανοίγει παράθυρο στο παρελθόν, τότε αποτελεί εικονογραφημένη ψηφίδα ιστορίας και η αξία της είναι ανεκτίμητη.
Η στήλη αυτή δημιουργήθηκε με αφορμή την προσπάθεια που καταβάλλει ο Σύλλογος για τη συλλογή παλιών φωτογραφιών και τη δημιουργία αρχείου παλιού φωτογραφικού υλικού. Θα μας ταξιδεύει στο παρελθόν με όχημα τις παλιές φωτογραφίες και θα δίνει το ερέθισμα στους παλιότερους για νοσταλγικές αναμνήσεις και στους νεότερους να ψηλαφίσουν τα χαρακτηριστικά του «χθες».
Κείμενα και επιλογή φωτογραφιών: Γιάννης Καραμπούλας
Σχολική ζωή
Νεολαία
Περιοδεύοντες
Γάμος
Εργασία
Πανηγύρια
Πλατεία
Καφενεία
Διάφορα
1952. Οι μαθητές του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης, μία ημέρα πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων (22 Δεκεμβρίου) και μετά τον προγραμματισμένο εκκλησιασμό στον Άγιο Νικόλαο, φωτογραφίζονται στην κάτω πλευρά του Δημοτικού Σχολείου, εκεί που σήμερα βρίσκεται η παιδική χαρά. Στο κέντρο διακρίνονται οι δάσκαλοί τους Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά. Τα αγόρια βρίσκονται στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας και τα κορίτσια αριστερά, μπροστά οι μικροί/ές και πίσω οι μεγαλύτεροι/ρες. Παρατηρούμε ότι όλα τα αγόρια φοράνε κοντό παντελονάκι, αν και είναι χειμώνας, κάτι που συνηθιζόταν τότε, προφανώς για οικονομικούς λόγους και τα κορίτσια, όσων η οικονομική δυνατότητα επέτρεπε, ποδιές. Όλοι οι μαθητές φοράνε τα «καλά» τους, γιατί την ημέρα αυτή γνώριζαν ότι θα εκκλησιαστούν. Δε διαφεύγουν την προσοχή μας βέβαια και τα κοντοκουρεμένα παιδικά κεφαλάκια των αγοριών, όπως αυστηρά επέβαλε ο σχολικός κανονισμός της εποχής. Σύμφωνα με το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραλή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στη Χώσεψη», το σχολικό έτος 1952-53, οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης ήταν 191 (98 αγόρια και 93 κορίτσια). Επιπλέον λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο και στην Καλλονή με 62 μαθητές (33 αγόρια και 29 κορίτσια) και 8 μαθητές της Ρουπακιάς πήγαιναν στο Δημοτικό Σχολείο Σκιαδάδων. Έτσι προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των μαθητών του χωριού ήταν 261. Το τρέχον σχολικό έτος οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης είναι … 4! Η σύγκριση είναι αποκαρδιωτική και ταυτόχρονα συνταρακτική για το παρόν και το μέλλον του γενέθλιου τόπου μας και ευρύτερα του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, που είναι ο πιο γερασμένος δήμος της Ελλάδας, με μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων του τα 57,9 έτη! Αστυφιλία, παραμέληση της υπαίθρου από το κράτος, ασύμφορη καλλιέργεια της γης, αναζήτηση εργασίας, καλύτερων συνθηκών ζωής και περισσότερων ευκαιριών μόρφωσης και επαγγελματικής αποκατάστασης στα αστικά κέντρα, υπογεννητικότητα κ.λπ. είναι μερικοί από τους λόγους της ερήμωσης όλων σχεδόν των ορεινών χωριών και της δραματικής συρρίκνωσης του μαθητικού πληθυσμού. Σήμερα οι εικονιζόμενοι στη φωτογραφία μαθητές είναι 73 έως 79 ετών. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας – Λίτσας Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1953. Γυμναστικές επιδείξεις στη χωμάτινη πλατεία του χωριού με πρωταγωνιστές τους μαθητές του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης. Οι γυμναστικές επιδείξεις, που καταργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, διεξάγονταν στο τέλος του σχολικού έτους λίγες μέρες πριν την αποφοίτηση των μαθητών και τις διακοπές του καλοκαιριού. Αποτελούσαν τη μεγαλύτερη εκδήλωση της χρονιάς κατά την οποία δάσκαλοι και μαθητές με συλλογική προσπάθεια προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να παρουσιάσουν ένα άριστο αποτέλεσμα και να εντυπωσιάσουν τους θεατές. Περιελάμβαναν χορούς, σουηδική γυμναστική, σκυταλοδρομίες, τσουβαλοδρομίες, παιχνίδια και άλλα δρώμενα. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι μαθητές σε κυκλική διάταξη φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια να παίζουν ένα παιχνίδι στο οποίο μια μαθήτρια ντυμένη πεταλούδα ή μέλισσα βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου. Τους καθοδηγούν οι δάσκαλοι Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά που στέκονται πίσω. Παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι συγχωριανοί που βρίσκονται μπροστά από το καφεπαντοπωλείο του Αριστείδη Τσιρώνη στη σκιά του πλάτανου. Οι εικονιζόμενοι μαθητές είναι σήμερα περίπου 75 ετών. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας- Λίτσας- Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1953. Γυμναστικές επιδείξεις στη χωμάτινη πλατεία του χωριού με πρωταγωνιστές τους μαθητές και τις μαθήτριες του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης. Οι γυμναστικές επιδείξεις, που ξεκίνησαν το 1883 και καταργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποτελούσαν το σημαντικότερο γεγονός ολόκληρης της σχολικής χρονιάς, όπου δάσκαλοι και μαθητές δούλευαν πυρετωδώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε στο τέλος της να επιδείξουν τις γυμναστικές τους δεξιότητες μπροστά στο κοινό. Συνήθως τα αγόρια φορούσαν μπλε παντελονάκια και λευκή μπλούζα και τα κορίτσια μπλε φούστα και λευκή μπλούζα ή ολόλευκο φόρεμα. Στη φωτογραφία οι μαθητές και οι μαθήτριες όλων των τάξεων, επιδεικνύοντας πνεύμα ομαδικότητας, επιτυγχάνουν τον τέλειο συγχρονισμό, συντονισμό και πειθαρχία. Παρακολουθούν τις άρτιες κινήσεις τους και τους καθοδηγούν οι δάσκαλοι Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά. Οι γονείς τους και πολλοί συγχωριανοί που βρίσκονται μπροστά από το καφεπαντοπωλείο του Αριστείδη Τσιρώνη στη σκιά του πλάτανου, τους θαυμάζουν και τους καμαρώνουν. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας- Λίτσας Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1953. Γυμναστικές επιδείξεις στη χωμάτινη πλατεία του χωριού με πρωταγωνιστές τους μαθητές και τις μαθήτριες του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης. Οι γυμναστικές επιδείξεις, που ξεκίνησαν το 1883 και καταργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποτελούσαν το σημαντικότερο γεγονός ολόκληρης της σχολικής χρονιάς, όπου δάσκαλοι και μαθητές δούλευαν πυρετωδώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε στο τέλος της να επιδείξουν τις γυμναστικές τους δεξιότητες μπροστά στο κοινό. Συνήθως τα αγόρια φορούσαν μπλε παντελονάκια και λευκή μπλούζα και τα κορίτσια μπλε φούστα και λευκή μπλούζα ή ολόλευκο φόρεμα. Στη φωτογραφία οι μαθήτριες των μεγάλων τάξεων χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς σε δύο κύκλους με δεξιοτεχνία και αρμονία εντυπωσιάζουν. Παρακολουθούν τις άρτιες κινήσεις τους και τους καθοδηγούν οι δάσκαλοι Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας – Λίτσας Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1955. Η Ευαγγελία Πουρναρά, ο Ιωάννης Λύκος και ο Αντώνιος Κράβαρης, δάσκαλοι του τριθέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης, φωτογραφίζονται στην ξύλινη έδρα, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, που οι μαθητές βρίσκονται στην αυλή και παίζουν. Το Δημοτικό Σχολείο λειτούργησε ως τριθέσιο τα σχολικά έτη 1954-55 έως και 1962-63 (με εξαίρεση το σχολικό έτος 1957-58) και το σχολικό έτος 1966-67. Ως τρίτη αίθουσα χρησιμοποιούνταν μία αποθήκη, η οποία διαμορφώθηκε καταλλήλως. Τα υπόλοιπα χρόνια λειτούργησε ως διθέσιο και αρκετά χρόνια τώρα πια ως μονοθέσιο. (Τα στοιχεία έχουν παρθεί από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραλή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στη Χώσεψη»). Στη φωτογραφία διακρίνονται ακόμη η ξυλόσομπα, που ήταν απαραίτητη για τη θέρμανση και μέσα από το παράθυρο κτίσματα της πλατείας. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας-Λίτσας Λύκου) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1956. Σχολική γιορτή στην Κάτω Πλατεία κατά τη λήξη στου σχολικού έτους 1955-56, με το σκετς: «Τα Δωδεκάνησα». Διακρίνονται (πρώτη σειρά καθιστοί) οι: Δημήτριος Παπαϊωάννου, Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας) και Ιωάννης Παπαϊωάννου. Όρθιος ο Αντώνιος Κράβαρης (δάσκαλος του Δηοτικού Σχολείου Κυψέλης) και καθιστός στη δεύτερη σειρά ο Βασίλειος Λαμπράκης (δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου). Συμμετέχουν στο σκετς οι μαθήτριες: Ελευθερία Σιόντη, Αθηνά Πουρναρά, Μαρία Καραμπούλα, Βασιλική Πουρναρά, Ελευθερία Καραλή, Ευαγγελία Σκανδάλη, Ελευθερία Καραμπούλα, Μαργαρίτα Φλούδα, Βασιλική Ντζιαδήμα, Γεωργία Νταβαντζή, Βασιλική Σβεντζούρη, Ελένη Καραλή, Λαμπρινή Ρόβα, Αλεξάνδρα Παπαγεωργίου, Βασιλική Ρόβα και Κωνσταντινιά Τσίτσα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρίστου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Οι μαθητές της Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης με τα χαρακτηριστικά κοντά παντελονάκια, κρατώντας σημαιάκια στα χέρια, στη Μονή της Ευαγγελίστριας μετά τη δοξολογία για την 25η Μαρτίου. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ιωάννης Σιόντης, Γεώργιος Σχαλέκης, Ευάγγελος Κοτελίδας, Δημήτριος Καραλής, Δημήτριος Κοτελίδας, Ηλίας Σκανδάλης, Δημήτριος Καραμπούλας και Νικόλαος Νταβαντζής (σημαιοφόρος). (Από το φωτογραφικό αρχείο του π. Δημητρίου Κοτελίδα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Απόφοιτοι του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης του σχολικού έτους 1958-59, κρατώντας τα απολυτήρια στα χέρια, σε μια αναμνηστική φωτογραφία με τους δασκάλους τους Αντώνιο Κράβαρη (αριστερά) και τη σύζυγό του Ευαγγελία Πουρναρά (δεξιά), στην αυλή του σχολείου, εκεί που βρίσκεται σήμερα η παιδική χαρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του π. Δημητρίου Κοτελίδα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Γυμναστικές επιδείξεις, στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1961-62, από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου στην κάτω πλατεία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το πάρκινγκ. Διακρίνονται από αριστερά οι: Τέλης Κοτελίδας, Βαγγέλης Καραμπούλας, Γιώργος Παπαϊωάννου, Βασίλης Νταβαντζής, Πάνος Μακαβέλος, Μίμης Νταβαντζής, Γιάννης Σχαλέκης, Χρήστος Κοτελίδας, Στέφανος Κοτελίδας, Κώστας Παπαδάς, Βασίλης Κουτσοπάνος, Λευτέρης Ντζαδήμας, άγνωστος. Το κτίσμα αριστερά ήταν τσαγκάρικο (σήμερα εκεί βρίσκεται το μπαράκι) και το παλιό δεξιά κατεδαφίστηκε και σήμερα στη θέση του βρίσκεται το σούπερ μάρκετ. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Τέλη Κοτελίδα).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1963. Τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια ελάχιστοι από τους μαθητές που τελείωναν το Δημοτικό Σχολείο συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο. Αυτοί ήταν οι άριστοι που με την παρότρυνση του δασκάλου προς τον πατέρα: «πρέπει να το σπουδάσεις το παιδί», αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει στοιχειώδης οικονομική δυνατότητα, έπαιρναν τα φώτα της γνώσης. Δυστυχώς σε πολλούς άριστους μαθητές, φωτεινά μυαλά, δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να μορφωθούν και να διαπρέψουν, γιατί η ανέχεια τους έκλεισε την πόρτα, περιόρισε τους γνωστικούς τους ορίζοντες και τους στέρησε ευκαιρίες για επαγγελματική, κοινωνική και πνευματική ανέλιξη. Την εποχή αυτή (δεκαετία του ’60 και του ’70) οι μαθητές που τελείωναν τα Δημοτικά Σχολεία του χωριού μας συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο Αγνάντων, όπου νοίκιαζαν κάποιο σπίτι και έμεναν εκεί ως οικότροφοι. Στο χωριό έρχονταν μόνο στις διακοπές Χριστουγέννων, Πάσχα και καλοκαιριού, γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη (περίπου 25 χλμ.). Πήγαιναν στην Άγναντα είτε με λεωφορείο (Καρνάβαλος) είτε με φορτηγό (Αθανάσιος Παππάς), αν ήταν τυχεροί και τα συναντούσαν ή τις περισσότερες φορές με τα πόδια. Έφευγαν από το χωριό, ανέβαιναν στα Αμπέλια, περνούσαν τον Άγιο Μάρκο και ψηλότερα από τον Πάτερ Κοσμά έστριβαν αριστερά και ακολουθώντας το μονοπάτι στους πρόποδες των Τζουμέρκων, έφταναν στον Καταρράκτη και από εκεί στην Άγναντα. Η επίπονη διαδρομή διαρκούσε 5-6 ώρες, που μπορεί να ήταν και περισσότερες αν οι καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολες και το βάρος του φορτίου μεγάλο. Εδώ φωτογραφίζονται την ημέρα των Φώτων, μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, φορτωμένοι με τις απαραίτητες προμήθειες, πηγαίνοντας προς την Άγναντα, στην πλατεία του Καταρράκτη μπροστά από τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δίπλα από την ιτιά, που βρισκόταν εκεί μέχρι το 1985 και στην οποία ήταν κρεμασμένες οι καμπάνες. Σήμερα στον χώρο αυτόν υπάρχει το Κοινοτικό Γραφείο. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Γεώργιος Τσιρώνης (πίσω), Βασίλειος Τσιρώνης, Γεώργιος Θεοδωρής, Γεώργιος Τσίτσας, Ιωάννης Σιόντης, Ευαγγελή Τσιρώνη, Επαμεινώνδας Γαλαζούλας, Γιαννούλα Μπλέτσου, Ελένη Τσιρώνη, Ευαγγελή Πουρναρά, Λουκία Μπλέτσου (δασκάλα διορισμένη στους Κτιστάδες, που τη συνόδευε η αδερφή της Γιαννούλα Μπλέτσου) και Βησσαρία Τσίτσα. Μετά το σχολικό έτος 1962-63, που λειτούργησε το Γυμνάσιο Βουργαρελίου, οι μαθητές του χωριού μας εγκατέλειπαν σταδιακά την Άγναντα και πήγαιναν στο Βουργαρέλι, γιατί η απόσταση ήταν πολύ μικρότερη (10 χλμ.) και έτσι είχαν τη δυνατότητα κάθε Σαββατοκύριακο να έρχονται στο χωριό. Παράλληλα εκεί λειτούργησε και οικοτροφείο, που έλυσε το πρόβλημα της σίτισης. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ελένης Τσιρώνη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1964. Οι μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης, στον κήπο του σχολείου, τον οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν και φρόντιζαν. Tη φροντίδα του κήπου αναλάμβαναν κυρίως οι «άτακτοι» μαθητές, τους οποίους ο δάσκαλος έβγαζε από την τάξη και τους επέβαλε, ως «τιμωρία», το σκάψιμο, το φύτεμα ή το πότισμα. Διακρίνονται οι: Λαμπρινή Ρόβα, Χρυσούλα Βαλτσιωρίτη, Βασιλική Καραλή, Σωτηρία Πουρναρά, Βασίλειος Σακκάς, Ευάγγελος Ντζιαχρήστος, Λεωνίδας Τσιβόλας, Παντελής Καραλής, Δημήτριος Πουρναράς, Δημοσθένης Τριάντος (;), Δημήτριος Πουρναράς και η δασκάλα Λουκία Μπλέτσου. Πίσω διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το περίπτερο.(Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1964. Μαθητές από την Άνω Ρουπακιά στο Δημοτικό σχολείο Σκιαδάδων, όπου φοιτούσαν. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Παναγιώτης Καραλής, Κων/νος Καραμπούλας, Ηλίας Κραμπής, Ευαγγελή Καραμπούλα, Χαρίκλεια Θεοδωρή, Ειρήνη Τσιούνη, Ευαγγελή Καραλή και ο Αθαμανιώτης δάσκαλος Νικόλαος Στούμπος. (Καθιστοί) οι: Γεώργιος Αλπογιάννης, Γεώργιος Κραμπής, Ανθή Αγγέλη, Κων/νος Καραλής, Γιαννούλα Τσιούνη, Βασιλική Κραμπή και Χρυσούλα Τσιούνη. (Από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραλή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στη Χώσεψη»)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Οι μαθητές του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης απολαμβάνουν τη χειμωνιάτικη λιακάδα και παίζουν στην αυλή του σχολείου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, υπό την επίβλεψη της δασκάλας τους Λουκίας Μπλέτσου. Διακρίνονται στο κέντρο της αυλής η επιβλητική καρυδιά και ο περιφραγμένος κήπος στην κάτω πλευρά του σχολείου, τον οποίο φρόντιζαν οι μαθητές. Επίσης, πίσω αριστερά ο δρόμος πάνω από το πεζούλι, μπροστά από το σπίτι του Αριστείδη Τσιρώνη, που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού και στο βάθος τα κατάλευκα Τζουμέρκα. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Χωριανοί παρακολουθούν τις εκδηλώσεις των μαθητών. Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο (από αριστερά) οι: Νικόλαος Μπλέτσος, Δημήτριος Παπαϊωάννου, Κων/νος Μπλέτσος με την εγγονή του Ελένη Μπλέτσου, Αντώνιος Κράβαρης (δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης), Παναγιώτης Νάσης, Αφροδίτη Τσιρώνη, Παναγιώτα Πουρναρά (καθιστή μπροστά), Νικηφόρος Τσιβόλας (όρθιος πίσω), Αριστείδης Τσιρώνης (πρόεδρος της Κοινότητας), πατήρ Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας του χωριού) και Νικόλαος Τόσκας (γραμματέας της Κοινότητας). (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Γυμναστικές επιδείξεις από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης στην αυλή του σχολείου, στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1964-65. Θα ακολουθήσει, στον ίδιο χώρο, η απονομή των ενδεικτικών και των απολυτηρίων στους μαθητές από τους δασκάλους του σχολείου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Οι μαθητές του μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου. Διακρίνονται από αριστερά ( όρθιοι): Γεώργιος Λύκος, Ιωάννης Καραμπούλας, Χρήστος Αλέτρας, Χρήστος Σκανδάλης (πίσω), Κων/νος Σκανδάλης (μπροστά), Ιωάννης Μπάκας, Αντώνιος Βαγενάς, Χρυσάνθη Τσιβόλα, Ηλίας Λύκος, Ευαγγελία Βαγενά, Βασιλική Σκανδάλη. (Καθιστοί): Γεωργία Μπάκα, Αντώνιος Λύκος, Φωτεινή Βαγενά, Ελένη Αλπογιάννη, Βασιλική Σκανδάλη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Ημερήσια σχολική εκδρομή των μαθητών των Δημοτικών Σχολείων Κυψέλης και Αγίου Γεωργίου, λίγο πριν το τέλος του σχολικού έτους 1965-66, με δύο λεωφορεία -εκ των οποίων το ένα του Αλέκου Παππά- στο φράγμα του ποταμού Λούρου αρχικά, στην πόλη της Άρτας και στα ιστορικά μνημεία της στη συνέχεια και τελικό προορισμό το επίνειο της Άρτας, το Μενίδι. Για το σύνολο σχεδόν των μαθητών ήταν η πρώτη έξοδος εκτός των συνόρων του χωριού, που βλέπαμε για πρώτη φορά -με δέος ομολογώ- πολλά αυτοκίνητα, ασφαλτοστρωμένους δρόμους, πολύβουο πλήθος ανθρώπων, ατέλειωτη θάλασσα, βάρκες, ψαράδες και μικρά καραβάκια. Πρωτόγνωρες εικόνες που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στην παιδική μας μνήμη. Μπροστά μας απλωνόταν ένας άλλος κόσμος θορυβώδης, εντελώς διαφορετικός απ’ αυτόν της ήρεμης καθημερινότητας του χωριού. Ήταν τέτοια η αλληλουχία πολλών και διαφορετικών εικόνων, που δεν προλαβαίναμε να τις αφομοιώσουμε. Το απόγευμα, στον δρόμο της επιστροφής, αισθανόμαστε τόσο πλούσιοι σε εμπειρίες ωσάν να επιστρέφαμε από ένα πολυήμερο υπερπόντιο ταξίδι! Στη φωτογραφία οι μαθητές εικονίζονται να βαδίζουν στο οδόστρωμα της εθνικής οδού Ιωαννίνων – Άρτας, λίγα μέτρα πριν φτάσουν στο φράγμα του ποταμού Λούρου και στην τεχνητή λίμνη, που βρίσκονται στ’ αριστερά τους. Το φράγμα είναι από τα παλιότερα της Ελλάδας, κατασκευάστηκε το 1954 και βρίσκεται 5 χλμ. ΒΔ της Φιλιππιάδας, έχει ύψος 25 μ. και μήκος 70 μ. και τα νερά του τροφοδοτούν το ομώνυμο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ, κινώντας τις τουρμπίνες του και παράγοντας ηλεκτρικό ρεύμα. Περιττό να αναφερθεί ότι το φράγμα φάνταζε στα παιδικά μας μάτια σαν το μεγαλύτερο του κόσμου, αν και θεωρείται από τα μικρότερα, και ο καταρράκτης, που δημιουργούνταν από την υπερχύλιση, μεγαλύτερος του Νιαγάρα! Διακρίνονται αριστερά η Λουκία Μπλέτσου και δεξιότερα ο Αντώνιος Κράβαρης, δάσκαλοι του Δ.Σ. Κυψέλης, ενώ ο Δημήτριος Παππάς, δάσκαλος του Δ.Σ. Αγίου Γεωργίου, απαθανάτισε τη στιγμή. Στην πρώτη σειρά και από αριστερά εικονίζονται οι μαθητές/τριες: Ιωάννης Ν. Καραμπούλας, Ιωάννης Π. Μπάκας, Δημήτριος Ν. Πουρναράς (πίσω και λίγο δεξιά), Ευαγγελία Β. Μακαβέλου, Σπύρος Α. Αγγέλης (πίσω), Βασίλειος Κ. Ντζιαχρήστος (πίσω και δεξιότερα), Γεωργία Ε. Παπαϊωάννου (1η σειρά), Κων/νος Δ. Καραλής, Αλίκη Γ. Καραλή (πίσω του και ελάχιστα αριστερά), Ευαγγελία Ε. Τσιρώνη (πίσω και δεξιά), Χρήστος Ν. Σκανδάλης, Γεώργιος Δ. Λύκος, Χαρίκλεια Ν. Θεοδωρή και Γρηγόριος Δ. Αγγέλης. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας και στο κέντρο της διακρίνεται ο Νικόλαος Μπλέτσος, πατέρας της Λουκίας. Πίσω και αριστερά αχνοφαίνεται ο συνοικισμός Άγιος Γεώργιος Πρέβεζας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Εκδρομή των μαθητών των Δημοτικών Σχολείων Κυψέλης, Αγίου Γεωργίου και Σκιαδάδων στο Μέγα Χωράφι με τους δασκάλους τους: Λουκία Μπλέτσου, Βησσαρία Μέτη, Κώστα Τσίτσα – δε διακρίνεται γιατί φωτογραφίζει – (Δ.Σ. Κυψέλης), Δημήτρη Παπά (Δ.Σ. Αγίου Γεωργίου) και Αριστοφάνη Κωσταβασίλη (Δ.Σ. Σκιαδάδων). Οι μαθητές είναι σήμερα 52 έως 58 ετών.(Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου, ο δάσκαλός τους και οι γονείς τους φωτογραφίζονται μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο μετά τη σχολική γιορτή για τη λήξη του σχολικού έτους 1966-67. Στην πρώτη σειρά διακρίνονται οι: Κων/νος Σκανδάλης, Ιωάννης Καραμπούλας, Χρήστος Σκανδάλης, Ιωάννης Μπάκας, Γεωργία Μπάκα, Κων/νος Παπαϊωάννου, Χρήστος Δάσκαλος, Κων/να Δασκάλου, Δημήτριος Παππάς (δάσκαλος), Βασιλική Αλπογιάννη, Ηλίας Λύκος, Αντώνιος Λύκος, Κων/νος Βαγενάς (μπροστά), Γεώργιος Λύκος, Παντελής Σκανδάλης και Αντώνιος Βαγενάς. Στη δεύτερη σειρά οι: Χρυσάνθη Σκανδάλη, Νικόλαος Καραμπούλας, Βαΐτσα Καραμπούλα, Αθηνά Σκανδάλη, Χριστίνα Πεταλά, Γεώργιος Πεταλάς, Κων/νος Πεταλάς, Παντελής Μπάκας, Μαρία Μπάκα, Σαββούλα Μπάκα, Κων/νιά Τσιβόλα, Κων/νος Αλπογιάννης, Μαρία Λύκου, Βασιλική Αλπογιάννη, Αντιγόνη Αλπογιάννη, Χρήστος Αλπογιάννης, (δεν αναγνωρίζεται), Ειρήνη Τσιβόλα, Δήμητρα Σκανδάλη, Χριστίνα Βαγενά, Ευαγγελία Πεταλά, Σοφία Βαγενά (μπροστά), Χρυσάνθη Τσιβόλα, Βασιλική Σκανδάλη και Ευαγγελία Βαγενά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Παππά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968.Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης παρατεταγμένοι σε 3 σειρές (1η αριστερά: Ε΄ και Στ΄ τάξη, 2η στη μέση: Γ΄ και Δ΄ και 3η δεξιά: Α΄ και Β΄) φωτογραφίζονται με μέτωπο προς το Κουντρί του Μπλέτσου. Είναι Σάββατο, 21 Σεπτεμβρίου, η πρώτη ημέρα του σχολικού έτους 1968-69. Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν και το Σάββατο και η έναρξη των μαθημάτων γινόταν στις 21 Σεπτεμβρίου. Κρατάνε στα χέρια τους τα αναγνωστικά, που χορηγούνταν δωρεάν από το κράτος σε όλους τους μαθητές. Τους τα έχουν μοιράσει οι δάσκαλοί τους Δημήτριος Παππάς και Βησσαρία Μέτη. Αριστερά διακρίνεται το Δημοτικό Σχολείο (βρίσκονται λίγο πιο πίσω από την είσοδό του) και δεξιά βλέπουμε τον δρόμο, πάνω από το πεζούλι, που οδηγούσε από τον Πάνω Κάμπο στην πλατεία. Λίγο πριν απ’ αυτή έστριβε αριστερά με προορισμό τον Κάτω Κάμπο. Διακρίνονται, επίσης, στο κέντρο της αυλής ο κορμός της καρυδιάς και πίσω στην πλατεία το περίπτερο του Κων/νου Καραμπούλα και δεξιά η πατητή βρύση. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Τρεις εκπαιδευτικοί στη Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα) στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι (από αριστερά) οι: Δημήτριος Παππάς (συγχωριανός μας – δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης), Βησσαρίων Ράπτης από το Κορφοβούνι Άρτας (δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου Κυψέλης) και Γεώργιος Κατσάνος (συγχωριανός μας – δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Γαύρου Ναυπακτίας). Την ημέρα αυτή, ημέρα γιορτής του μοναστηριού, το σύνολο σχεδόν των συγχωριανών, αν και δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος, παρευρίσκονταν στον ειδυλλιακό αυτό χώρο, παρακολουθούσε με ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία και συμμετείχε στο γλέντι που ακολουθούσε. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου τραγουδούν το άσμα για τη συμφιλίωση και την αγάπη, κλείνοντας την αυλαία της αποχαιρετιστήριας σχολικής γιορτής, στη λήξη του σχολικού έτους 1967-68. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Καίτη Σκανδάλη (διακρίνεται ελάχιστα το φόρεμά της), Φωτεινή Βαγενά, Γεωργία Μπάκα, Βασιλική Αλπογιάννη, Ελένη Αλπογιάννη, Ιωάννης Μπάκας, Αντώνιος Λύκος, Ιωάννης Καραμπούλας, Κων/νος Σκανδάλης, Ηλίας Λύκος και Χρήστος Σκανδάλης. Η θεατρική σκηνή διαμορφωνόταν στην είσοδο του σχολείου και οριοθετούνταν με σεντόνια. Μπορεί να ήταν λιτή, όμως τα δρώμενα σ’ αυτήν, με πρωταγωνιστές τους μαθητές, ήταν εντυπωσιακά. Επειδή η γιορτή αυτή, που λεγόταν “εξετάσεις”, αποτελούσε το κορυφαίο γεγονός της σχολικής χρονιάς, έπρεπε και το αποτέλεσμα να ήταν ανάλογο. Γι’ αυτό οι πρόβες ήταν εξαντλητικές και χρονοβόρες και ξεκινούσαν ένα μήνα πριν. Οι λίγοι μαθητές (12 σ’ αυτό το σχολικό έτος) έπρεπε να παρουσιάσουν μία εκδήλωση μεγάλης διάρκειας, δυσανάλογη με τον αριθμό τους, που θα ικανοποιούσε και τους πιο απαιτητικούς θεατές-γονείς, που θα παρευρίσκονταν για να καμαρώσουν τα παιδιά τους. Το βάρος έπεφτε, κυρίως, στους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων, που ο καθένας απ’ αυτούς ερμήνευε 3 ή 4 διαφορετικούς ρόλους στα θεατρικά σκετς, απήγγειλε ένα ή περισσότερα ποιήματα και συμμετείχε στη χορωδία. Όσο πλησίαζε η μέρα της γιορτής το άγχος και η αγωνία μεγάλωναν και κορυφωνόταν ανήμερα. Όμως, οι μαθητές έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να ικανοποιήσουν τους γονείς τους και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του δασκάλου τους, που ήταν ο εμψυχωτής και καθοδηγητής τους. Κι όταν τελείωνε η γιορτή εισέπρατταν το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, που αντηχούσε στα αυτιά τους σαν ένα μεγάλο “μπράβο” και τα παιδικά τους πρόσωπα στολίζονταν με υπέροχα χαμόγελα. Η συγκίνηση περίσσευε στους μαθητές που αποφοιτούσαν, αλλά και η χαρά στους υπόλοιπους, μιας και η εκδήλωση αυτή σηματοδοτούσε τη μετάβαση στην επόμενη τάξη και την έναρξη των καλοκαιρινών διακοπών. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου στο τέλος της σχολικής χρονιάς, κρατώντας τα ενδεικτικά. Από αριστερά οι: Χρήστος Αλέτρας, Καίτη Σκανδάλη, Φωτεινή Βαγενά, Γεωργία Μπάκα, Βασιλική Αλπογιάννη, Ελένη Αλπογιάννη, Ιωάννης Μπάκας, Αντώνιος Λύκος, Ιωάννης Καραμπούλας, Κων/νος Σκανδάλης, Ηλίας Λύκος, Χρήστος Σκανδάλης και ο δάσκαλος Αριστοτέλης Ράπτης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου, αλλά και στα άλλα δύο Δημοτικά Σχολεία του χωριού, γινόταν η αποχαιρετιστήρια καλοκαιρινή γιορτή, οι γνωστές “εξετάσεις”, στην οποία οι μαθητές απήγγειλαν ποιήματα, παρουσίαζαν θεατρικά σκετς και τραγουδούσαν. Η θεατρική σκηνή διαμορφωνόταν στην είσοδο του σχολείου και οριοθετούνταν με σεντόνια. Μπορεί να ήταν λιτή, όμως, τα δρώμενα σ’ αυτήν, με πρωταγωνιστές τους μαθητές, ήταν εντυπωσιακά. Επειδή η γιορτή αυτή αποτελούσε το κορυφαίο γεγονός της σχολικής χρονιάς, έπρεπε και το αποτέλεσμα να ήταν ανάλογο. Γι’ αυτό οι πρόβες ήταν εξαντλητικές και χρονοβόρες και ξεκινούσαν αρκετό χρόνο πριν. Οι λίγοι μαθητές έπρεπε να παρουσιάσουν μία εκδήλωση μεγάλης διάρκειας, δυσανάλογη με τον αριθμό τους, που θα ικανοποιούσε και τους πιο απαιτητικούς θεατές – γονείς, οι οποίοι θα παρευρίσκονταν για να καμαρώσουν τα παιδιά τους. Το βάρος έπεφτε, κυρίως, στους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων, που ο καθένας απ’ αυτούς ερμήνευε 3 ή 4 διαφορετικούς ρόλους στα θεατρικά σκετς, απήγγειλε ένα ή περισσότερα ποιήματα και συμμετείχε στη χορωδία. Όσο πλησίαζε η μέρα της γιορτής το άγχος και η αγωνία μεγάλωναν και κορυφωνόταν ανήμερα. Όμως, οι μαθητές έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να ικανοποιήσουν τους γονείς τους και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του δασκάλου τους, που ήταν ο εμψυχωτής και ο καθοδηγητής τους. Κι όταν τελείωνε η γιορτή εισέπρατταν το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, που αντηχούσε στα αυτιά τους σαν ένα μεγάλο “μπράβο” και τα παιδικά τους πρόσωπα στολίζονταν με υπέροχα χαμόγελα. Στη συνέχεια ο δάσκαλός τους τους παρέδιδε τα ενδεικτικά και τα απολυτήρια. Η συγκίνηση περίσσευε στους μαθητές που αποφοιτούσαν, αλλά και η χαρά στους υπόλοιπους, μιας και η εκδήλωση αυτή σηματοδοτούσε τη μετάβαση στην επόμενη τάξη και την έναρξη των καλοκαιρινών διακοπών. Στη φωτογραφία οι οκτώ μαθητές των τριών μεγαλύτερων τάξεων (Δ΄, Ε΄ και Στ΄) του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου με τον δάσκαλό τους τραγουδούν στη γιορτή των “εξετάσεων” στη λήξη του σχολικού έτους 1969-70. Διακρίνονται, από αριστερά, οι: Βησσαρίων Ράπτης (ο δάσκαλος του σχολείου από το Κορφοβούνι Άρτας), Καίτη Σκανδάλη, Ιωάννης Καραμπούλας, Φωτεινή Βαγενά, Ελένη Αλπογιάννη, Αντώνιος Λύκος, Γεωργία Μπάκα, Κων/νος Σκανδάλης, Βασιλική Αλπογιάννη και η σύζυγος του δασκάλου.
(Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1970. Οι μαθητές κρατώντας τα δώρα που παρέλαβαν, φωτογραφίζονται με χωριανούς, που βρέθηκαν στην πλατεία του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Οι μαθητές των Δημοτικών Σχολείων Κυψέλης και Αγίου Γεωργίου φωτογραφίζονται στην αυλή του σχολείου Κυψέλης, αμέσως μετά την παραλαβή των δώρων που τους προσέφερε η Αδελφότητα (έτσι λεγόταν ο Σύλλογος τότε) Κυψελιωτών Αθήνας για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Πίσω από τους μαθητές διακρίνονται οι: Ελένη Νταβαντζή, Ιωάννης Αλπογιάννης, Παντελής Παππάς, πατήρ Γεώργιος Φελέκης, Ελευθέριος Φλούδας, Γρηγόριος Λιάκος και Δημήτριος Παππάς (δάσκαλος). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Ο διπλός εορτασμός για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821 και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου πραγματοποιούνταν στη μονή της Ευαγγελίστριας ανήμερα της γιορτής, όπου μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθούσε δοξολογία και επιμνημόσυνη δέηση. Κάποιος εκπαιδευτικός από τα Δημοτικά Σχολεία του χωριού εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας και ακολουθούσε η κατάθεση στεφάνων στο φορητό μνημείο των ηρώων. Στον εορτασμό παραβρίσκονταν οι μαθητές και οι μαθήτριες, καθώς και οι δάσκαλοι των Δημοτικών Σχολείων της Κυψέλης, της Καλλονής και του Αγίου Γεωργίου και πλήθος συγχωριανών. Η σχολική γιορτή πραγματοποιούνταν την παραμονή της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 και του Ευαγγελισμού στα Δημοτικά Σχολεία του χωριού και περιελάμβανε ποιήματα, τραγούδια και σκετς. Προηγούνταν εξαντλητικές πρόβες πολλών ημερών για να είναι επιτυχημένη η εορτή. Στη φωτογραφία οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης παρουσιάζουν, την Τετάρτη 24 Μαρτίου, το σκετς “Λάμπρος Τζαβέλας”, στο πλαίσιο της σχολικής γιορτής. Διακρίνονται από αριστερά οι: Παρασκευή Σερεπίσιου, Γεωργία Μπάκα, Κων/νος Αγγέλης, Παύλος Λύκος και πίσω του ο Παντελής Ντζιαδήμας που δε φαίνεται, αλλά ήταν αυτός που υποδυόταν τον Λάμπρο Τζαβέλα, Γεώργιος Μπλέτσος, Αναστασία Κουτσοπάνου, Γεράσιμος Τσίτσας και Κων/νος Αλέτρας. Ο Παύλος υποδυόταν τον Τούρκο, ο οποίος ήταν απεσταλμένος του Αλή Πασά και οι υπόλοιποι μαθητές και μαθήτριες τους Σουλιώτες και τις Σουλιώτισσες αντίστοιχα. Το ημερολόγιο πίσω αναφέρει λανθασμένα 28, αντί για 24, είτε γιατί ξεχάστηκε στις 28 Φεβρουαρίου είτε γιατί κάποιος βιάστηκε να αφαιρέσει τρία επιπλέον χαρτάκια, τα οποία μάλιστα στο πίσω μέρος τους είχαν στιχάκια. Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείπει από την αίθουσα η φωτογραφία του δικτάτορα Παπαδόπουλου και το έμβλημα του καθεστώτος της χούντας, ο στρατιώτης μπροστά από τον φοίνικα, το μυθολογικό πουλί, που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του! (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Οι μαθητές του διθέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης σε μια αναμνηστική φωτογραφία με τους δασκάλους τους, μετά το τέλος της σχολικής γιορτής για την επέτειο της 25ης Μαρτίου1821. Διακρίνονται (καθιστές) οι: Παρασκευή Σερεπίσιου και Γεωργία Κοτελίδα. (1η σειρά): Αναστασία Κουτσοπάνου, Σοφία Αγγέλη, Κων/νος Κατσικογιώργος, Δημήτριος Τσιβόλας, Βησσαρίων Καραλής, Ιλιάνα Πουρναρά (μπροστά), Πέτρος Ντζιαδήμας, Χρυσούλα Αγγέλη, Ανθή Καραμπούλα, Γεράσιμος Τσίτσας, Ευανθία Νταβαντζή και Ελευθερία Βασιλείου (δασκάλα). (2η σειρά): Δημήτριος Παππάς (δάσκαλος), Γεώργιος Νταβαντζής, Ελένη Μακαβέλου, Αμαλία Σχαλέκη (πίσω), Ειρήνη Ντζιαδήμα, Γεωργία Μπάκα, Ελένη Αλπογιάννη, Ευαγγελία Τσίτσα, Γεράσιμος Τριάντος, Βασίλειος Αλπογιάννης, Χρήστος Σακκάς, Ευαγγελία Φελέκη, Αντώνιος Λύκος, Ευάγγελος Νταβαντζής (πίσω), Νικόλαος Ντζιαδήμας, Παντελής Ντζιαδήμας και Παύλος Λύκος. (3η σειρά): Γεώργιος Μπλέτσος, Κων/νος Αγγέλης, Ευάγγελος Καραλής, Γεώργιος Πουρναράς, Κων/νος Καραμπούλας, δεν αναγνωρίζεται, Κων/νος Αλέτρας και Δημήτριος Μούτος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 στη Μονή Ευαγγελίστριας με τη συμμετοχή των μαθητών των τριών Δημοτικών σχολείων του χωριού (Κυψέλης, Αγίου Γεωργίου και Καλλονής) και πολλών χωριανών, οι οποίοι έφτασαν εκεί με τα πόδια. Διακρίνεται ο δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου της Καλλονής Κλεάνθης Παπαγιάννης να εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας μετά τη δοξολογία. Επίσης ο Πρόεδρος του χωριού Βαγγέλης Νταβαντζής, η Γραμματέας Σοφία Λύκου και ο παπα-Φελέκης.(Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Ο Δημήτριος Παππάς, δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης, εκφωνεί στη Μονή Ευαγγελίστριας τον πανηγυρικό για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, μετά το τέλος της δοξολογίας. Παρακολουθούν ο πατήρ Γεώργιος Φελέκης (ιερέας της ενορίας Κυψέλης), ο Ευάγγελος Νταβαντζής (Πρόεδρος της Κοινότητας), η Σοφία Λύκου (Γραμματέας της Κοινότητας), οι παρευρισκόμενοι συγχωριανοί και οι μαθητές των Δημοτικών Σχολείων του χωριού. Θυμάμαι, πλημμυρισμένος από νοσταλγία για την παιδική βίωση της γιορτής, ότι την ημέρα αυτή συγκεντρωνόμαστε στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου νωρίς το πρωί και ξεκινούσαμε, με τη συνοδεία του δασκάλου μας, με προορισμό τη Μονή της Ευαγγελίστριας. Η μετάβαση γινόταν από μονοπάτια και διαρκούσε περίπου μιάμιση ώρα. Όπου το επέτρεπε ο δρόμος προχωρούσαμε συντεταγμένοι, αλλά στο μεγαλύτερο διάστημα ακολουθούσε ο ένας τον άλλον. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής τραγουδούσαμε εθνικά τραγούδια που αναφέρονταν στην Επανάσταση της 25ης Μαρτίου του 1821. Το δυσκολότερο έργο το είχε ο σημαιοφόρος, ο οποίος είχε τη σημαία στη θήκη του τελαμώνα και έπρεπε να την κρατάει ψηλά. Αρκετές φορές ο σταυρός της χτυπούσε στα κλαδιά των δέντρων που κάλυπταν τα μονοπάτια, όταν δεν προλάβαινε να την κατεβάσει ή δεν αντιδρούσε έγκαιρα στην προειδοποίηση του δασκάλου. Έτσι οι μαθητές και των τριών σχολείων (της Κυψέλης, του Αγίου Γεωργίου και της Καλλονής) συγκεντρώνονταν στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού, όπου μετά την Θεία Λειτουργία γινόταν η δοξολογία και εκφωνούνταν ο πανηγυρικός. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1897. Ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ήταν μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Τότε στην Κρήτη, που βρισκόταν υπό την οθωμανική κυριαρχία, επικρατούσε επαναστατικός αναβρασμός κατά των Τούρκων. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη στην Ελλάδα, που στεκόταν στο πλευρό των Κρητικών, έστειλε στρατιωτικό σώμα στο νησί και παράλληλα οργάνωσε για αντιπερισπασμό εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Η Τουρκία αντέδρασε και απαίτησε την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την Κρήτη, απειλώντας με πόλεμο. Η ελληνική κυβέρνηση, παρότι απροετοίμαστη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν υποχώρησε. Και έτσι η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο, στις 5 Απριλίου 1897, και ο τουρκικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλία (την εποχή εκείνη η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου) και στις 8 Μαΐου έφτασε ως τα πρόθυρα της Λαμίας, όπου σταμάτησε την προέλασή του η παρέμβαση του τσάρου Νικολάου Β΄, ο οποίος ήταν συγγενής από τη μητέρα του με τον βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α’, που έπεισε τον σουλτάνο να σταματήσει τον πόλεμο. Η Ελλάδα κλήθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία, που ανερχόταν στις 4.000.000 λίρες, ενώ οι εδαφικές απώλειες ήταν τελικά μικρές, μιας και επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης και η Κρήτη απέκτησε την αυτονομία της. Επειδή, όμως, ήταν ήδη χρεωκοπημένη, υποχρεώθηκε σε επιπλέον δανεισμό για να μπορέσει να καταβάλει την αποζημίωση και να αποπληρώσει τα ήδη χρωστούμενα δάνεια. Έτσι, μετατράπηκε σε υποχείριο των δανειστών της. Στη φωτογραφία εικονίζεται ένα έγγραφο αορίστου αδείας, το οποίο χορηγούνταν στους στρατιώτες που υπηρέτησαν τη θητεία τους και στους επιστρατευμένους μετά τη λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Τότε δεν χορηγούνταν απολυτήρια σε όσους ολοκλήρωναν τη στρατιωτική τους θητεία, αλλά άδειες αορίστου χρόνου, για να βρίσκονται σε ετοιμότητα, αν επαναλαμβάνονταν οι εχθροπραξίες. Το συγκεκριμένο έγγραφο χορηγήθηκε, στις 30 Οκτωβρίου 1897, στον συγχωριανό μας στρατιώτη Κων/νο Νταλακούρα, ο οποίος ήταν πατέρας του εξαίρετου τεχνίτη της πέτρας Ιωάννη Νταλακούρα και όπως αναφέρεται σ’ αυτό ο στρατιώτης καταγόταν από το χωριό Χόσεψη, του Δήμου Θεοδωρίας του νομού Άρτας, κατατάχτηκε, στις 27 Φεβρουαρίου 1897, στον 2ο Λόχο του 1ου Τάγματος του 1ου Πεζοσυντάγματος και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Να σημειωθεί ότι αρκετά χρόνια αργότερα ο Κων/νος Νταλακούρας δολοφονήθηκε με μαχαίρι στη Ρουπακιά από συγχωριανό του για κτηματικές διαφορές. (Από το αρχείο του Στέργιου Στεργίου) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1918. Στις αρχές του 1919 είχε ήδη τελειώσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18) και οι εκπρόσωποι των νικητών συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι για να συζητήσουν τους όρους των συνθηκών ειρήνης, στο συνέδριο της Ειρήνης ή συνέδριο του Παρισιού (Ιανουάριος 1919-Ιανουάριος 1920), στο οποίο δεν κλήθηκαν οι ηττημένοι, οι ουδέτεροι και η Σοβιετική Ένωση. Οι νικητές σύμμαχοι με μια σειρά συνθηκών επέβαλαν τους όρους τους στα ηττημένα κράτη, μεταξύ των οποίων ήταν και η πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις καθορίστηκαν από την ανάγκη αναδιαμόρφωσης του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης, την επιδίωξη της Γαλλίας να εξουθενώσει τη Γερμανία και την επιθυμία των Δυνάμεων να εγκλωβίσουν το νέο σοβιετικό καθεστώς της Ρωσίας. Τον Μάιο του 1919, η επικαιρότητα είναι εκρηκτική. Η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και απολαμβάνει εδαφικά οφέλη από τους Δυτικούς Συμμάχους της. Στην Ανατολική Θράκη φτάνει ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ πια της ανήκει και η ζώνη της Σμύρνης. Όλοι πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα η “Μεγάλη Ιδέα” να πραγματοποιηθεί. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ηττημένη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διαλύεται και γίνεται έρμαιο των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ο νικηφόρος ελληνικός στρατός, ορμώμενος από συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Εκστρατεία στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων, επιχειρεί το “μετέωρον βήμα” στη Μικρά Ασία. Στις 2 Μαΐου 1919, ο ελληνικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Η Μικρασιατική Εκστρατεία ξεκινά… Στη φωτογραφία εικονίζεται ο Ανδρέας (Αντρίας) Πουρναράς, επιστρατευμένος τότε (1918), στην καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία. Υπηρετούσε στον 922 Ταχυδρομικό Τομέα του 3ου Συντάγματος Πεζικού, στην Όσσιανη (σημερινός Αρχάγγελος) του νομού Πέλλας. Η μονάδα του τότε συμμετείχε στις τελευταίες και καθοριστικές μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το επόμενο έτος, τον Φεβρουάριο του 1919, μετακινήθηκε στην Ουκρανία, μιας και συμμετείχε στην εκστρατεία της Κριμαίας. Στις 12 Ιουνίου 1919 αναχώρησε από εκεί για τη Σμύρνη, όπου πήρε μέρος στην αποτυχημένη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Οι στρατιώτες του 922 Ταχυδρομικού Τομέα, μεταξύ αυτών και ο Ανδρέας Πουρναράς, διακινούσαν διαταγές, επιστολές, δέματα και επιταγές στο μέτωπο, αλλά συμμετείχαν και σε πολεμικές συγκρούσεις, όταν ήταν απαραίτητο. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ο Ανδρέας Πουρναράς γράφει: “Τ.Τ. 922 τι 18,4,18 Σεβαστέ μου Πατέρα χέρι ιγιένομεν άπαντες το αυτό επιθιμό κι διαλόγου σας λιπόν πολί θα σας παρακαλέσο να μου γράφετε καμίαν επιστολί διότι έχω καιρόν να λάβο και δεν γνορίζο τι γίνεστε καθόλου έτερον ουδέν Σας φιλό ο γιος σας Ανδρέας Πουρναράς”. Είναι εμφανής η επιθυμία του στρατιώτη να πληροφορηθεί νέα από την οικογένειά του, καθώς εκείνη την ταραγμένη περίοδο ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας ήταν πολύ μεγάλος (κάποιοι υπηρέτησαν για μια ολόκληρη δεκαετία, από την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων, το 1912, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922) και όχι καθορισμένος και εξαρτιόταν από τις εξελίξεις. Οι υπηρετούντες δεν γνώριζαν τον χρόνο απόλυσής τους από τον στρατό και αυτό γινόταν μόνο όταν οι συνθήκες γίνονταν ομαλές. Συχνά συνέβαινε να απολυθούν και σε λίγο χρονικό διάστημα να επιστρατευτούν ξανά. Έτσι, η μακροχρόνια απουσία από αγαπημένα πρόσωπα μεγάλωνε την επιθυμία επικοινωνίας. Εκείνη την εποχή στόχος, όπως, βέβαια, τον επέβαλαν οι ιθύνοντες, είναι η υλοποίηση της “Μεγάλης Ιδέας” και η κατάληψη της Κων/λης, γι’ αυτό οι στρατιώτες φωτογραφίζονταν μπροστά από μία επιφάνεια στην οποία εικονίζεται ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Πόλη, χωρίς, βέβαια, να γνωρίζουν τη συμφορά που θα ακολουθήσει. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Βασιλικής Χ. Αλπογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1919. Στις αρχές του 1919 είχε ήδη τελειώσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18) και οι εκπρόσωποι των νικητών συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι για να συζητήσουν τους όρους των συνθηκών ειρήνης, στο συνέδριο της Ειρήνης ή συνέδριο του Παρισιού (Ιανουάριος 1919-Ιανουάριος 1920), στο οποίο δεν κλήθηκαν οι ηττημένοι, οι ουδέτεροι και η Σοβιετική Ένωση. Οι νικητές σύμμαχοι με μια σειρά συνθηκών επέβαλαν τους όρους τους στα ηττημένα κράτη, μεταξύ των οποίων ήταν και η πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις καθορίστηκαν από την ανάγκη αναδιαμόρφωσης του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης, την επιδίωξη της Γαλλίας να εξουθενώσει τη Γερμανία και την επιθυμία των Δυνάμεων να εγκλωβίσουν το νέο σοβιετικό καθεστώς της Ρωσίας. Τον Μάιο του 1919, η επικαιρότητα είναι εκρηκτική. Η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και απολαμβάνει εδαφικά οφέλη από τους Δυτικούς Συμμάχους της. Στην Ανατολική Θράκη φτάνει ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ πια της ανήκει και η ζώνη της Σμύρνης. Όλοι πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα η “Μεγάλη Ιδέα” να πραγματοποιηθεί. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ηττημένη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διαλύεται και γίνεται έρμαιο των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ο νικηφόρος ελληνικός στρατός, ορμώμενος από συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Εκστρατεία στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων, επιχειρεί το “μετέωρον βήμα” στη Μικρά Ασία. Στις 2 Μαΐου 1919, ο ελληνικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Η Μικρασιατική Εκστρατεία ξεκινά… Στη φωτογραφία εικονίζονται τέσσερις στρατιώτες, δύο συγχωριανοί μας και δύο από την Μπούγα (Ανεμορράχη). Ο όρθιος αριστερά είναι ο Κων/νος Αλπογιάννης, ο καθήμενος δεξιά είναι ο Δημήτριος Γαλαζούλας και οι άλλοι δύο, όπως προαναφέραμε, είναι από τη Μπούγα. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ο Κων/νος (Κωνσταντούλας) Αλπογιάννης γράφει: “Βοδενά (η σημερινή Έδεσσα) 9 Μαρτίου 1919 Σεβαστέ μου Πατέρα και γλυκιά μου Μητέρα και Αγαπητή μου Αδερφή χαίρετε σας αποστέλλω φοτογραφίαν φαντάρου σώμα Δια ενθύμιον της μακεδονίας και τον Ναόν της Αγιάς Σοφιάς όπου εφοτογραφισθίκαμεν Φούκας και Τράμπας από Μπούγα και Δ. Βαγ. Γαλαζούλας σας φυλώ στα μάτια ο γιος σας Κ. Αλπογιάννης”. Στο πλάι της φωτογραφίας με δυσκολία καταφέραμε να διαβάσουμε μέρος των γραφομένων, το οποίο αναφέρει το εξής: “να μι μας παρεξιγίσετε για τα γράματα διότι είναι πρότη ώρα για την στρατιοτική εκξτρατία…”. Προφανώς φωτογραφήθηκαν την τελευταία στιγμή, λίγο πριν αναχωρήσουν για τη Μικρά Ασία, οπότε τα γράμματα γράφτηκαν βιαστικά και γι’ αυτό δεν είναι καλά. Στόχος τους, όπως, βέβαια, τον επέβαλαν οι ιθύνοντες, είναι η υλοποίηση της “Μεγάλης Ιδέας” και η κατάληψη της Κων/λης, γι’ αυτό φωτογραφίζονται μπροστά από μία επιφάνεια στην οποία εικονίζεται ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Πόλη, χωρίς, βέβαια, να γνωρίζουν τη συμφορά που θα ακολουθήσει. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Βασιλικής Χ. Αλπογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1920. Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες στη Μικρά Ασία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία-καταστροφή. Τελευταίος δεξιά διακρίνεται ο υπαξιωματικός Γεώργιος Μπάκας. Πιθανόν να υπάρχουν και άλλοι συγχωριανοί μας στη φωτογραφία, γιατί είναι γνωστό ότι αρκετοί νέοι από το χωριό μας, που υπηρετούσαν τότε τη θητεία τους, συμμετείχαν στον ατυχή αυτό πόλεμο. Φωτογραφίζονται δίπλα σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι ενώ κρατάνε χοντρό σκοινί, το οποίο έχουν δέσει στο πάνω μέρος του σπιτιού. Είναι προφανές ότι προσπαθούν να το γκρεμίσουν, χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο. Πιθανόν να είναι Τούρκου και το κάνουν για αντίποινα ή είναι Έλληνα και τους το ζήτησε ο ίδιος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
…… “Κ’φός, Κραμπής και Νταλακούρας, ατσαλένια Ρουπακιά!”. Μια έκφραση-σλόγκαν που έρχεται από παλιά και ακούγεται ακόμη και στις μέρες μας από ηλικιωμένους συγχωριανούς μας. Αιτία είναι τρεις έφηβοι, που γεννήθηκαν στη Ρουπακιά, το 1934, το 1935 και το 1932 αντίστοιχα, όπου και μεγάλωσαν. Πρόκειται για τους Χρήστο Στεργίου, Κων/νο Κραμπή και Κων/νο Νταλακούρα (όπως διακρίνονται στη φωτογραφία), οι οποίοι από μικροί πήγαιναν μαζί καθημερινά στο Δημοτικό Σχολείο Σκιαδάδων, όπου γεννήθηκε και ατσαλώθηκε η φιλία τους. Όταν έγιναν έφηβοι ήταν αχώριστοι φίλοι, κυκλοφορούσαν σχεδόν πάντα μαζί και αποτέλεσαν μια αδιαίρετη τριάδα. Ήταν πανέξυπνοι, πειραχτήρια και κάποιες φορές έκαναν και καμιά σκανταλιά. Η φήμη τους σιγά-σιγά ξεπέρασε τη Ρουπακιά και έγιναν γνωστοί σ’ ολόκληρο το χωριό. Στην πλατεία πήγαιναν συχνά, όπου έκαναν, και εκεί, αισθητή την παρουσία τους. Η εποχή εκείνη (1946-1949) ήταν δύσκολη, γιατί ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα και η ανέχεια και η πείνα ήταν μόνιμοι επισκέπτες σχεδόν σ’ όλα τα νοικοκυριά. Παρόλα αυτά όμως αυτοί ζούσαν και απολάμβαναν την ξεγνοιασιά της νιότης τους. Η παρέα τους κράτησε περίπου 5 χρόνια, μέχρι που πήγαν φαντάροι και στη συνέχεια διάλεξαν διαφορετικό δρόμο ο καθένας. Όμως, η φήμη τους ταξίδεψε στον χρόνο και φτάνει μέχρι σήμερα. Υπήρξε, ίσως, η πιο γνωστή τριάδα φίλων του χωριού. Αργότερα, μεγάλοι πια, ξαναβρίσκονταν, κυρίως τα καλοκαίρια, στον γενέθλιο τόπο και θυμούνταν τα παλιά, ώσπου ο Στεργίου “έφυγε” πρώτος και πολύ νωρίς μάλιστα. Προφανώς, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε δυνατότητα και φωτογράφος για να καταγράψει την παρέα των τριών, γι’ αυτό κάποιος, αρκετά χρόνια αργότερα, πήρε τις ατομικές φωτογραφίες τους, οι οποίες δεν είναι όλες την ίδια χρονική στιγμή τραβηγμένες, τις έδωσε σε έναν μερακλή καλλιτέχνη φωτογράφο, που τις ένωσε αναπλάθοντας ξανά την παρέα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1954. Νέοι του χωριού φωτογραφίζονται στο «Κουντρί του Μπλέτσου» με φόντο τη Βίγλα. Το «κουντρί», που ήταν ένας μεγάλος βράχος, βρίσκονταν πίσω από το σχολείο, στην άκρη του δρόμου και πάνω από το σπίτι του Κωνσταντίνου Μπλέτσου. Στα διαλείμματα οι μαθητές του δημοτικού σχολείου συνήθιζαν να παίζουν σ΄αυτό, ανεβοκατεβαίνοντας. Με τη διάνοιξη του αμαξωτού δρόμου, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, έπαψε να υπάρχει και να αποτελεί σημείο αναφοράς. Διακρίνονται οι (Πρώτη σειρά): Βασίλειος Ρόβας και Κωνσταντίνος Τσίτσας. (Δεύτερη σειρά): Γεώργιος Νταβαντζής, Χρήστος Σιόντης, Δημήτριος Λάζος (μπροστά), Παντελής Τσίτσας και Λεωνίδας Αγγέλης. (Τρίτη σειρά): Παντελής Παππάς, Παντελής Σιόντης και Ιωάννης Φλούδας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Λάζου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1954. Μια ομάδα συγχωριανών μας αποφάσισε να κάνει μια αυγουστιάτικη ημερήσια εκδρομή στο βουνό. Πάντα μια ανάβαση στα μεγαλοπρεπή και επιβλητικά Τζουμέρκα με τη μοναδική ομορφιά τους κρύβει πολλές εκπλήξεις και ιδιαίτερες συγκινήσεις, αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία που αξίζει κάποιος να ζήσει. Ξεκίνησαν λίγο πριν το χάραμα και μετά από τρίωρη κοπιαστική ανάβαση στις σκληροτράχηλες πλαγιές κάνουν μια στάση για ξεκούραση στη θέση Πορτίτσα, απολαμβάνοντας το ολόφρεσκο κολατσιό που τους πρόσφερε η τσελιγκοπούλα Βάγγιω, σύζυγος Γιάννη Στέργιου, την οποία συνάντησαν εκεί και τη βλέπουμε όρθια στη φωτογραφία. Μετά την ολιγόλεπτη στάση και αφού ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, θα συνεχίσουν ανηφορίζοντας στο φιδωτό μονοπάτι για να απολαύσουν την άγρια και ανέγγιχτη ομορφιά, που απλόχερα ο ορεινός όγκος των Τζουμέρκων προσφέρει. Ανεβαίνοντας ψηλότερα θα διασχίσουν οροπέδια, διάσελα, εντυπωσιακούς βράχινους σχηματισμούς και θα βρεθούν πιο κοντά στις ψηλές και απρόσιτες κορυφές, απ’ όπου θα απολαύσουν την εκπληκτική πανοραμική θέα αφήνοντας το βλέμμα τους να ταξιδέψει ως το Ιόνιο και τον Αμβρακικό. Η περιπέτεια της ανάβασης θα διακόπτεται από στάσεις σε στάνες των φιλόξενων συγχωριανών μας τσοπάνηδων και όταν ο ήλιος χαμηλώσει στο Ξηροβούνι θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής κουρασμένοι, αλλά γεμάτοι ενθουσιασμό από την χορταστική και αξέχαστη εμπειρία. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ευριπίδης Κουτσοσπύρος, Ναπολέων Νάσης, Δημήτριος Παππάς, Κων/νος Τζαδήμας και Ιωάννης Κοτελίδας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ευριπίδη Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1956. Δεκάξι όμορφα κορίτσια του χωριού μας, σαν μπουκέτο με λουλούδια στην ανοιξιάτικη φύση, στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, την Παρασκευή της Διακαινησίμου, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Μερικά από αυτά αποτελούσαν μια μόνιμη παρέα, η οποία απεικονίζεται σε φωτογραφίες και σε άλλες εκδηλώσεις, που εδώ, όμως, εμφανίζεται διευρυμένη με την είσοδο και άλλων κοριτσιών, που παραβρέθηκαν εκεί. Μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθούσε πανηγύρι στον χώρο μπροστά και αριστερά του μικρού ναού, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι προσκυνητές. Κατά τη διάρκειά του πολλοί απ’ αυτούς ξεχύνονταν στον περιβάλλοντα του μοναστηριού ειδυλλιακό χώρο, όπως τα κορίτσια της φωτογραφίας, που απλώνονται στο πράσινο χαλί της φύσης για να φωτογραφηθούν, ενώ δίπλα τους τα πολύχρωμα αγριολούλουδα συμπληρώνουν την ομορφιά τους. Διακρίνονται στην πρώτη σειρά, από αριστερά, οι: Βασιλική Στ. Παππά, Ιουλία (Λίτσα) Λύκου, Γεωργία Τσίτσα, Λευκοθέα Στ. Παππά και Αρετή Παππά. Στη δεύτερη σειρά, από αριστερά, οι: Σαββούλα Μακαβέλου, Ελευθερία Σιόντη, Ευαγγελία Τσιβόλα, Αθηνά Νταβαντζή, Ανδριάνα Τσίτσα, Αγγελική Τσιρώνη, Ιωάννα Νταβαντζή, Γιαννούλα Κοτελίδα, …, Ιουλία Μακαβέλου και Ειρήνη Παππά. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας (Λίτσας) Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1963. Νέοι του χωριού στη Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Απόστολος Λιάσκας, Ηλίας Σκανδάλης, Ευάγγελος Ρόβας, Μάρκος Πουρναράς και Βασίλειος Αγγέλης. (Καθιστοί) οι: Μιχαήλ Κουτσοσπύρος και Χρήστος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Η Μεγάλη Παρασκευή, η πιο έντονη συναισθηματικά ημέρα του χρόνου, γεμάτη μεγαλείο και λύπη, είναι η ημέρα του απόλυτου πένθους, με την κορύφωση του Θείου Δράματος, η ημέρα που ανταμώνουν η χαρμολύπη, το συναίσθημα και οι μνήμες, η ημέρα που αναβιώνουν εικόνες και θραύσματα εικόνων, ζωντανές θύμησες των παιδικών μας χρόνων. Ο στολισμός του Επιταφίου είναι ένα χαρακτηριστικό δρώμενο της ημέρας αυτής. Τα κορίτσια από νωρίς ξεχύνονται στις γειτονιές και μαζεύουν ποικιλόμορφα πολύχρωμα ανοιξιάτικα λουλούδια, για να στολίσουν τον Επιτάφιο όσο πιο όμορφα γίνεται. Ο στολισμός έχει ένα ιδιαίτερο εθιμοτυπικό και οι προσπάθειες για ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα είναι ευφάνταστες και κοπιώδεις. Στη φωτογραφία εικονίζονται νέοι και νέες από την Καλλονή, εικοσάχρονοι ή λίγο μεγαλύτεροι και μικρότεροι, δίπλα και δεξιότερα απ’ τον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά, μετά τον στολισμό του Επιταφίου, ο οποίος γινόταν στο χαγιάτι της εκκλησίας. Κάποιοι απ’ αυτούς κρατάνε στα χέρια τους ένα μικρό ευλογημένο λουλούδι, που περίσσεψε από τον στολισμό. Τα αγόρια φρόντισαν επιπλέον να εξασφαλίσουν και τα κλαδιά δάφνης, που έκοψαν από δάφνες, οι οποίες φύονται στον γκρεμό, στην Γκούρα. Ενώ η παράδοση επιβάλλει ο στολισμός να γίνεται μόνο από κορίτσια, στην Καλλονή ο στολισμός γινόταν από ανύπαντρα κορίτσια αλλά και από αγόρια, που, όμως, έπρεπε και αυτά να είναι ανύπαντρα. Το ίδιο ισχύει και σήμερα εκεί, αλλά τώρα οι λόγοι είναι και πρακτικοί, καθώς στα ερημωμένα χωριά μας δεν υπάρχουν πια αρκετά κορίτσια και έτσι βοηθάνε όλοι στον στολισμό, μικροί και μεγάλοι και ανεξάρτητα φύλου. Στη φωτογραφία διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι, οι: Ιωάννης Λιάκος, Ευαγγελία Σκανδάλη, Δημήτριος Παππάς, Στυλιανή Παπαχρίστου, Ιωάννης Κατσικογιώργος, Βασιλική Παππά, Βικτωρία Σκανδάλη και Χρήστος Σκανδάλης. Καθιστές οι: Αριστέα Λιάκου, Ναυσικά Παπαχρίστου και Λευκοθέα Παππά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Κατσικογιώργου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Η γνωριμία και οι σχέσεις των νέων στο διάβα των χρόνων έχει αλλάξει μορφές και κανόνες. Παλιότερα οι συνθήκες ήταν πιο περίπλοκες, καθώς το ερωτικό σκίρτημα ήταν καταπιεσμένο από τα αυστηρά ήθη του χωριού. Η συνάντηση δύο ανθρώπων διαφορετικού φύλου ενείχε σημαντικό βαθμό δυσκολίας, ο οποίος δεν υφίσταται σήμερα, που όλα είναι πιο χαλαρά, αλλά, ίσως, πιο ασταθή. Οι γυναίκες ήταν περιορισμένες στα σπίτια και έβγαιναν από αυτά για να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις και γιορτές. Έτσι, στα πανηγύρια, όπου συμμετείχαν κι αυτές, δινόταν η ευκαιρία στους νέους να προσέξουν ο ένας τον άλλον, να ανταλλάξουν φευγαλέες κλεφτές ματιές ή λίγες λέξεις με υπονοούμενα και υποσχέσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο ο ρόλος των πανηγυριών, πέρα από τη λατρεία προς τον τοπικό άγιο, τον εορτασμό της μνήμης του και την έκφραση της θρησκευτικότητας των κατοίκων, ήταν σημαντικός την εποχή εκείνη στην επαφή και τη γνωριμία των νέων, οι οποίοι τα περίμεναν με μεγάλη προσμονή. Στη φωτογραφία διακρίνονται δύο νέοι, την ημέρα της γιορτής της Ζωοδόχου Πηγής, στην Ευαγγελίστρια, όπου τότε, μετά τη Θεία Λειτουργία, γινόταν πανηγύρι. Βρίσκονται στη λάκα, αριστερά από το μοναστήρι, και όπως παρατηρούμε ο νέος πολιορκεί την καλλίγραμμη νεαρή. Οι κινήσεις και η γλώσσα τού σώματός του φανερώνουν μία άνεση στην προσέγγιση και διακριτικότητα ταυτόχρονα, καθώς παρατηρούμε ότι δεν πλησιάζει πολύ κοντά για να μην γίνει πιεστικός και ενοχλητικός, αλλά τηρεί την απόσταση ασφαλείας που, όμως, φανερώνει και αποφασιστικότητα. Η όμορφη νεαρή με μία κίνηση απομάκρυνσης περισσότερο προσπαθεί να προφυλαχτεί από τα κακόβουλα βλέμματα και όχι να αποφύγει την προσέγγιση του νεαρού, που μάλλον την επιθυμεί. Ο φωτογράφος, Δημήτριος Αγγέλης, εντοπίζει τη σκηνή και αστραπιαία αλλά διακριτικά την καταγράφει με τον φωτογραφικό του φακό. Πίσω από το ζευγάρι κινείται προς τα αριστερά η Ελένη Θεοδωρή, κάποιοι άλλοι δεν έχουν αντιληφθεί το γεγονός, ενώ η κυρία δεξιά παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη δράση του φωτογράφου. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό το φλερτ οδήγησε τους δύο νέους σε κάποιο κρυφό ειδύλλιο και σχέση, είναι σίγουρο, όμως, ότι δεν ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Όπως παρατηρείτε, καλύψαμε τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, γιατί ο σκοπός μας δεν είναι το κουτσομπολιό, αλλά η καταγραφή του γεγονότος, που είναι ενδεικτικό της εποχής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Νέες του χωριού κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στο Παλαιοχώρι, την ημέρα του εορτασμού της μνήμης της και του πανηγυριού που γίνονταν εκεί κάθε χρόνο στις 17 Ιουλίου. Τα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι την δεκαετία του ‘70 γίνονταν μικρά ή μεγάλα πανηγύρια, με ορχήστρα, χορό και καφενεία που πρόσφεραν ποτά, σχεδόν σε όλες τις εκκλησίες και τα εξωκκλήσια του χωριού ανήμερα της εορτής του αγίου/ας. Διακρίνονται οι (Όρθιες): Φεβρωνία Γαλαζούλα, Αλίκη Καραμπούλα και Βασιλική Κατσικογιώργου. (Καθιστές): Μαρία Τσίτσα, Κωνσταντίνα Τσιβόλα, Ευαγγελία Μούτου, Χαρίκλεια Θεοδωρή και Ανθή Τσιβόλα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Νεαροί συγχωριανοί μας, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το χιόνι έφτασε ως το κέντρο του χωριού, παίζουν χιονοπόλεμο στο κάτω μέρος της πλατείας, μπροστά από το σπίτι και παντοπωλείο του Αριστείδη Τσιρώνη, στο πρανές που δημιουργήθηκε από τον σωρό των χωμάτων που μεταφέρθηκαν εκεί μετά τη διαμόρφωση της πλατείας. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Βασίλειος Παππάς, Γεώργιος Τσιούνης (μπροστά), Κων/νος Σχαλέκης (πίσω), Παντελής Μακαβέλος, Κων/νος Κοτελίδας (πίσω), Ιωάννης Καραμπούλας και Χρήστος Σχαλέκης (πίσω). Στο τέλος του 1968 και στις αρχές του 1969 έγινε η ηλεκτροδότηση του χωριού. Ο Γεώργιος Τσιούνης, που εμφανίζεται στη φωτογραφία και ο αδερφός του Νικηφόρος, που φωτογραφίζει, ήταν συγχωριανοί μας, ζούσαν στο Αγρίνιο και ασκούσαν το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου. Ήρθαν στο χωριό και με τη βοήθεια του Κων/νου Σχαλέκη αλλά και άλλων συγχωριανών μας, έκαναν τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις σε σπίτια του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Παππά) Κείμενο:Γιάννης Καραμπούλας
1972. Νέοι του χωριού στο καφενείο του Γιώργου Καραμπούλα. Διακρίνονται (από αριστερά): Κώστας Παπαδάς, Κώστας Κουτσοπάνος, Γιάννης Σχαλέκης, Παύλος Κουτσοπάνος, Παντελής Πουρναράς, Βασίλης Κουτσοπάνος, Γιάννης Τσιβόλας, Λευτέρης Ντζιαδήμας, Γιώργος Σχαλέκης και Χρήστος Κοτελίδας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1974. Κατά την επιστράτευση του Ιουλίου του 1974 αρκετοί συγχωριανοί μας ξαναντύθηκαν στο χακί. Παρέμειναν για ενάμιση μήνα περίπου σε πρόχειρο στρατόπεδο με σκηνές, σε μια περιοχή ανάμεσα στα Δολιανά και τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, μέχρι το τέλος της επιστράτευσης. Εδώ, μερικοί απ’ αυτούς, φωτογραφίζονται μαζί με επισκέπτες από το χωριό. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Αναστάσιος Καραλής, Γεώργιος Καραλής, Δημοσθένης Τσιρώνης (πίσω), Ανδρέας Καραλής, Κωνσταντίνος Σχαλέκης, Ευάγγελος Πλίτσας, Αναστάσιος Σακκάς και Ιωάννης Μπάκας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Σακκά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1974. Η ποδοσφαιρική ομάδα Άραχθος, που ιδρύθηκε το 1970 και αποτελούνταν, κυρίως, από νέους του χωριού. Για μια δεκαετία διακρίθηκε και είχε εξαιρετικές επιδόσεις σε διάφορα τοπικά πρωταθλήματα της Αττικής. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι): Ιωάννης Μπλέτσος, Γεώργιος Σκαριώτης, Ιωάννης Σχαλέκης, Μιχαήλ Κουτσοσπύρος (προπονητής), Δημήτριος Παπαποστόλου, Δημήτριος Σκανδάλης, Φίλιππος Τσιούνης, Απόστολος Λιάσκας. (Καθιστοί): Χρήστος Κοτελίδας, Γεώργιος Φασιάνης, Σωτήριος Δημόπουλος, Παντελής Καραλής, Παναγιώτης Σούσος, Κων/νος Κωστούλας, Γεώργιος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Μπλέτσου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1981. Νέοι του χωριού στη Βίγλα. Όρθιοι (από αριστερά) οι: Ιωάννης Καραμπούλας, Παύλος Λύκος, Κων/νος Καραμπούλας, Γεώργιος Τζούμας, Ευάγγελος Μακαβέλος, Ηλιάνα Νίκου, Βαΐτσα Καραμπούλα. Καθισμένες στην κούνια οι: Βάγια Γαλαζούλα, Ιωάννα Νίκου και Ελένη Μακαβέλου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1951. Νέοι του χωριού (γεννηθέντες το 1931) συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Κυψέλης Άρτας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να «περάσουν περιοδεύον». Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Οδυσσέας Αλπογιάννης, Χρήστος Παππάς, Γεώργιος Λιάκος, Ιωάννης Τριαντούλης και Νικόλαος Σκανδάλης. (Καθιστοί) οι: Δημήτριος Λιάκος, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Τιμολέων Παππάς και Γεώργιος Ντζιαδήμας. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Μαίρης Παππά) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1953. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από το Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα φωτογραφίζονται λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι): Δημήτριος Κουτσοσπύρος, Κων/νος Κατσικογιώργος, Δημοσθένης Λύκος, Αριστοτέλης Παππάς, Νικόλαος Σκανδάλης, Νικόλαος Τόσκας, Αλέκος Αλπογιάννης, Αλκιβιάδης Μπλέτσος, Ευριπίδης Κουτσοσπύρος, Ιωάννης Μακαβέλος, Βασίλειος Παππάς, Γεώργιος Καραλής, Ιωάννης Ντζιαδήμας. (Καθιστοί): Ευάγγελος Πλίτσας, Ιωάννης Παππάς, Αχιλλέας Παππάς, Χρήστος Σιώζιος, Κων/νος Πουρναράς, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Βησσαρίων Νταβαντζής, Κων/νος Νταλακούρας, Κων/νος Παππάς, Δημήτριος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά και Αλκιβιάδη Μπλέτσου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1954. Νέοι του χωριού (γεννηθέντες το 1933) συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται λίγο πριν μεταβούν στο Στρατολογικό Γραφείο Άρτας, για να “περάσουν περιοδεύον”. Παρατηρώντας αντίστοιχες φωτογραφίες διαπιστώσαμε ότι κάθε χρόνο που οι νέοι πήγαιναν στην Άρτα για τον σκοπό αυτό, ολόκληρη τη δεκαετία του 1960, συνοδεύονταν από τον Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, ο οποίος ήταν γνώστης της διαδικασίας και έτσι τους καθοδηγούσε και, επίσης, συνήθιζαν να ποζάρουν όλοι μαζί στον φωτογραφικό φακό για μια αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Κων/νος Τσίτσας, Χρήστος Παππάς, Χαρίλαος Ντζιαδήμας, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Γεώργιος Βασιλείου, Κων/νος Σχαλέκης, Ευάγγελος Μακαβέλος (;). (Καθιστοί) οι: Βασίλειος Σκανδάλης, Παντελής Λύκος (;), Ιωάννης Νταβαντζής, Δημήτριος Κατσικογιώργος και Κων/νος Πουρναράς, που βρέθηκε τυχαία εκεί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1955. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από το Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται μπροστά από την Παρηγορήτισσα, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Χρήστος Στεργίου, Βασίλειος Κουτσοσπύρος, Βασίλειος Παπάς, Κων/νος Τσιβόλας, Νικόλαος Τόσκας, Ιωάννης Παπάς, Βασίλειος Νταβαντζής, Παναγιώτης Καραμπούλας και Κων/νος Λύκος. (Καθιστοί): Κων/νος Σιώζιος, Αντώνιος Μπαλάφας, Αντώνιος Μακαβέλος, Βασίλειος Κατσικογιώργος, Γρηγόριος Λιάκος και Βασίλειος Σιώζιος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1957. Νέοι του χωριού (γεννηθέντες το 1936 και 1937) συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται μπροστά από την Παρηγορήτισσα, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να «περάσουν περιοδεύον». Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Νικόλαος Κουτσοσπύρος, Ιωάννης Λιάκος, Γεώγιος Παπαγεωργίου, Ευάγγελος Μακαβέλος, Κων/νος Τσιβόλας, Ιωάννης Βαγενάς, δεν αναγνωρίζεται, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Στέφανος Κουτσοσπύρος, Γεώργιος Νταβαντζής, Αντώνιος Μπλέτσος, Ευάγγελος Κατσάνος, Γεώργιος Αγγέλης, Βασίλειος Παπαϊωάννου, Νικόλαος Τσιρώνης, Γεώργιος Κουτσοσπύρος και Απόστολος Κατσικογιώργος. (Καθιστοί) οι: Κων/νος Σχαλέκης, Δημήτριος Σχαλέκης, Γεώργιος Τσίτσας, Ευάγγελος Λύκος, Κων/νος Κουτσοσπύρος, Επαμεινώνδας Σιόντης, Λάμπρος Παππάς και Γεώργιος Ψυχογιός (ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του και βρέθηκε τυχαία εκεί). Ο νεαρός δεν αναγνωρίζεται. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1958. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από τον γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Αλέκος Βαγενάς, Αχιλλέας Λύκος, Δημοσθένης Παπαϊωάννου, Νικόλαος Χουλιάρας, Χρήστος Πουρναράς, Ιωάννης Κουτσοσπύρος, Ιωάννης Πουρναράς, Νικόλαος Τόσκας, Χρήστος Τζούμας, Χρήστος Νταβαντζής, Παντελής Σιόντης, Παντελής Τσίτσας, Βασίλειος Τσίτσας, Δημοσθένης Τσίτσας, Κων/νος Στεργίου, Χρήστος Σακκάς, Χρήστος Καραλής, Βασίλειος Τσίτσας. (Καθιστοί) οι: Δημοσθένης Σχαλέκης, Ευριπίδης Μπαλάφας, Ιωάννης Νταβαντζής, Ελευθέριος Τσιβόλας, Παντελής Μούτος, Δημήτριος Πλίτσας (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Σακκά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται μπροστά από την Παρηγορήτισσα, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Ιωάννης Κοτελίδας, Κων/νος Παππάς, Γεώργιος Γαλαζούλας, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Γεώργιος Μπαλάφας, Δημήτριος Λάζος, Παναγιώτης Μπάκας, Βασίλειος Κραμπής. (Καθιστοί) οι: Κων/νος Παππάς, Δημήτριος Μακαβέλος και Γεώργιος Πεταλάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Λάζου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Γάμος του Παναγιώτη Καραμπούλα και της Αγλαΐας Μπαλάφα. Ο γαμπρός, ακολουθούμενος από τους καλεσμένους, φεύγει έφιππος από το πατρικό του σπίτι στη Βίγλα με προορισμό το σπίτι της νύφης. Εδώ διακρίνεται έτοιμος να ξεπεζέψει, αφού έχει ήδη φτάσει. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το έθιμο, ο πεθερός (Γεώργιος Μπαλάφας) αφού τον καλωσορίσει, θα του προσφέρει πετσέτα που θα την ρίξει στον ώμο του και ένα ποτήρι με κρασί, μέσα στο οποίο υπήρχε χρυσή λίρα. Ο γαμπρός θα πιει λίγο από το κρασί, θα βγάλει τη λίρα και το υπόλοιπο κρασί θα το χύσει προς τα πίσω. Παράλληλα θα κεραστούν και όλοι όσοι ακολουθούν τον γαμπρό. Μετά τα δύο συμπεθεριά θα κατευθυνθούν προς την εκκλησία στην πλατεία του χωριού, όπου θα γίνουν τα στέφανα. Στη φωτογραφία διακρίνονται επίσης ο αδελφός του γαμπρού Νικόλαος Καραμπούλας (αριστερά) και ο Γεώργιος Σιόντης (δεξιά), ο οποίος ήταν αγωγιάτης και διέθετε τα ζώα του (άλογα και μουλάρια) στους γάμους, στους οποίους τότε ο γαμπρός, η νύφη, ο κουμπάρος και οι στενοί συγγενείς μετακινούνταν έφιπποι. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Η τελετή του γάμου στον Άγιο Νικόλαο. Διακρίνονται από αριστερά οι: Χρήστος Καραμπούλας, Βασιλική Καραμπούλα, Ελένη Θεοδωρή, Παναγιώτης Καραμπούλας, Ειρήνη Παππά, Αγλαΐα Μπαλάφα, Κωνσταντινιά Ρόβα (μπροστά), Κωνσταντίνα Τσίτσα (πίσω), Ελένη Τσίτσα. Στη συνέχεια επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι του γαμπρού στη Βίγλα, όπου προσφέρεται φαγητό σε όλους και ακολουθεί γλέντι μέχρι το πρωί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Την επομένη (Δευτέρα) το βράδυ γίνονται, όπως προέβλεπε το έθιμο, τα ’π’στρόφια, δηλ. η επιστροφή της νύφης και του γαμπρού στο πατρικό σπίτι της νύφης, στο σπίτι του Γεωργίου Μπαλάφα. Έτσι δινόταν η ευκαιρία στον πατέρα της νύφης να ανταποδώσει στην οικογένεια του γαμπρού το γαμήλιο τραπέζι που έγινε την Κυριακή το βράδυ μετά το γάμο στο σπίτι του γαμπρού. Στη συνάντηση αυτή προσφέρονταν φαγητό σε όλους, το οποίο είχε μαγειρευτεί σε καζάνια, γίνονταν συζητήσεις και γνωρίζονταν καλύτερα οι δύο οικογένειες. Αν υπήρχε γραμμόφωνο ή οργανοπαίχτες ακολουθούσε χορός και γλέντι. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι παρευρεθέντες (συγγενείς και φίλοι των νεόνυμφων) και οι οργανοπαίχτες, που φωτογραφίζονται την επομένη (Τρίτη) το πρωί μετά το ολονύχτιο γλέντι δίπλα από το σπίτι του Γεωργίου Μπαλάφα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1963. Γάμος του Χρήστου Καραμπούλα με την Αγγελική Τσιρώνη. Τα συμπεθεριά του γαμπρού και της νύφης βαδίζουν προς την πλατεία και βρίσκονται λίγο πριν από το σχολείο, στο Κουντρί του Μπλέτσου.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Ο Γεώργιος Παπαγεωργίου (γαμπρός) και η αδελφή του Σοφία Κουτσοσπύρου (η μετέπειτα πρεσβυτέρα) φτιάχνουν την μπουγάτσα (κουλούρα της νύφης), την οποία, σύμφωνα με το έθιμο, θα προσφέρουν στη νύφη. Η μπουγάτσα παρασκευαζόταν την Πέμπτη, 3 ημέρες πριν τον γάμο, που κατά κανόνα γινόταν την Κυριακή. Για την παρασκευή της χρησιμοποιούσαν αλεύρι, μαγιά, νερό, ζάχαρη και αυγά και αφού τα ζύμωναν τοποθετούσαν το ζυμάρι στο ταψί. Στη συνέχεια έφτιαχναν τα κεντίδια από ζυμάρι, χωρίς μαγιά, για να μη φουσκώνουν και τα τοποθετούσαν στο πάνω μέρος της μπουγάτσας. Τα κεντίδια τα έφτιαχναν με το χέρι και με τη βοήθεια ενός ψαλιδιού τους έδιναν την τελική μορφή. Παρίσταναν κυρίως κληματαριές με φύλλα και σταφύλια, πουλιά, λουλούδια, φρούτα και άλλα σχέδια με τα οποία κάλυπταν όλη την επιφάνεια με μεγάλη ακρίβεια και εξαιρετική τεχνική. Όλα όσα απεικονίζονταν είχαν τη σημασία τους. Τα πουλιά συμβόλιζαν τα παιδιά που θα γεννηθούν στη νέα οικογένεια, τα σταφύλια την παραγωγικότητα, τα φρούτα την ευημερία και τα λουλούδια τον ανθόσπαρτο βίο των νεονύμφων. Σε διάφορα σημεία τοποθετούσαν ολόκληρα καρύδια, τα οποία τα έβγαζαν μετά το ψήσιμο και στη θέση τους έβαζαν κουφέτα. Αμέσως μετά με ένα μικρό πινέλο περνούσαν μέλι για να γυαλίζει το πάνω μέρος της μπουγάτσας με τα κεντίδια, να γίνεται πιο γλυκιά και να κολλάνε και τα κουφέτα. Στη συνέχεια την τοποθετούσαν σε μια κάνιστρα στολισμένη με ένα όμορφο κεντημένο πανί και με ένα παρόμοιο τη σκέπαζαν. Την Παρασκευή ο αδερφός του γαμπρού ή κάποιος ξάδερφος, αν δεν υπήρχε αδερφός, μαζί με κάποια γυναίκα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να της προσφέρουν την κουλούρα και τα παπούτσια της και να πάρουν τα προικιά. Η νύφη τους περίμενε στην πόρτα, φιλούσε το χέρι του κουνιάδου της, έδινε ένα συμβολικό ποσό σ’ αυτόν που της πρόσφερε τα παπούτσια και έπαιρνε την μπουγάτσα. Κατόπιν έμπαιναν όλοι στο σπίτι, όπου τους κέρναγε η νύφη και ακολουθούσε τραπέζι. Αν έπαιρναν εκείνη την ημέρα τα προικιά της, ήταν μαζί και οι αγωγιάτες που θα τα φόρτωναν στα ζώα τους για να τα μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Αν τα προικιά ήταν πολλά τα έπαιρναν την ημέρα του γάμου, για να τα δουν οι καλεσμένοι και όλο το χωριό και έτσι αποδεικνυόταν πόσο χρυσοχέρα και προκομμένη ήταν η νύφη. Την ημέρα του γάμου αρκετοί από τους καλεσμένους έφερναν και αυτοί μπουγάτσες από τις οποίες μοίραζαν από ένα κομμάτι σε όλους όσοι παρευρίσκονταν. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Σοφίας Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Γάμος του Κων/νου Γ. Παππά με την Χριστίνα Τριάντου. Στη φωτογραφία βλέπουμε το ξύρισμα του γαμπρού, που γινόταν μετά το μεσημεριανό φαγητό στην αυλή του σπιτιού. Ο γαμπρός, που έπρεπε να είναι αξύριστος, καθόταν σε μια καρέκλα, κρατώντας έναν δίσκο στα χέρια του. Την πρώτη ξυραφιά την έκανε ο κουμπάρος και έπειτα συνέχιζε ένας φίλος του το μπερμπέρισμα. Εδώ τον γαμπρό ξυρίζει ο Δημήτριος Κατσικογιώργος (Μήτσος Κωσταντούλας), που ήταν κουρέας και περιπτεράς στην Καλλονή. Την ώρα εκείνη, αν υπήρχαν οργανοπαίχτες, έλεγαν το τραγούδι: “Ξουράφια από τα Γιάννενα” και αν δεν υπήρχαν το τραγουδούσαν οι καλεσμένοι. Πολλές φορές ο κουρέας καθυστερούσε το ξύρισμα σκόπιμα και με διάφορες δικαιολογίες για να μαζευτούν περισσότερα χρήματα. Στην αρχή οι γονείς τού γαμπρού, μετά τα αδέρφια και οι πολύ στενοί συγγενείς και στη συνέχεια όλοι οι καλεσμένοι περνούσαν από μπροστά του και του εύχονταν “καλά στέφανα”. Παράλληλα, κρατώντας ένα νόμισμα στο χέρι έκαναν το σημείο του σταυρού, τρεις φορές, στο μέτωπό του και άφηναν το νόμισμα στον δίσκο. Στη φωτογραφία διακρίνεται ο Λάμπρος Καλλιακάτσος που προβαίνει στην κίνηση αυτή. Κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος έριχναν απανωτές τουφεκιές στον αέρα, σε ένδειξη χαράς και για να ειδοποιήσουν τη νύφη να ετοιμάζεται, ενώ οι καλεσμένοι χόρευαν και κάποιος από το σπίτι αναλάμβανε να σερβίρει ποτά στους καλεσμένους. Βλέπουμε στη φωτογραφία και το ποτήρι του γαμπρού, μέσα στον δίσκο. Πίσω διακρίνεται ο θείος του, Νικόλαος Σιόντης, από τον Άγιο Γεώργιο.(Από το φωτογραφικό αρχείο του Γεωργίου Κ. Παππά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Οι καλεσμένοι στον γάμο επιβιβασμένοι στο φορτηγό του Αθανασίου Παππά και στο λεωφορείο του αδερφού του Αλέκου Παππά, που ήταν ξαδέρφια του γαμπρού, λίγο πριν ξεκινήσουν για την Ανεμορράχη, όπου θα τελεστεί ο γάμος με τη Χριστίνα Τριάντου, που καταγόταν και διέμεινε εκεί. Βρίσκονται κοντά στο σπίτι του γαμπρού, στην περιοχή Μιρίλα, στον δρόμο για Ναζαίους. Στο βάθος διακρίνεται η Κυψέλη και πίσω αχνοφαίνονται τα χιονισμένα Τζουμέρκα. Σε πρώτο πλάνο η Βασιλική Φλούδα, που ακουμπάει στο φτερό του φορτηγού και στο σκαλάκι του ο Δημήτριος Κατσικογιώργος, ο οποίος κρατάει στο χέρι του την τσάντα με τα σύνεργα για το ξύρισμα του γαμπρού, που προηγήθηκε. Από αυτούς που βρίσκονται πάνω στην καρότσα του φορτηγού, αναφέρουμε, με επιφύλαξη, τα ονόματα των καλεσμένων που καταφέραμε να αναγνωρίσουμε. Πρόκειται για τους: Γεώργιο Κ. Κατσικογιώργο (στο κέντρο), Αχιλλέα Παππά (;), Δημήτριο Γεωργακογιάννη (πίσω αριστερά), Βασίλειο Σκανδάλη (;) (λίγο δεξιότερα), Βασίλειο Ι. Κατσικογιώργο (πίσω στη μέση) και Βασίλειο Κ. Κατσικογιώργο (πίσω δεξιά). Αριστερά και πίσω από τα δύο αυτοκίνητα διακρίνεται λίγο το παλιότερο 16/θέσιο λεωφορείο του Αλέκου Παππά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γεωργίου Μ. Φλούδα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Η τελετή της στέψης, που έγινε από τον παπα-Καράμπαλη, την Πρωτοχρονιά, στον ναό της Αγίας Τριάδας στην Ανεμορράχη, στο χωριό της νύφης. Βλέπουμε, στο κέντρο της φωτογραφίας, τον γαμπρό και τη νύφη, στους ώμους των οποίων βρίσκεται απλωμένο το χαρακτηριστικό ύφασμα, επτά με οκτώ πήχεων, το στεφανοσκέπασμα. Αυτό είναι άραφο φόρεμα, δώρο του κουμπάρου, το οποίο προορίζεται για φόρεμα της νύφης. Το προσκομίζουν στην εκκλησία πριν από το μυστήριο, σ’ έναν δίσκο μαζί με τα στέφανα του γάμου, τις νυφικές λαμπάδες, τα κουφέτα και το ρύζι. Μετά το άλλαγμα των στεφάνων ο κουμπάρος το απλώνει και σκεπάζει τους ώμους του ζευγαριού και το μεγαλύτερο τμήμα από τα σώματά τους. Μ’ αυτό στην πλάτη τους χορεύουν τον χορό του Ησαΐα. Το τύλιγμα αυτό των σωμάτων δηλώνει τον στενό δεσμό και την ένωση του ζεύγους υπό τη σκέπη της εκκλησίας. Ο φωτογράφος κατέγραψε τη στιγμή που η νονά του γαμπρού και κουμπάρα, Σταυρούλα Σιόντη, τοποθετεί το στεφανοσκέπασμα στις πλάτες των δύο νέων. Αριστερά διακρίνονται οι αδερφές του γαμπρού: Ελευθερία Γράδου (με το άσπρο παλτό) και Ιωάννα Λαγού (φαίνεται λίγο το πρόσωπό της). Πίσω και αριστερά από τον πατέρα του γαμπρού στέκεται ο ξάδερφος της νύφης, Κων/νος Ντάλας, από το Δίστρατο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γεωργίου Κ. Παππά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967.Αναμνηστική φωτογραφία μετά την τελετή στο προαύλιο της εκκλησίας. Διακρίνεται στο κέντρο της φωτογραφίας το νιόπαντρο ζευγάρι και πίσω αριστερά ο πατέρας του γαμπρού Γεώργιος Παππάς. Δίπλα του στέκεται η κουμπάρα Σταυρούλα Σιόντη, που κρατάει το χέρι του γαμπρού. Δεξιά απ’ τη νύφη βλέπουμε τη μητέρα της, Βασιλική Τριάντου. Παρανυφάκι είναι η μικρή Νίκη Τριάντου, ανηψιά της νύφης από τον αδερφό της Κων/νο Τριάντο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γεωργίου Κ. Παππά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Γάμος Χρήστου Μακαβέλου με την Ελένη Μπαλάφα. Μετά την τελετή οι νεόνυμφοι, έφιπποι, κατευθύνονται προς το σπίτι του γαμπρού. Τη στιγμή της φωτογράφισης βρίσκονται στο σημείο που είναι σήμερα το Mini Market.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Γάμος Νικολάου Λαγού και Γεωργίας Σκανδάλη. Ο γαμπρός (3ος έφιππος) με τους καλεσμένους στον δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο, όπου βρισκόταν το σπίτι της νύφης. Εδώ φωτογραφίζονται πάνω από τον μύλο του Σιόντη. Διακρίνονται οι: Χρυσάνθη Λαγού, Παναγιώτης Λαγός (αδερφός του γαμπρού) και πίσω τους Βασιλική Κατσικογιώργου(;), Ελένη Καραλή, Ευαγγελία Λαγού (μητέρα του γαμπρού), Ελευθερία Κοτελίδα (δεξιά), Αθανάσιος Λαγός (κουμπάρος), Χρήστος Λαγός, Αντώνιος Μπαλάφας, Νικόλαος Λαγός (γαμπρός) και Βασιλική Λαγού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Λαγού)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Η Γεωργία Σκανδάλη και οι καλεσμένοι κατηφορίζουν από τον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου με προορισμό την πλατεία του χωριού. Θα χρειαστεί να περπατήσουν περίπου 40 λεπτά. Αριστερά ο Ιωάννης Σκανδάλης (πατέρας), δεξιά ο Ελευθέριος Σκανδάλης (αδερφός) και μπροστά η Σαββούλα Σκανδάλη (μητέρα). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Λαγού)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Οι νεόνυμφοι με τους στενούς συγγενείς φωτογραφίζονται στην πλατεία, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μετά την τελετή του γάμου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Λαγού)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Γάμος Νικολάου Καραμπούλα και Έλλης Βάγγη. Ανάπιασμα των προζυμιών την Τετάρτη το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού με καλεσμένους τους πιο κοντινούς συγγενείς και γείτονες. Τρία μικρά παιδιά και των δύο φύλων, για να αποκτήσει το ζευγάρι και αγόρι και κορίτσι, κοσκινίζουν με τη σίτα το αλεύρι και οι καλεσμένοι ρίχνουν κέρματα στο σκαφίδι με το κοσκινισμένο αλεύρι. Διακρίνονται οι: Γεώργιος Καραμπούλας (πατέρας του γαμπρού), Ευαγγελία Μούτου, Ιωάννης Καραμπούλας (αδερφός του γαμπρού), Γεώργιος Αγγέλης, Νικόλαος Καραμπούλας, Χριστίνα Καραμπούλα (μητέρα του γαμπρού) και Κων/να Τσίτσα (αδερφή του γαμπρού). Κοσκινίζουν τα παιδιά: Δήμητρα Τσίτσα, Ευάγγελος Καραλής και Γεώργιος Τσίτσας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Μόλις τελειώσει το κοσκίνισμα αλευρώνουν στο κεφάλι τον γαμπρό και του εύχονται «να ασπρίσει και να γεράσει». Τα παιδιά ψάχνουν μέσα στο αλεύρι για να βρουν τα κέρματα. Στην προσπάθειά τους αυτή μπορεί να αλευρωθούν και αυτά. Στη συνέχεια ρίχνουν νερό στο αλεύρι και ζυμώνουν. Με το ζυμάρι αυτό θα γίνει η κουλούρα της νύφης η οποία θα παραδοθεί την Παρασκευή. Η κουλούρα είχε στο πάνω μέρος κεντίδια από το ίδιο το ζυμάρι, που τα έφτιαχναν κορίτσια των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς. Το ανάπιασμα των προζυμιών γίνονταν και στο σπίτι της νύφης. Στη φωτογραφία βλέπουμε τους: Ευαγγελία Μούτου, Γεώργιο Αγγέλη, Ιωάννη Καραμπούλα, Χρήστο ή Γεώργιο Πουρναρά, Νικόλαο Καραμπούλα, Χριστίνα Καραμπούλα, Δημήτριο Καραμπούλα και Κων/να Τσίτσα. Σε πρώτο πλάνο τα παιδιά: Δήμητρα Τσίτσα, Ευάγγελος Καραλής και Γεώργιος Τσίτσας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Αρκετές ώρες πριν τον γάμο γίνεται το ξύρισμα του γαμπρού. Οι οργανοπαίχτες και όλοι οι καλεσμένοι τραγουδούν: «Σήμερα ο νιος ξυρίζεται, σήμερα μπιρμπιρίζεται, ξουράφια από τα Γιάννενα κι ακόνια από τα Τρίκαλα…». Με την πρώτη ξυραφιά ο νονός σταυρώνει τον γαμπρό με κέρμα, τον ασπάζεται και του εύχεται «καλά στέφανα» ή «η ώρα η καλή». Ακολουθούν οι γονείς και όλοι οι καλεσμένοι. Τα χρήματα (κέρματα και χαρτονομίσματα) αφήνονται στον δίσκο που κρατάει ο γαμπρός. Κάποια από αυτά θα τα δώσει στον μπαρμπέρη και στους οργανοπαίχτες. Την ίδια στιγμή κάποιοι από τους καλεσμένους πυροβολούν στον αέρα. Εδώ ο Κων/νος Παπαΐωάννου ξυρίζει τον γαμπρό. Η μητέρα του Χριστίνα Καραμπούλα τον σταυρώνει με το κέρμα και ακολουθεί μια άλλη καλεσμένη με το κέρμα στο χέρι και αυτή. Παρατηρούν οι: Ευάγγελος Γαλαζούλας και Παντελής Πουρναράς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Το συμπεθεριό του γαμπρού στον δρόμο προς την Ομαλή Βουργαρελίου, όπου βρίσκεται το σπίτι της νύφης. Προηγούνται οι οργανοπαίχτες Χρήστος Ψυχογιός (βιολί), Βασίλειος Σπύρος (κιθάρα-τραγούδι) και Θεόδωρος Γεωργίου (κλαρίνο) και ακολουθούν έφιπποι ο γαμπρός, η νονά (Πολυξένη Ψυχογιού) που θα στεφανώσει το ζευγάρι, οι γονείς, οι κοντινοί συγγενείς και οι υπόλοιποι καλεσμένοι πεζοί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Ο συχαρικιάρης Δημήτριος Καραμπούλας (αδερφός του γαμπρού) με την ανθοδέσμη της νύφης στο χέρι. Ο συχαρικιάρης προηγείται του γαμπρού και των καλεσμένων και φτάνει πρώτος στο σπίτι της νύφης, όπου της προσφέρει την ανθοδέσμη και αναγγέλλει τον ερχομό του συμπεθεριού για να την πάρουν για την εκκλησία. Η νύφη τού βάζει μια πετσέτα στην πλάτη και του προσφέρει ένα μπουκάλι με τσίπουρο ή ούζο και ποτήρι. Στη συνέχεια επιστρέφει καλπάζοντας στο συμπεθεριό του γαμπρού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Η τελετή του γάμου στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο σπίτι της νύφης, στην περιοχή Ομαλή Βουργαρελίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Αναμνηστική φωτογραφία του ζευγαριού με τους στενούς συγγενείς στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Στη συνέχεια θα κατευθυνθούν στην Κυψέλη, όπου θα ακολουθήσει ολονύχτιο γλέντι στο καφενείο του γαμπρού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1950. Η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου από την Ανεμορράχη ως την Καλλονή έγινε με χειρωνακτική εργασία, όπως έγιναν οι περισσότεροι επαρχιακοί δρόμοι την εποχή εκείνη. Στα συνεργεία που δούλεψαν συμμετείχαν πολλοί από τους συγχωριανούς μας, άνδρες και γυναίκες, γιατί παρ’ ότι ήταν δύσκολη η εργασία απέφερε ένα σταθερό εισόδημα. Στο κάθε συνεργείο υπήρχε ένας επιστάτης που επέβλεπε τις εργασίες, ένας σημειωτής που κατέγραφε τα μεροκάματα, οι εργάτες και οι εργάτριες. Επιστάτες από το χωριό μας ήταν οι: Ελευθέριος Τσιρώνης, Γεώργιος Τσιρώνης, Γεώργιος Νταβαντζής κ.ά. Οι άντρες έσκαβαν με κασμάδες και οι γυναίκες πετούσαν τα χώματα με τα φτυάρια. Το μεροκάματο ήταν 11 δραχμές για τους άντρες και 7 δραχμές για τις γυναίκες. Η διάνοιξη του δρόμου διήρκησε περίπου δύο χρόνια. Τα συγκεκριμένα συνεργεία δούλεψαν μέχρι που ο δρόμος έφτασε στην Γκούρα τη Ραμιώτικη. Για τη συνέχεια της διάνοιξης δούλεψαν εργάτες από τα χωριά που θα διέρχονταν ο δρόμος (Ράμια, Λεπιανά, Μικροσπηλιά κλπ). Ο δρόμος από το Σέλωμα ως την Καριά έγινε αργότερα. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι γυναίκες με τα φτυάρια καθώς και ο σημειωτής του συγκεκριμένου συνεργείου Χρήστος Τριάντος από την Ανεμορράχη (2ος από αριστερά). Καταφέραμε να αναγνωρίσουμε τις (από δεξιά): Αντωνία Κουτσοπάνου (1η), Αφροδίτη Κατσικογιώργου (2η), Αγγελική Μακαβέλου (3η), Σταυρούλα Πλίτσα (4η), Ευαγγελία Καραλή (7η), Σαββούλα Σκανδάλη (9η), Νίκη Νταβίσκα (11η). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραμπούλα)
Κείμενο:Γιάννης Καραμπούλας
1952. Συγχωριανοί μας φωτογραφίζονται στο Σέλωμα, το οποίο βρίσκεται στο σημείο του δρόμου Καλονής – Ράμιας που υπάρχει η διακλάδωση προς την Κυψέλη, μετά την τελετή που έγινε εκεί για την έναρξη των εργασιών της κατασκευής του αυτοκινητόδρομου από το Σέλωμα ως το χωριό. Πίσω τους διακρίνεται ο νέος δρόμος και τα μπάζα από τη διάνοιξή του. Καταφέραμε να αναγνωρίσουμε (από την 1η σειρά και από αριστερά): την πρεσβυτέρα Γεωργία Λιάσκα με τον γιο της Απόστολο, τον Ιωάννη Λύκο (δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης) και την Ευριδίκη Σιαμαντά (δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης). Οι επόμενοι τρεις εικονιζόμενοι είναι υπηρεσιακοί παράγοντες από την Νομαρχία Άρτας ή πολιτικοί. (Ο μεσαίος με τα γυαλιά είναι ο Νικόλαος Τσίτσικας, αδελφός του ταχυδρόμου του Βουργαρελίου και υπάλληλος της Πρόνοιας Άρτας). Στη συνέχεια εικονίζεται ο Αριστείδης Τσιρώνης (πρόεδρος της Κοινότητας Κυψέλης), η σύζυγός του Αφροδίτη Τσιρώνη με τον γιο της Γεώργιο και ο πατήρ Βασίλειος Παππάς (ιερέας της Καλονής). Στη 2η σειρά αναγνωρίζονται οι: Νικόλαος Τόσκας (1ος – γραμματέας της Κοινότητας Κυψέλης), πατήρ Χαρίλαος Λιάσκας (3ος – ιερέας της Κυψέλης), Γεώργιος Παππάς (6ος), Ευτυχία Τόσκα (7η) και Χρυσάνθη Παππά (8η). Στην 3η σειρά διακρίνονται οι: Γεώργιος Τσιρώνης, Γεώργιος Σβεντζούρης, Ελευθέριος Τσιρώνης και Αγγελική Τσιρώνη. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας-Λίτσας Λύκου)
Κείμενο:Γιάννης Καραμπούλας
1952. Στην τελετή έναρξης των εργασιών για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου από το Σέλωμα ως το χωριό, παραβρέθηκαν και οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης με τους δασκάλους τους Ιωάννη Λύκο και Ευριδίκη Σιαμαντά, καθώς και οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Καλονής με τον δάσκαλό τους Ιωάννη Παπαχρίστο. Εδώ τους βλέπουμε να φωτογραφίζονται στον δρόμο προς τη Ράμια, λίγο μετά το Σέλωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η τελετή έναρξης των εργασιών πραγματοποιήθηκε το 1952, οι εργασίες ξεκίνησαν αργότερα (προς το τέλος της δεκαετίας του 1950) και ήταν ιδιαίτερα επίπονες και χρονοβόρες λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Το πρόβλημα ήταν εντονότερο στα Στεφάνια, όπου χρειάστηκαν πολλά φουρνέλα και κάποιοι εργάτες δούλευαν ακόμη και δεμένοι με σκοινιά για να μην πέσουν στον γκρεμό. Στο έργο αυτό συμμετείχαν πολλοί συγχωριανοί μας και η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου έγινε χειρωνακτικά, με αξίνες και φτυάρια. Μετά τη διάνοιξη πέρασε η μπουλντόζα για τη βελτίωση του δρόμου (διαπλάτυνση, ομαλοποίηση), που τελικά έφτασε στην Καριά το 1960. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον κ. Ιωάννη Κ. Κατσικογιώργο, ο οποίος ήταν εκεί ως μαθητής και τον κ. Παναγιώτη Καραμπούλα που εργάστηκε στη διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου για τις πληροφορίες που μας έδωσαν. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Κατσικογιώργου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1960. Ο «Καρνάβαλος» σταματημένος στην Καρυά (μέχρι εκεί έφτανε τότε ο αμαξωτός δρόμος). Ήταν το πρώτο λεωφορείο, ιδιοκτησίας Αλέκου Παππά, που έκανε καθημερινά το δρομολόγιο Κυψέλη-Άρτα το πρωί και Άρτα-Κυψέλη το μεσημέρι. Στη σχάρα διακρίνεται το μεγάφωνο από το οποίο ακουγόταν μουσική που ανήγγειλε τον ερχομό του μικρού λεωφορείου ή από το οποίο καλούνταν συγχωριανοί να παραλάβουν δέματά τους. Διακρίνεται επίσης και ο μουσαμάς για το σκέπασμα των πραγμάτων σε περίπτωση βροχής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Ρόβα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Η Κων/νιά Τσίτσα, η Κων/νιά Καραμπούλα και η Μαρία Τσίτσα αφού ζαλιγκώθηκαν (φορτώθηκαν) με ελατίσια προσανάμματα στο Διάσελο, κατάκοπες αλλά χαμογελαστές φτάνουν στο σπίτι στην Γκούρα. Τα προσανάμματα θα χρησιμοποιηθούν τον χειμώνα για γρήγορο και εύκολο άναμμα της φωτιάς. Την εποχή που δεν υπήρχαν στο χωριό μας αμαξωτοί δρόμοι οι μεταφορές γίνονταν με τα ζώα (μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα) και επειδή για τους άντρες το ζαλίγκωμα ήταν υποτιμητικό και σ’ αυτό το πεδίο πρωτοστατούσαν οι γυναίκες, οι οποίες υπήρξαν πάντα συνοδοιπόροι με τους άντρες σε όλες τις επίπονες εργασίες. Βοηθούσαν παντού: στο σπίτι, στα χωράφια, στους κήπους, στα ζώα. Φορτώνονταν πάσης φύσεως φορτία, αλλά και όλα τα βάρη της ζωής. Έτσι αναδεικνύονταν ηρωίδες της καθημερινότητας, αφού διεκπεραίωναν όλες τις οικιακές εργασίες και ταυτόχρονα γίνονταν παραγωγικές εργάτριες του εξωοικιακού χώρου, χωρίς ποτέ να παραμελούν τις υποχρεώσεις που γεννά η θέση τους στην οικογένεια. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κων/νιάς Τσίτσα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1960. Πρώτη ύλη για την κατασκευή των υφαντών, αλλά και των πλεκτών, ήταν το νήμα, το οποίο προερχόταν από το μαλλί των αιγοπροβάτων, κυρίως, όμως, των προβάτων, μετά από την κουρά τους που γινόταν το καλοκαίρι. Μετά το κούρεμα άρχιζε η επεξεργασία του μαλλιού. Στο πρώτο στάδιο έπλεναν τα μαλλιά και τα άπλωναν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Ακολουθούσε το ξάσιμο, που οι γυναίκες, κρατώντας με το ένα χέρι μια ποσότητα άξαστου μαλλιού και τραβώντας λίγο-λίγο με το άλλο, το έκαναν, με σκοπό να ξανοιχτούν και να ξεμπλεχτούν οι ίνες του μαλλιού, να αραιωθούν τα πλοκάμια του και να γίνει πιο μαλακό, έτσι ώστε να είναι εύκολο το “χτένισμα”, που ήταν το επόμενο στάδιο. Μετά σειρά έπαιρνε το λανάρισμα, που γινόταν με τα λανάρια, τα οποία ήταν δύο τετράγωνες σανίδες, που είχαν συρμάτινα δόντια ή χοντρά σιδερένια καρφιά, στα οποία έβαζαν το μαλλί, για να το “χτενίσουν” κατά κάποιον τρόπο, δηλ. οι ίνες του να τακτοποιηθούν και να γίνουν ομοιογενείς και έτσι να ετοιμαστεί η τουλούπα. Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν το γνέσιμο, που υλοποιούνταν με τρία κλωστικά εργαλεία: τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν το ξύλινο εργαλείο, ένα μέτρο περίπου ύψος, που είχε στην κορυφή της τρία παρακλάδια, όπου στερεωνόταν η τουλούπα. Το αδράχτι ήταν ένα λεπτό κυλινδρικό ξύλο, που έμοιαζε με λεπτή λαμπάδα και στη μέση ήταν πιο χοντρό, ενώ στις άκρες πιο λεπτό. Στην πάνω είχε ένα αυλάκι σαν βίδα για να μπορεί να κατευθύνει την κλωστή να τυλίγεται και στην κάτω, που ήταν μυτερό, προσαρμοζόταν το σφοντύλι, το οποίο ήταν ξύλινο, είχε κωνικό σχήμα (ανάποδος κώνος), με διάμετρο 4-5 εκατοστά και μία τρύπα στο κέντρο για να προσαρμοστεί το αδράχτι. Τοποθετούνταν εκεί, γιατί, με το βάρος του, δημιουργούσε την κατάλληλη ροπή, για την περιστροφή του αδραχτιού με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Οι μερακλήδες κατασκεύαζαν περίτεχνες ρόκες και σφοντύλια, που είχαν πάνω τους διάφορα σκαλίσματα και κεντίδια. Οι γυναίκες γνέστρες στερέωναν τη ρόκα στη ζώνη του φουστανιού τους ή κάτω από τη μασχάλη τους και από το λαναρισμένο μαλλί έπαιρναν μια ποσότητα, την τουλούπα, και την περνούσαν στο πάνω μέρος της ρόκας. Με το αριστερό χέρι τραβούσαν απαλά λίγο μαλλί από το κάτω μέρος της τουλούπας, το έστρωναν με τα δάχτυλά τους και το έστριβαν, μετά πάλι το ξαναέστριβαν με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι, που έμοιαζε, όπως αναφέραμε, με λεπτή λαμπάδα που κρέμεται από την κλωστή. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι, όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο-λίγο το μαλλί περιστρεφόταν και γινόταν ενιαία κλωστή. Αν το νήμα το ήθελαν χοντρό, έπιαναν περισσότερο μαλλί, ενώ αν το ήθελαν λεπτό, έπιαναν λιγότερο. Η άριστη και έμπειρη γνέστρα, η προκομένη, όπως λεγόταν, είχε τη δυνατότητα, τραβώντας, στρίβοντας και τυλίγοντας το μαλλί, να παράγει λεπτοκαμωμένη, καλοστριμμένη και ομοιόμορφη κλωστή. Οι γνέστρες συνέχιζαν να τραβούν πάλι μαλλί από τη ρόκα, ξαναέστριβαν, τύλιγαν κι έτσι συνεχιζόταν το γνέσιμο, που, όμως, ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, η οποία απαιτούσε πολύ υπομονή, προκειμένου να παραχθεί λεπτό νήμα και επειδή οι νέες δεν είχαν την εμπειρία αυτή, πιο συνηθισμένο ήταν να βλέπει κάποιος ηλικιωμένες, κυρίως, γυναίκες στη γειτονιά ή στο σπίτι τους, ακόμα και στα χωράφια να γνέθουν. Μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές ακόμη και περπατώντας. Και έτσι κατάφερναν να κλέβουν χρόνο για το γνέσιμο, από άλλες εργασίες και να το συνδυάζουν με διάφορες οικιακές ή αγροτικές δραστηριότητες. Και επειδή η ρόκα δεν τις καθήλωνε στην ίδια θέση, την έπαιρναν και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά και από ρούγα σε ρούγα. Έκαναν τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους. Στη φωτογραφία η Ευαγγελία Ντζιαχρήστου και η Ευφροσύνη Τρίτσα κάθονται στα σκαλοπάτια του σπιτιού του πατέρα της Ευφροσύνης, Δημητρίου Κουτσοσπύρου, το οποίο βρίσκεται δεξιά του Μουσείου του Παντελή Καραλή, κρατάνε τη ρόκα κάτω από τη μασχάλη και γνέθουν. Όπως αποδεικνύει η ευχάριστη διάθεση στο πρόσωπό τους, απολαμβάνουν αυτό που κάνουν και το ακτινοβολούν, χαμογελώντας στον φωτογραφικό φακό. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Ο Αλέκος Παππάς φορτώνει τις αποσκευές των επιβατών σε μεταγενέστερο λεωφορείο, το δεύτερο που απέκτησε, το οποίο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερης τεχνολογίας από τo προηγούμενo. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1964. Όργωμα με μηχανή (μεταλλικό άροτρο) και αγελάδες από τον Γεώργιο Κατσάνο (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραλή).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Η Βαΐτσα Χρ. Παππά φορτωμένη με βαρέλα και κρατώντας πλαστικό μπιτόνι μεταφέρει πόσιμο νερό από την πηγή στα Χωραφάκια στο σπίτι της στην Καλλονή. Η βαρέλα ήταν ξύλινο δοχείο μεταφοράς νερού, συναρμολογημένο με δούγες (κυρτές σανίδες) και δεμένο με σιδερένια στεφάνια. Στο πάνω μέρος είχε μικρό στρογγυλό στόμιο σε τετράγωνο πλαίσιο, που έκλεινε με ξύλινο πώμα. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ελένης Νταβαντζή).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Όργωμα στο χωράφι του Δημητρίου Γαλαζούλα στον Κάτω Κάμπο (στο βάθος διακρίνεται το σπίτι του Κων/νου Κατσάνου) με αγελάδες και ξύλινο αλέτρι. Το όργωμα γινόταν το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές που μαλάκωνε το χώμα. Οργώνανε το χωράφι και το αφήνανε για λίγες μέρες και στη συνέχεια το ξαναοργώνανε για να γίνει αφράτο το χώμα και να ακολουθήσει η σπορά. Κάποιες φορές – όταν το έκρινε απαραίτητο ο ζευγάς – ανάμεσα στα δύο οργώματα ή στο τέλος της σποράς σβαρνίζανε το χωράφι για να σπάσουν οι μεγάλοι χωμάτινοι σβώλοι και να ισοπεδωθεί η επιφάνεια του οργωμένου εδάφους. Στη φωτογραφία φαίνεται το χωράφι ήδη οργωμένο ενώ αρχίζει το δεύτερο όργωμα και η σπορά. Ο Χρήστος Τσιρώνης τραβάει με σκοινί τη μία αγελάδα για να την οδηγήσει στην άκρη του χωραφιού και να ανοιχτεί εκεί η πρώτη αυλακιά. Πολλές φορές γινόταν το ίδιο όταν η αγελάδα ήταν ατίθαση και δεν υπάκουε στα παραγγέλματα του ζευγά. Πίσω από τις αγελάδες οργώνει, κρατώντας σταθερά τη λαβή του αλετριού, ο Κων/νος Τσιβόλας στον οποίο ανήκουν οι αγελάδες. Πολλοί χωριανοί διέθεταν ζευγάρι αγελάδων, μουλαριών ή αλόγων και με αυτά αναλάμβαναν να οργώσουν σχεδόν όλα τα χωράφια του χωριού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που διέθεταν ένα ζώο και με τον δανεισμό ενός άλλου δημιουργούσαν το ζευγάρι. Πίσω ακολουθεί η Βαΐτσα Γαλαζούλα που ρίχνει τον σπόρο στο αυλάκι που δημιουργείται. Μόλις τα ζώα φτάσουν στην άκρη του χωραφιού θα κάνουν στροφή 180 μοιρών και το υνί θα ανοίξει καινούριο αυλάκι, το χώμα του οποίου θα καλύψει τους σπόρους του προηγούμενου αυλακιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γίνει το όργωμα και η σπορά ολόκληρου του χωραφιού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Οι ξυλοκόποι Νικόλαος Καραμπούλας και Χρήστος Βαλτσιωρίτης βγάζουν σανίδια με πριόνι. Ακολουθούνταν η εξής διαδικασία: Έκοβαν με την κόφτρα (μακρύ πριόνι) έναν έλατο. Στη συνέχεια τεμάχιζαν τον κορμό σε συγκεκριμένα μήκη και ένα τμήμα του το έβαζαν πάνω σε δύο ξύλινα στηρίγματα, όπου το πελεκούσαν με την λιάτα (πλατύ τσεκούρι) και έβγαζαν τον φλοιό και το εξωτερικό μέρος του κορμού, ώστε να πάρει το σχήμα του ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου. Ακολουθούσε η χάραξη με εμποτισμένο σε κόκκινο χρώμα σκοινί. Σε υπάρχοντα τοίχο ή σε πρόχειρη κατασκευή με κορμούς, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, έσκιζαν με το πριόνι τον κορμό, ακολουθώντας με ακρίβεια τις κόκκινες γραμμές. Ήταν απαραίτητο να μπει ένα μεγάλο βάρος (άλλος κορμός, πέτρα) στο πίσω μέρος του κορμού για να μην αναποδογυρίσει. Όταν έσκιζαν ως τη μέση τον κορμό τον γύριζαν ανάποδα (το μπρος πίσω) και σκίζοντας πάλι από την αρχή, αφού συναντούσαν το αρχικό σκίσιμο, έβγαζαν σανίδια ή καδρόνια. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Η Ελευθερία Σακκά, ξυπόλητη, οργώνει με ξύλινο αλέτρι στην Γκούρα, κρατώντας στο χέρι την βουκέντρα, η οποία είναι μακρύ ραβδί με σιδερένια μύτη στην άκρη, που το χρησιμοποιούν για να κεντρίζονται τα βόδια, ώστε να προχωρούν γρηγορότερα κατά το όργωμα. Στην άλλη άκρη το ραβδί είχε συχνά ένα μεταλλικό έλασμα σαν μικρή σπάτουλα για να ξεκολλάει, όταν χρειάζεται, ο ζευγάς το χώμα από το υνί του αλετριού και τις μπότες του. Οι αγελάδες βρίσκονται κάτω από τον ζυγό, ο οποίος συγκρατείται με τις ζεύλες στον λαιμό τους. Σε μια ανάπαυλα, προκειμένου να ξαποστάσει η ίδια και το ζευγάρι των αγελάδων, ο μικρός Γιώργος Τσίτσας δεν χάνει την ευκαιρία να δοκιμάσει κι αυτός. Παρακολουθούν η Χριστίνα Τσίτσα, η οποία είχε τον νερόμυλο και την νεροτριβή και η νύφη της Κωνσταντινιά Τσίτσα, που κρατάει το σακούλι με τον σπόρο στο χέρι και είναι έτοιμη για τη σπορά. Πίσω αριστερά διακρίνεται η μικρή Δήμητρα Τσίτσα να παίζει με τα χώματα. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα, στην πλαγιά ανάμεσα στον αυτοκινητόδρομο και στην Γκούρα, υπήρχαν οι νερόμυλοι του Σιόντη. Αποτελούνταν από 3 κτίσματα. Το πρώτο, που διακρίνεται στη φωτογραφία, ήταν διώροφο. Στο ισόγειο ήταν ο μύλος για καλαμπόκι και στον 1ο όροφο το εργαστήριο ξυλείας και παραγωγής επίπλων. Λίγο χαμηλότερα υπήρχε ο 2ος νερόμυλος για σιτάρι και πιο κάτω, δίπλα στη γέφυρα η κορδέλα (πριονιστήριο), που ήταν εξοπλισμένη με μηχανές για το μηχανικό πριόνισμα κορμών δέντρων και για την κατασκευή καδρονιών, σανίδων κ.λ.π.. Οι μύλοι χτίστηκαν το 1935 από τον Γιάννη Σιόντη. Δυστυχώς η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου, το 1978-79, είχε σαν αποτέλεσμα να καλυφθούν και τα 3 κτίσματα με μπάζα. Αν διασώζονταν τότε και λειτουργούσαν σήμερα, σ’ αυτό τον ειδυλλιακό χώρο ως μουσείο, θα αποτελούσαν στολίδι για το χωριό μας και ιδανικό χώρο περιπάτου και αναψυχής. Πάνω από τον μύλο φαίνεται ο δρόμος που κατέβαινε από τον Άγιο Γεώργιο, περνούσε ανάμεσα από τους μύλους και μέσω της γέφυρας ένωνε τον συνοικισμό με το χωριό. Η φωτογραφία είναι βγαλμένη κάτω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα δίπλα από τη δεξαμενή που υπήρχε εκεί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Η ξύλινη κάναλη από την οποία το νερό έπεφτε στη φτερωτή του 2ου νερόμυλου και την κινούσε. Η φτερωτή μετέδιδε την κίνηση, μέσω ενός άξονα, σε μια μυλόπετρα. Ανάμεσα στην κινούμενη μυλόπετρα και σε μία άλλη ακίνητη, έπεφταν τα γεννήματα (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι), τα οποία συνθλίβονταν και έτσι δημιουργούνταν το αλεύρι. Δεξιά διακρίνεται η σκεπή του νερόμυλου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Η γέφυρα η οποία βρίσκονταν χαμηλότερα από τα κτίσματα, ήταν αρχικά ξύλινη. Το 1955 κατασκευάστηκε από τσιμέντο και το 1961, όταν προκλήθηκαν φθορές από τις πλημμύρες που έπληξαν τότε το χωριό και το νερό της Γκούρας την κάλυψε, επισκευάστηκε και πήρε τη μορφή που φαίνεται στη φωτογραφία. Δεξιά διακρίνεται η ξύλινη κάναλη από την οποία το νερό έπεφτε στην φτερωτή και κινούσε την κορδέλα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Το 1957 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Ταπητουργικός Οργανισμός με σκοπό την ανάπτυξη και διάδοση της ταπητουργίας στην Ελλάδα, καθώς και την προαγωγή, προώθηση και στήριξη της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Προέβλεπε ότι ο σκοπός αυτός έπρεπε να επιτευχθεί με την ίδρυση Ταπητουργικών Σχολών, οι οποίες θα λειτουργούσαν υπό την εποπτεία του κράτους, ως εκπαιδευτικές και παραγωγικές μονάδες, σε ακριτικές ορεινές και νησιωτικές περιοχές και οπωσδήποτε πέρα από τον νομό Αττικής. Μια τέτοια σχολή ιδρύθηκε και στο χωριό μας στις 4 Δεκεμβρίου 1967. Η σχολή ήταν δημόσια και διευθυντής της υπήρξε ο Γεώργιος Τριψιάνος από την Τερψιθέα Αιτωλοακαρνανίας, ο οποίος, επιπλέον, είχε αναλάβει την τεχνική υποστήριξη και τη συντήρηση των αργαλειών. Η σύζυγός του, Αγγελική Σαμώλη-Τριψιάνου, από το Παλαιοχώρι Καβάλας, ήταν αυτή που δίδασκε την τέχνη της υφαντικής στις μαθήτριες της σχολής, η οποία στεγάστηκε στο κτήριο που βρίσκεται δίπλα και δεξιότερα του Μουσείου Παντελή Καραλή, ιδιοκτησίας, τότε, του Δημητρίου Κουτσοσπύρου. Λειτούργησε μέχρι την 25η Μαρτίου 1970, οπότε ο Γεώργιος Τριψιάνος και η σύζυγός του αποχώρησαν από το χωριό μας και ίδρυσαν νέα σχολή στο Δίστρατο Κόνιτσας. Είχε 8 κάθετους αργαλειούς, πλήρους εξοπλισμού, τους οποίους έφεραν από την Τερψιθέα και Λιμνίστα Αιτωλοακαρνανίας, εργάστηκαν περίπου 20 νέες του χωριού μας αλλά και ελάχιστες μέσης ηλικίας γυναίκες από τα χέρια των οποίων κατασκευάστηκαν έργα τέχνης. Οι μαθήτριες στην αρχή της εκπαίδευσής τους αμείβονταν με επίδομα εργασίας μέχρι να προσφέρουν παραγωγή και στην συνέχεια η αμοιβή τους γινόταν βάσει απόδοσης εργασίας, δηλαδή με τους χιλιόκομβους. Έτσι, εκτός από τη χαρά της δημιουργίας, που αισθάνονταν οι υφάντριες, επιπλέον συμπλήρωναν το εισόδημα των φτωχών αγροτικών νοικοκυριών τους. Στη φωτογραφία διακρίνονται μπροστά από το υφαντουργείο (πάνω) οι: Βασιλική Καραλή, Κων/να Τσιβόλα, Χρυσάνθη Τσιβόλα, Ευαγγελή Ντζιαδήμα, Μαρία Τσίτσα, Φεβρωνία Γαλαζούλα,, Ευαγγελία Μούτου και κάτω οι: Βασιλεία Ρόβα, Αγγελική Τριψιάνου, Υπαπαντή Τριψιάνου, Γεώργιος Τριψιάνος, και Λαμπρινή Ρόβα. Πίσω τους το χαλί, που αποτελεί δημιούργημα της Βασιλείας και Λαμπρινής Ρόβα και αριστερά φαίνεται λίγο το καφενείο του Παντελή Καραλή. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Η τέχνη της ταπητουργίας είχε έρθει στην Ελλάδα από πρόσφυγες προερχόμενους από τη Μικρά Ασία και γι’ αυτό οι ποιότητες των χαλιών που κατασκευάζονταν είχαν ανατολίτικα ονόματα όπως Μπουχάρα, Σινέ – Φεραχάν, Μενταγιόν, Χορασάν κ.λπ. Για να κρατηθεί ζωντανή η παράδοση της τέχνης αυτής και να μη χαθεί στο διάβα του χρόνου ιδρύθηκε, το 1929, ο Αυτόνομος Ταπητουργικός Οργανισμός και στη συνέχεια, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Ελληνικός Ταπητουργικός Οργανισμός. Τη σκυτάλη πήρε ο Ελληνικός Οργανισμός Μικρών-Μεσαίων Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (ΕΟΜΜΕΧ), που λειτούργησε από το 1977 έως το 2011. Οι υφάντριες, που εργάστηκαν στην Ταπητουργική Σχολή του χωριού μας ή στο Υφαντουργείο, όπως το αποκαλούσαν σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί, εργάζονταν ανά δύο σε κάθε αργαλειό και δημιουργούσαν με τέχνη και μεράκι και τα ευκίνητα δάχτυλά τους παραδοσιακά ολόμαλλα χειροποίητα χαλιά απαράμιλλης ομορφιάς και διαχρονικής αξίας, με κλασικά σχέδια και λαϊκά μοτίβα, πραγματικά κοσμήματα τέχνης. Τα χαλιά φτιάχνονταν κόμπο κόμπο και κόβονταν με μαχαίρι. Ήταν μεγάλα και καθένα από αυτά για να ολοκληρωθεί απαιτούσε τουλάχιστον ένα μήνα σκληρής δουλειάς, μιας και η ύφανση χειροποίητων χαλιών αποτελεί τέχνη και είναι μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. Οι υφάντριες εργάζονταν καθημερινά 10 ώρες, εκτός της Κυριακής. Τα χαλιά που κατασκευάζονταν αναλάμβανε το κράτος να τα προωθήσει σε μεγάλα καταστήματα της Αθήνας και άλλων πόλεων. Στη φωτογραφία διακρίνονται, καθιστές, οι υφάντριες: Λαμπρινή Μακαβέλου, Ελένη Λάζου, Ευαγγελία Μούτου και όρθιες οι: Ευαγγελία Πουρναρά και Αναστασία Λάζου στο εσωτερικό της Ταπητουργικής Σχολής. Χαρακτηριστικό είναι το κέφι και η χαρούμενη διάθεση, που αποτυπώνεται στα πρόσωπά τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι απολάμβαναν την εργασία τους. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Η Βασιλεία Ρόβα και η αδελφή της Λαμπρινή φωτογραφίζονται μπροστά από την Ταπητουργική Σχολή, έχοντας ανάμεσά τους τη μικρή Υπαπαντή Τριψιάνου. Πίσω τους δεσπόζει ως φόντο ένα από τα ολόμαλλα χειροποίητα χαλιά, βάρους 47 κιλών, με τα περίτεχνα σχέδια και τα κλασικά διαχρονικά μοτίβα, το οποίο είναι προϊόν πολυήμερης ομαδικής και κοπιαστικής εργασίας από τις 2 υφάντριες, που εργάστηκαν με πολλή υπομονή, γούστο, δεξιοτεχνία και μεράκι για να το ολοκληρώσουν. Έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην αισθητική και τη λεπτομέρεια και έτσι δημιούργησαν ένα χειροποίητο χαλί με απαράμιλλη αξία, που ξεχωρίζει για την ποιότητα, τους καταπληκτικούς συνδυασμούς σχεδίων και χρωμάτων και την μοναδικότητά του, γιατί κάθε χειροποίητο χαλί είναι μοναδικό, μιας και το σχέδιό του μπορεί να μην είναι άψογο συμμετρικά, όπως τα βιομηχανοποιημένα, αλλά αγγίζει την τελειότητα στην ποιότητα, στην αισθητική και στην αντοχή του στον χρόνο. Η αντοχή αυτή μας κάνει να πιστεύουμε ότι ακόμη και σήμερα θα στολίζει και θα δίνει τον τόνο ζεστασιάς και θαλπωρής σε κάποιο δωμάτιο, αποτελώντας σημαντικό στοιχείο του. Τα ίδια χαρακτηριστικά παρουσίαζαν όλα τα χαλιά που παρήχθησαν στη σχολή. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στα πρόσωπα των δύο αδελφών είναι ζωγραφισμένη έκδηλη η χαρά της δημιουργίας και η ικανοποίηση από το άψογο αποτέλεσμα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Η Ταπητουργική Σχολή συμμετείχε μαζί με τα Δημοτικά Σχολεία του χωριού στον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που πραγματοποιούνταν στο ιστορικό μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, το οποίο βρίσκεται στον ομώνυμο συνοικισμό, δυτικά από το χωριό, σ’ ένα εκπληκτικό φυσικό τοπίο με σπάνια γαλήνη και ομορφιά. Το κτηριακό συγκρότημα της μονής, που χτίστηκε γύρω στο 1700, “στέκεται” στην ανατολική άκρη ενός καταπράσινου πλατώματος με καρυδιές και δάφνες, καθαγιάζοντας τον χώρο. Το πλάτωμα περιβάλλει πυκνή και ψηλή βλάστηση, που δημιουργεί ένα φυσικό τείχος αδιαπέραστο. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ακολουθούν σε ανοιχτό χώρο, δυτικά του ναού, δοξολογία, επιμνημόσυνη δέηση, ο πανηγυρικός της ημέρας και η κατάθεση στεφάνων. Στη φωτογραφία, που αποτυπώνεται, από τον φωτογραφικό φακό του Δημητρίου Καραλή, στιγμιότυπο του εορτασμού, διακρίνονται, σε πρώτο πλάνο, τα κορίτσια της Ταπητουργικής Σχολής με τη σημαία. Στη συνέχεια οι μαθητές των τριών Δημοτικών Σχολείων του χωριού (Κυψέλης, Αγίου Γεωργίου και Καλλονής) με τους δασκάλους τους και τη σημαία και στο κέντρο ο ιερέας και οι ψάλτες. Στο πρανές και σε αμφιθεατρική διάταξη πλήθος συγχωριανών μας, που έφτασαν περπατώντας ως εκεί, παρακολουθούν με ευλάβεια και εθνική υπερηφάνεια τα τεκτενόμενα. Αριστερά το φορητό ηρώο και οι οπλίτες των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Η Ταπητουργική Σχολή συμμετείχε μαζί με τα Δημοτικά Σχολεία του χωριού στον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που πραγματοποιούνταν στο ιστορικό μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, το οποίο βρίσκεται στον ομώνυμο συνοικισμό, δυτικά από το χωριό, σ’ ένα εκπληκτικό φυσικό τοπίο με σπάνια γαλήνη και ομορφιά. Το κτηριακό συγκρότημα της μονής, που χτίστηκε γύρω στο 1700, “στέκεται” στην ανατολική άκρη ενός καταπράσινου πλατώματος με καρυδιές και δάφνες, καθαγιάζοντας τον χώρο. Το πλάτωμα περιβάλλει πυκνή και ψηλή βλάστηση, που δημιουργεί ένα φυσικό τείχος αδιαπέραστο. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ακολουθούν σε ανοιχτό χώρο, δυτικά του ναού, δοξολογία, επιμνημόσυνη δέηση, ο πανηγυρικός της ημέρας και η κατάθεση στεφάνων. Στη φωτογραφία οι μαθήτριες-υφάντριες παρατεταγμένες σε δύο ζυγούς με τη σημαιοφόρο και τον διευθυντή της σχολής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Αναμνηστική φωτογραφία του δυναμικού της σχολής μετά τη δοξολογία και τον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ευαγγελία Μούτου, Δήμητρα Τριάντου (σημαιοφόρος), Χρυσάνθη Δ. Τσιβόλα, Κων/να Τσιβόλα, Ελένη Λάζου, Βασιλική Καραλή, Χαρίκλεια Θεοδωρή (που δεν ήταν μαθήτρια της Ταπητουργικής Σχολής), Ανθή Τσιβόλα, Λαμπρινή Ρόβα, Βασιλεία Ρόβα, Ελένη Βαλτσιωρίτη, Χρυσάνθη Ν. Τσιβόλα, Βασιλική Βαλτσιωρίτη, Αναστασία Λάζου, Ευαγγελή Ντζιαδήμα, Γεωργία Αγγέλη, Λαμπρινή Μακαβέλου, Φεβρωνία Γαλαζούλα και Ευαγγελία Πουρναρά, ενώ μπροστά, καθιστός, βρίσκεται ο διευθυντής της σχολής Γεώργιος Τριψιάνος. Πίσω και πάνω από τον τοίχο διακρίνεται το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας και οι προσκυνητές που βρέθηκαν εκεί την ημέρα της εθνικής επετείου και του Ευαγγελισμού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Τέσσερις από τις υφάντριες φωτογραφίζονται στον χώρο που πραγματοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις. Πρόκειται για τις: Σοφία Σχαλέκη (συμμετείχε για μικρό χρονικό διάστημα στη σχολή), Λαμπρινή Μακαβέλου, Ευαγγελία Πουρναρά και Φεβρωνία Γαλαζούλα, που κρατάνε στα χέρια τους τα στεφάνια που κατατέθηκαν, ενώ οι αναρτημένες σημαιούλες και οι ταινίες-αφίσες στολισμού δίνουν τον εορταστικό τόνο της ημέρας. Πίσω τους φαίνεται λίγο το ηρώο, το οποίο κατασκευάστηκε το 1967, ήταν φορητό και τοποθετούνταν στην πλατεία κατά τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου, της 21ης Απριλίου κατά τη διάρκεια της χούντας, αλλά και της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων, που την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας (1967-1974) γιορταζόταν στις 29 Αυγούστου, ως Ημέρα της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων με φιέστες και παράτες στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, για να εξαρθεί, όπως τόνιζαν, η “συντριβή των κομμουνιστοσυμμοριτών στο Γράμμο και το Βίτσι το 1949”. Πριν από τη χούντα, η Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων γιορταζόταν στις 15 Αυγούστου, την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ενώ σήμερα γιορτάζεται στις 21 Νοεμβρίου, ανήμερα της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου. Το ηρώο μεταφερόταν εύκολα και στην Ευαγγελίστρια για τον εορτασμό της εθνικής επετείου και την κατάθεση των στεφάνων. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Αλώνισμα (στούμπισμα) με δάρτια στο αλώνι του Στέφανου Σιόντη στη Ρουπακιά. Το αλώνισμα γινόταν τον Ιούλιο (Αλωνάρη) και η διαδικασία του διαρκούσε όλη την ημέρα. Στρώνονταν τα δεμάτια του σιταριού κάθετα προς το κέντρο του πέτρινου αλωνιού, κόβονταν τα στάχυα που συγκρατούσαν τα δεμάτια και σχηματίζονταν στρώσεις που αφήνονταν για λίγο στον ήλιο ώστε να φύγει η υγρασία. Στη συνέχεια άρχιζε το αλώνισμα. Το δάρτι αποτελούνταν από δύο μακριά ξύλα δεμένα μεταξύ τους με χοντρό σκοινί ή δέρμα, που το ένα, το πιο κοντό, κρατούσε ο αλωνιστής και το άλλο, το μακρύτερο, κινούνταν ελεύθερα και χτυπούσε δυνατά τα στάχυα, με σκοπό να ξεχωρίσει ο σπόρος από αυτά. To χτύπημα των σταχυών γίνονταν εκ περιτροπής και ανά ομάδα. Όταν τα δάρτια της μιας ομάδας βρίσκονταν στον αέρα, της άλλης χτυπούσαν τα στάχυα της στρώσης. Στη συνέχεια “γύριζαν” με το δικράνι (γεωργικό εργαλείο με μακριά λαβή και δύο έως πέντε δόντια που χρησιμοποιούνται για την ανύψωση και τη ρίψη χαλαρών υλικών, όπως στάχυα, σανό, άχυρο…) τα στάχυα που βρίσκονταν στο κάτω μέρος της στρώσης και τα έφερναν στην επιφάνεια και έτσι συνεχιζόταν η διαδικασία του αλωνίσματος. Εδώ αλωνίζουν (από αριστερά) οι: Γεώργιος Καραμπούλας, Γεώργιος Στεργίου, Ελευθέριος Ρόβας, Βασιλική Καραμπούλα, Νικόλαος Καραμπούλας, Αντιγόνη Σιόντη. Παρακολουθούν ο Στέφανος Σιόντης και ο εγγονός του Στέφανος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Αλώνισμα με άλογα από τον Νικόλαο Νίκου. Στο πέτρινο αλώνι απλώνονταν τα δεμάτια, κόβονταν τα δεματικά και σκορπίζονταν τα χερόβολα σε όλο τον χώρο του αλωνιού. Στο κέντρο του αλωνιού στερεωνόταν ένα χοντρό και ανθεκτικό ξύλο ή ένα μεταλλικό λοστάρι. Γύρω απ’ αυτό τυλιγόταν και ξετυλιγόταν το σκοινί που καθόριζε την τροχιά των ζώων. Συνήθως χρησιμοποιούνταν 2-4 άλογα ή μουλάρια στα οποία φορούσαν λαιμαριές. Ο αγωγιάτης κρατώντας τη βίτσα τα ακολουθούσε στο γύρισμα. Τα ζώα με τα πέταλά τους έσπαζαν τα στάχυα και απελευθέρωναν τον καρπό. Η κίνηση γινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τα ζώα κινούνταν αρχικά στο εξωτερικό μέρος του αλωνιού και καθώς το σκοινί τυλιγόταν στον στύλο σύγκλιναν προς το κέντρο. Ύστερα με την καθοδήγηση του αγωγιάτη άλλαζαν κατεύθυνση. Το ζώο που ήταν απέξω ερχόταν μέσα και έτσι το σκοινί άπλωνε. Κατά τη διάρκεια του αλωνισμού γινόταν το γύρισμα με τα δικράνια. Έτσι ανέβαιναν στην επιφάνεια τα στάχυα που δεν είχαν πατηθεί από τα ζώα και δεν είχε ξεχωρίσει ο καρπός, για να αλωνιστούν και αυτά. Το αλώνισμα συνεχιζόταν μέχρις ότου γίνουν άχυρο όλα τα χερόβολα και ξεχωρίσει ο καρπός από τα στάχυα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Η Κωνσταντινιά Τσίτσα (1η φωτογραφία) βγάζει τη φλοκάτη από τη νεροτριβή (νιροτρουβιά) του πεθερού της Δημητρίου Τσίτσα (Κωσταγιάννη), που βρισκόταν αριστερά από την Γκούρα, 500 περίπου μέτρα πιο κάτω από τη γέφυρα στον μύλο τον βακούφ’κο. Η νεροτριβή ήταν ένας ξύλινος κάδος σχήματος κώνου, που συναρμολογούνταν από σφιχτοδεμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες, που είχαν το σχήμα σφήνας και δένονταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Το μεγαλύτερο μέρος του κάδου βρισκόταν χωμένο βαθιά στο έδαφος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν τα τοιχώματα από την πίεση του νερού. Ήταν υπαίθρια ή στεγασμένη και χρησίμευε για την επεξεργασία των μάλλινων υφαντών στο στάδιο κατασκευής τους (για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα) ή στο ετήσιο πλύσιμό τους, μετά το Πάσχα όταν οι νοικοκυρές ξέστρωναν τα σπίτια. Κατασκευαζόταν δίπλα σε νερόμυλο και λειτουργούσε με το νερό που έφτανε εκεί με αυλάκι για τον μύλο. Το νερό περνούσε μέσα από έναν κάθετο ξύλινο αγωγό μήκους τριών περίπου μέτρων, που κατέληγε σε ένα στενό στόμιο με αποτέλεσμα να εκτοξεύεται με μεγάλη δύναμη, δημιουργώντας έντονη περιστροφική κίνηση και στροβίλους, οι οποίοι συμπαρέσυραν τα υφαντά (φλοκάτες, κουβέρτες, στρωσίδια, χοντρά μάλλινα ρούχα κ.λπ.) στη δίνη τους. Τα υφαντά γύριζαν διαρκώς και καθαρίζονταν, χωρίς την προσθήκη απορρυπαντικών, παρά μόνο με την τριβή και τη μεγάλη πίεση του νερού και το οξυγόνο που αυτή απελευθέρωνε. Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής τού κάθε υφαντού στον κάδο αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη. Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ, αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι’ αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής. Στη συνέχεια τα ρούχα αφαιρούνταν από τον κάδο με τη βοήθεια ενός γάντζου, απλώνονταν σε φράχτες, σε σύρματα που δένονταν στα πλατάνια ή σε μεγάλες πέτρες, ώστε να στραγγίσουν και αφήνονταν να στεγνώσουν στον ήλιο για τουλάχιστον μία μέρα. Στη 2η φωτογραφία, διακρίνεται, μπροστά από την νεροτριβή, η Κωνσταντινιά Τσίτσα και δεξιότερα η πεθερά της Χριστίνα (Χ’στούλα) Τσίτσα, που κρατάει με τρυφερότητα και στοργή τη Βασιλική Δ. Παπαϊωάννου (;) (αριστερά) και την εγγονή της Δήμητρα (Μιμίκα) Τσίτσα (δεξιά). Στην άκρη της φωτογραφίας ο εγγονός της και γιος της Κων/νιάς, Γεώργιος Τσίτσας. Αριστερά βρίσκεται ο νερόμυλος για το σιτάρι. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχε, 50 μ. πιο πάνω και νερόμυλος για το καλαμπόκι. Στην 3η φωτογραφία η Χ’στούλα με την εγγονή της Μιμίκα ανάμεσα στις φλοκάτες που απλώθηκαν πάνω στις μεγάλες πέτρες της Γκούρας, για να στεγνώσουν. Πίσω και αριστερά φαίνεται το μικρό ξύλινο γεφύρι, που χρησιμοποιούνταν από τους πεζούς για τη διάβαση της Γκούρας. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Η νεροτριβή (νιροτρουβιά) του Δημητρίου Τσίτσα (Κωσταγιάννη) βρισκόταν αριστερά από την Γκούρα, 500 περίπου μέτρα πιο κάτω από τη γέφυρα στον μύλο τον βακούφ’κο. Ήταν ένας ξύλινος κάδος σχήματος κώνου, που συναρμολογούνταν από σφιχτοδεμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες, που είχαν το σχήμα σφήνας και δένονταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Το μεγαλύτερο μέρος του κάδου βρισκόταν χωμένο βαθιά στο έδαφος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν τα τοιχώματα από την πίεση του νερού. Ήταν υπαίθρια ή στεγασμένη και χρησίμευε για την επεξεργασία των μάλλινων υφαντών στο στάδιο κατασκευής τους (για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα) ή στο ετήσιο πλύσιμό τους, μετά το Πάσχα όταν οι νοικοκυρές ξέστρωναν τα σπίτια. Κατασκευαζόταν δίπλα σε νερόμυλο και λειτουργούσε με το νερό που έφτανε εκεί με αυλάκι για τον μύλο. Το νερό περνούσε μέσα από έναν κάθετο ξύλινο αγωγό μήκους τριών περίπου μέτρων, που κατέληγε σε ένα στενό στόμιο με αποτέλεσμα να εκτοξεύεται με μεγάλη δύναμη, δημιουργώντας έντονη περιστροφική κίνηση και στροβίλους, οι οποίοι συμπαρέσυραν τα υφαντά (φλοκάτες, κουβέρτες, στρωσίδια, χοντρά μάλλινα ρούχα κ.λπ.) στη δίνη τους. Τα υφαντά γύριζαν διαρκώς και καθαρίζονταν, χωρίς την προσθήκη απορρυπαντικών, παρά μόνο με την τριβή και τη μεγάλη πίεση του νερού και το οξυγόνο που αυτή απελευθέρωνε. Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής τού κάθε υφαντού στον κάδο αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη. Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ, αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι’ αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής. Στη συνέχεια τα ρούχα αφαιρούνταν από τον κάδο με τη βοήθεια ενός γάντζου, απλώνονταν σε φράχτες, σε σύρματα που δένονταν στα πλατάνια ή σε μεγάλες πέτρες, ώστε να στραγγίσουν και αφήνονταν να στεγνώσουν στον ήλιο για τουλάχιστον μία μέρα. Στη φωτογραφία, διακρίνεται, μπροστά από την νεροτριβή, η Κωνσταντινιά Τσίτσα και δεξιότερα η πεθερά της Χριστίνα (Χ’στούλα) Τσίτσα, που κρατάει με τρυφερότητα και στοργή τη Βασιλική Δ. Παπαϊωάννου (;) (αριστερά) και την εγγονή της Δήμητρα (Μιμίκα) Τσίτσα (δεξιά). Στην άκρη της φωτογραφίας ο εγγονός της και γιος της Κων/νιάς, Γεώργιος Τσίτσας. Αριστερά βρίσκεται ο νερόμυλος για το σιτάρι. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχε, 50 μ. πιο πάνω και νερόμυλος για το καλαμπόκι.(Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Η νεροτριβή (νιροτρουβιά) του Δημητρίου Τσίτσα (Κωσταγιάννη) βρισκόταν αριστερά από την Γκούρα, 500 περίπου μέτρα πιο κάτω από τη γέφυρα στον μύλο τον βακούφ’κο. Ήταν ένας ξύλινος κάδος σχήματος κώνου, που συναρμολογούνταν από σφιχτοδεμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες, που είχαν το σχήμα σφήνας και δένονταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Το μεγαλύτερο μέρος του κάδου βρισκόταν χωμένο βαθιά στο έδαφος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν τα τοιχώματα από την πίεση του νερού. Ήταν υπαίθρια ή στεγασμένη και χρησίμευε για την επεξεργασία των μάλλινων υφαντών στο στάδιο κατασκευής τους (για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα) ή στο ετήσιο πλύσιμό τους, μετά το Πάσχα όταν οι νοικοκυρές ξέστρωναν τα σπίτια. Κατασκευαζόταν δίπλα σε νερόμυλο και λειτουργούσε με το νερό που έφτανε εκεί με αυλάκι για τον μύλο. Το νερό περνούσε μέσα από έναν κάθετο ξύλινο αγωγό μήκους τριών περίπου μέτρων, που κατέληγε σε ένα στενό στόμιο με αποτέλεσμα να εκτοξεύεται με μεγάλη δύναμη, δημιουργώντας έντονη περιστροφική κίνηση και στροβίλους, οι οποίοι συμπαρέσυραν τα υφαντά (φλοκάτες, κουβέρτες, στρωσίδια, χοντρά μάλλινα ρούχα κ.λπ.) στη δίνη τους. Τα υφαντά γύριζαν διαρκώς και καθαρίζονταν, χωρίς την προσθήκη απορρυπαντικών, παρά μόνο με την τριβή και τη μεγάλη πίεση του νερού και το οξυγόνο που αυτή απελευθέρωνε. Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής τού κάθε υφαντού στον κάδο αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη. Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ, αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι’ αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής. Στη συνέχεια τα ρούχα αφαιρούνταν από τον κάδο με τη βοήθεια ενός γάντζου, απλώνονταν σε φράχτες, σε σύρματα που δένονταν στα πλατάνια ή σε μεγάλες πέτρες, ώστε να στραγγίσουν και αφήνονταν να στεγνώσουν στον ήλιο για τουλάχιστον μία μέρα. Στη φωτογραφία η Χ’στούλα, σύζυγος του Δημητρίου Τσίτσα (Κωσταγιάννη), με την εγγονή της Μιμίκα ανάμεσα στις φλοκάτες που απλώθηκαν πάνω στις μεγάλες πέτρες της Γκούρας, για να στεγνώσουν. Πίσω και αριστερά φαίνεται το μικρό ξύλινο γεφύρι, που χρησιμοποιούνταν από τους πεζούς για τη διάβαση της Γκούρας. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Παλιότερα η αλληλοβοήθεια και η συνεργασία των κατοίκων του χωριού μας αλλά και κάθε χωριού, για εργασίες που απαιτούσαν πολλά χέρια για να ολοκληρωθούν, ήταν κανόνας. Οι χωρικοί συνεργάζονταν σε γεωργικές εργασίες (θερισμός, ξεφλούδισμα, αλώνισμα, τρύγος κ.λπ.), στην ποιμενική ζωή (κούρεμα ζώων, ξάσιμο μαλλιού κ.λπ.) και σε περιπτώσεις που επέβαλαν έκτακτες ανάγκες. Μια μορφή συνεργασίας και εθελοντισμού ήταν και η προσωπική εργασία, ο καθορισμός της οποίας, γινόταν από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού. Έτσι, κάθε οικογενειάρχης πρόσφερε ορισμένα μεροκάματα τον χρόνο για έργα κοινής ωφέλειας, όπως η διάνοιξη ή η επισκευή δρόμων, η κατασκευή γέφυρας ή υδραγωγείου, το κτίσιμο εκκλησίας, σχολείου ή τοιχίων κ.λπ. Η προσφορά αυτή είχε ιδιαίτερη αξία, αν λάβει κανείς υπόψη του, ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι αγωνίζονταν σκληρά, για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους και έτσι το ημερομίσθιο αποτελούσε επιτακτική ανάγκη για τον καθένα. Και όμως με χαρά και ευχαρίστηση πρόσφεραν όλοι 10-15 ημερομίσθια τον χρόνο σε κοινοτικά έργα. Στη φωτογραφία βλέπουμε την προσωπική εργασία χωριανών που μεταφέρουν πέτρες με τη μέθοδο της “πάσας”, για το χτίσιμο τοιχίων, μετά τη διάνοιξη του δρόμου από την Καρυά ως την πλατεία του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Η Ελένη Καραλή γνέθει δίπλα στο τζάκι. Η μάλλινη τ’λούπα στηριγμένη στη ρόκα, μετατρέπεται από τα επιδέξια χέρια της σε νήμα-υφάδι, το οποίο τυλίγεται στο αδράχτι. Με το αριστερό χέρι κατεβάζει το μαλλί από την τ’λούπα και με το δεξί δίνει στροφές στο αδράχτι για να γίνει το μαλλί νήμα-υφάδι. Το υφάδι στη συνέχεια θα το περάσει στη σαΐτα και θα το υφάνει στον αργαλειό. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1975. Αλώνισμα (στούμπισμα) με δάρτια στο αλώνι του Βασιλείου Μακαβέλου, στο διάσελο Αγίας Τριάδας. Αλωνίζουν (από αριστερά) οι: Αλκιβιάδης Μακαβέλος, Σοφία Κουτσοσπύρου, Ευαγγελία Γώγου, Ευθυμία Μακαβέλου, Ελένη Μπλέτσου, Ελευθερία Γώγου και Ευάγγελος Μακαβέλος. (Από το φωτογραφικό αρχείο της παπαδιάς Σοφίας Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1975. Κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος τα στάχυα που βρίσκονταν στο πάνω μέρος έσπαζαν και απελευθέρωναν τον καρπό. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και για τα στάχυα που βρίσκονταν στο κάτω μέρος. Για το λόγο αυτό, κατά διαστήματα, σταματούσαν το αλώνισμα και έκαναν το «γύρισμα», κυκλικά. Έβαζαν τα δικράνια μεταξύ του άχυρου και της επιφάνειας του αλωνιού και το γύριζαν, έτσι ώστε το άχυρο να πάει κάτω και τα στάχυα πάνω. Συνήθως τα «γυρίσματα» του αλωνιού ήταν μέχρι τέσσερα. Το αλώνισμα τελείωνε όταν είχαν τριφτεί όλα τα στάχυα και είχε βγει ο καρπός. Εδώ το «γύρισμα» γίνεται από την Ευθυμία Μακαβέλου, τον Αλκιβιάδη Μακαβέλο και τη Σοφία Κουτσοσπύρου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της παπαδιάς Σοφίας Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1975. Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το λίχνισμα, δηλαδή ο πλήρης διαχωρισμός του άχυρου από τον σπόρο, που γίνονταν σε χώρο όπου φυσούσε συχνά ο αέρας. Αφού το αλώνισμα ελευθέρωνε τους σπόρους από το περίβλημά τους και το άχυρο είχε κοπεί σε μικρά κομμάτια, λιχνίζονταν όλο το μείγμα αφού πετιούνταν ψηλά, αντίθετα στη φορά του ανέμου με ειδικό φτυάρι ή δικράνι. Ο αέρας παρέσερνε μακριά το περίβλημα και παραμέριζε το άχυρο, ενώ οι σπόροι, επειδή ήταν βαριοί, ξαναέπεφταν στο αλώνι. Οι λιχνιστάδες ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρατούσε αρκετή ώρα, ανάλογα με τη διάρκεια και την ένταση του ανέμου. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε το βράδυ ή το ξημέρωμα που η αύρα ήταν ιδιαίτερα δυνατή. Διακρίνονται να λιχνίζουν οι Αλκιβιάδης Μακαβέλος και Σοφία Κουτσοσπύρου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της παπαδιάς Σοφίας Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1975. Η Κωνσταντινιά Ρόβα φορτωμένη κλαρί (κουμαριά), που αποτελούσε τροφή των ζώων τους χειμερινούς μήνες. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1975. Όταν το αδράχτι γέμιζε και βάραινε, έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο. Έτσι, το νήμα από το αδράχτι το τύλιγαν και το έκαναν κουβάρι. Επειδή, όμως, τα κουβάρια δεν μπορούσαν να βαφτούν, γιατί ήταν σφιχτά τυλιγμένα τα νήματα, πριν τα βάψουν τα περνούσαν στο τυλιγάδι, το οποίο ήταν ένα ξύλο μακρύ, μια πήχη περίπου, που είχε διχάλες στις δυο του άκρες. Αν δεν είχαν τυλιγάδι, μπορούσαν να το κάνουν με τα χέρια κάποιου άλλου, που τα λύγιζε στον αγκώνα και τα κρατούσε τεντωμένα ή τυλίγοντας κυκλικά την κλωστή στα ορθωμένα γόνατά τους, η οποία γινόταν έτσι μια κουλούρα. Κάποιες φορές περνούσαν κατευθείαν την κλωστή από το αδράχτι στο τυλιγάδι ή στην ανέμη. Ακολουθούσε η νηματοβαφή, με φυτικές, κυρίως, βαφές και πατροπαράδοτες συνταγές, από τα φύλλα, τη ρίζα, τον καρπό ή τη φλούδα δέντρων και μικρότερων φυτών της τοπικής χλωρίδας. Με διαφορετικές αναλογίες από το ίδιο υλικό έπαιρναν διαφορετικές αποχρώσεις. Βέβαια, βάφονταν μόνο όσες κουλούρες ήταν από άσπρα μαλλιά. Τα φυσικά μαύρα, τα “λάϊα”, δεν βάφονταν ούτε και τα καστανόχρωμα. Οι άσπρες κουλούρες έμπαιναν στο καζάνι, μέσα σε βρασμένο νερό με το ανάλογο φυτικό χρώμα, ανακατώνονταν με ένα ξύλο για να βαφτούν όλες οι κλωστές και στη συνέχεια τις ξέβγαζαν σε καθαρό νερό και τις άπλωναν σε φράχτη για να στεγνώσουν. Τα μυστικά της βαφής τα γνώριζαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες και τα μετέδιδαν στις νεότερες. Μετά το βάψιμο τοποθετούσαν, με επιδέξειες κινήσεις, σαν στεφάνι, τις βαμμένες πια κουλούρες στην ανέμη, η οποία ήταν ένα από τα πλέον απαραίτητα όργανα της παραδοσιακής υφαντικής τέχνης, που χρησιμοποιούνταν για το τύλιγμα ή το ξετύλιγμα του νήματος, ανάλογα με την περίσταση. Είχε βάση σταθερή και αποτελούνταν από τέσσερις λεπτές ξύλινες ράβδους, σχεδόν κατακόρυφα τοποθετημένες με μικρή κλίση στο πάνω μέρος προς το κέντρο και συνδεμένες μεταξύ τους άνω και κάτω με δύο αντίστοιχα ξύλινους σταυρούς κατά τέτοιο τρόπο απλό, ώστε να στριφογυρίζει εύκολα όλο το σύστημα γύρω από έναν άξονα, που άρχιζε από τη βάση, περνούσε από το κέντρο του κάτω σταυρού και κατέληγε στο κέντρο του επάνω σταυρού της ανέμης. Γύριζαν την ανέμη και το νήμα που ξετυλιγόταν το τύλιγαν στα μασούρια, που ήταν μικρές και λεπτές βέργες από καλάμι ή ξύλο, 15 περίπου εκατοστών, οι οποίες προσαρμόζονταν στη σαΐτα. Η σαΐτα ήταν ένα ελλειψοειδές ξύλο, που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και κατά μήκος του συγκρατούσε το μασούρι. Τη σαΐτα την “πέταγαν” οι υφάντριες και περνούσε μέσα στο στημόνι και έτσι γινόταν η ύφανση στον αργαλειό. Όταν, όμως, ήθελαν το νήμα να το χρησιμοποιήσουν για το πλέξιμο μετά την περιστροφή της ανέμης το τύλιγαν σε κουβάρια. Επίσης, κάποιες φορές δεν χρησιμοποιούσαν το τυλιγάδι και το νήμα από το αδράχτι ή το κουβάρι το τύλιγαν στην ανέμη για να γίνει κουλούρα και να το βάψουν, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, στην οποία διακρίνεται η Κωνσταντινιά Σιόντη να γυρίζει με το χέρι την ανέμη, στην οποία τυλίγεται το νήμα, ενώ ο εγγονός της Στέφανος ξετυλίγει το κουβάρι. Μπροστά κάθεται η μικρή εγγονή της Μαρία. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Μαρίας Σιόντη). Στη φωτογραφία δεξιά διακρίνονται, από πάνω προς τα κάτω: η σαΐτα, το σφοντύλι και η ρόκα με τα αδράχτια και τα σφοντύλια αριστερά και δεξιά της. (Φωτογραφία: Γιάννης Καραμπούλας) Το κείμενο είναι συνέχεια του κειμένου της φωτογραφίας του 1960 με τις 2 κυρίες που γνέθουν. Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1976. Μετά την αποχώρηση του Γεωργίου Τριψιάνου από το χωριό, ο οποίος πήρε μαζί του και τους αργαλειούς, η Ταπητουργική Σχολή σταμάτησε τη λειτουργία της. Ξαναλειτούργησε, αλλάζοντας στέγη και υπευθύνους, δύο χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1972, στο κτήριο, που βρισκόταν απέναντι από το προηγούμενο υφαντουργείο, ιδιοκτησίας Κων/νου Τρίτσα και δίπλα και αριστερά από το καφεϋαλοπωλείο του ιδίου. Διευθυντής της σχολής διετέλεσε ο Γεώργιος Ρουσόπουλος, που είχε κατάστημα πώλησης χαλιών στην οδό Πανεπιστημίου, στην Αθήνα, ενώ δασκάλα στη σχολή ήταν η Φωτεινή Πλεσίτη από το Θεσπρωτικό (Λέλοβα) Πρέβεζας και υπεύθυνη η συγχωριανή μας Ευαγγελή Ντζιαδήμα. Στη δεύτερη φάση της λειτουργίας τής Ταπητουργικής Σχολής συμμετείχαν λιγότερες υφάντριες, εκ των οποίων κάποιες προέρχονταν από το προηγούμενο υφαντουργείο και κάποιες ήταν νέες, ενώ λίγο πριν κλείσει ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις πέντε. Σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία της το 1976 ή το 1977, οπότε και μετέφερε τις δραστηριότητές της στη Ράμια. Στη φωτογραφία διακρίνονται, στην καταπράσινη αυλή της σχολής με τα λουλούδια, οι υφάντριες την ώρα της εργασίας, οι οποίες σχηματίζουν κουβάρια με το νήμα που προηγουμένως είχαν τυλίξει στην ανέμη. Πρόκειται για τις (από αριστερά): Ανθή Τσιβόλα, Ευαγγελία Φελέκη, Βασιλική Μήτση-Παππά, Ευαγγελή Ντζιαδήμα και Ελένη Βαλτσιωρίτη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1978. Η Ασημούλα Αλπογιάννη υφαίνει στον αργαλειό χεράμι. Έχει περάσει τη σαΐτα και ετοιμάζεται να χτυπήσει το μάλλινο νήμα με το χτένι. Το χεράμι χρησιμοποιούνταν σαν στρωσίδι και σαν ριχτάρι σε καναπέ ή κρεβάτι. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευανθίας Νταβαντζή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Τα παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού μας μπορεί να ήταν φτωχοί σε υλικά αγαθά, αλλά ήταν πλούσιοι σε ψυχικό κόσμο. Είχαν αλληλεγγύη μεταξύ τους, πνεύμα συνεργασίας, προσέτρεχαν σε βοήθεια του πάσχοντος και αδύναμου συγχωριανού τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στις αγροτικές δουλειές εθελοντικά. Τη μια μέρα η μία φιλική ή συγγενική οικογένεια βοηθούσε την άλλη στο θέρισμα, στο αλώνισμα, στο σκάλισμα, στο ξεφλούδισμα κ.λπ. για να ανταποδώσει εκείνη στις επόμενες μέρες. Την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των δημητριακών αποτελούσε τη βάση της οικιακής οικονομίας. Σημαντική θέση στη διαδικασία αυτή είχε η καλλιέργεια του καλαμποκιού, το οποίο εκτός από ζωοτροφή, αποτελούσε και τη βάση της διατροφής της οικογένειας με το καλαμποκίσιο ψωμί και πολλά άλλα εδέσματα που είχαν σαν βάση το καλαμποκάλευρο. Μετά την ωρίμαση και τη συγκομιδή του καλαμποκιού ακολουθούσε το ξεφλούδισμα, το οποίο γινόταν τους πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, νωρίτερα ή αργότερα, ανάλογα αν το καλαμπόκι ήταν πρώιμα σπαρμένο ή όψιμα ή αν ήταν ποτιστικό ή ξερικό. Το ξεφλούδισμα γινόταν τις βραδινές ώρες, όταν πια είχαν τελειώσει οι δουλειές της ημέρας. Το καλαμπόκι είχε ήδη μεταφερθεί μετά το μάζεμα απ’ το χωράφι σε κάποιο κατώι και μετά στ’ αλώνι, όπου είχε στρωθεί σε συνεχή σωρό περιμετρικά και σε απόσταση ενός μέτρου μέσα απ’ την περιφέρεια τ’ αλωνιού. Στο ξεφλούδισμα, το οποίο ήταν σχετικά εύκολη εργασία σε σύγκριση με πολλές άλλες, έτρεχαν όλοι: συγγενείς, φίλοι, γείτονες, σέμπροι, κουμπάροι κ.λπ. και ήταν μια ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα οι χωριανοί, να έρθει ο ένας πιο κοντά στον άλλον, να συσφίξουν τις σχέσεις τους, να διαβάσει ο ένας την ψυχή του άλλου. Ο κάθε ξεφλουδιστής καθόταν, γύρω από τον σωρό του καλαμποκιού, στις πλάκες του αλωνιού, είτε κατάχαμα είτε πάνω σε πρόχειρα στρωσίδια και κρατούσε στα χέρια του το ξύλινο αιχμηρό σουβλί, που χρησίμευε στο άνοιγμα του αποξηραμένου φυλλώματος του καλαμποκιού. Έπιανε με το ένα χέρι τον καρπό, έσκιζε με το σουβλί την κορυφή του φυλλώματος και μετά το τραβούσε δεξιά κι αριστερά, το πίεζε μέχρι να σπάσει το κοτσάνι και να αποκοπεί από το στέλεχος του καλαμποκιού και έτσι στο ένα χέρι έμενε ο καρπός και στ’ άλλο το ροκόφυλλο, η αποξηραμένη φυλλωσιά που κάλυπτε τον καρπό. Ο ξεφλουδισμένος καρπός καθαριζόταν πρόχειρα από τυχόν εναπομείναντα “μουστάκια” του καλαμποκιού και πετιόταν στο κέντρο του αλωνιού. Η διαδικασία του ξεφλουδίσματος ήταν πολύ ευχάριστη και καθώς οι άνθρωποι τότε δεν γνώριζαν τη λέξη άγχος, αλλά ήταν κεφάτοι και χαρούμενοι, παρά τα σημαντικά προβλήματα επιβίωσης που αντιμετώπιζαν, ακούγονταν πολλά αστεία, χωρατά, μουραπάδες (κωμικές διηγήσεις), πειράγματα και κουτσομπολιά, τραγούδια από τους καλλίφωνους της παρέας και παλιές ιστορίες και έτσι μ’ όλα αυτά πέρναγε ευχάριστα η ώρα και η βραδιά αποκτούσε έναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Κάποιες φορές, μάλιστα, κατέφθανε και κάποιος που διέθετε γραμμόφωνο, καλεσμένος ή απρόσκλητος, και τότε ακολουθούσε χορός μετά το τέλος της εργασίας ή ενδιάμεσα, ενώ τα τραγούδια σκόρπιζαν το κέφι κατά τη διάρκεια του ξεφλουδίσματος. Οι νοικοκυρές, που βρισκόταν σε εγρήγορση, δεν ξεχνούσαν τα απαραίτητα κεράσματα, που μπορεί να ήταν ποτά, λουκούμια, πίτες, μεζέδες ή και κανονικό φαγητό. Έτσι, καθώς κυλούσε η βραδιά, υπό το αμυδρό φως των λυχναριών ή της λάμπας πετρελαίου, προχωρούσε και το ξεφλούδισμα και μπροστά στους ξεφλουδιστάδες και στο κέντρο τ’ αλωνιού δημιουργούνταν ο σωρός με τον ξεφλουδισμένο κατακίτρινο καρπό, ενώ πίσω τους έμεναν τα ροκόφυλλα, τα οποία ήταν πολύ καλή τροφή τον χειμώνα για τα “χοντρά” ζώα (αλογομούλαρα, βόδια και αγελάδες) γι’ αυτό σακιάζονταν και μεταφέρονταν στον αχυρώνα. Κάποια απ’ αυτά χρησιμοποιούνταν για το γέμισμα του στρώματος ύπνου. Το κάθε ροκόφυλλο αποτελείται από διαδοχικά φύλλα, πάνω από έξι, που το ένα καλύπτει το άλλο. Όσο προχωράμε προς το εσωτερικό του τόσο πιο λεπτό είναι το φύλλο, ενώ το εσωτερικότερο όλων των φύλλων είναι λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, γι’ αυτό και οι καπνιστές της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα οι νέοι, όταν αισθάνονταν ότι αντρώνονταν, διάλεγαν τέτοια φύλλα, για λόγους οικονομίας, κι έστριβαν τσιγάρο, το οποίο καιγόμενο είχε μία χαρακτηριστική κι όχι άσχημη μυρωδιά. Το ξεφλούδισμα, μιας και ήταν ομαδική εργασία, αποτελούσε ευκαιρία για συνεύρεση και φλερτ αγοριών και κοριτσιών, το οποίο γινόταν διακριτικά με πονηρά κοιτάγματα, με το πέταγμα από το αγόρι ενός καλαμποκιού προς το μέρος της αγαπημένης για να κάνει αισθητή την παρουσία και το ενδιαφέρον του ή απλώνοντας το πόδι κάτω από τα ροκόφυλλα και αγγίζοντας το πόδι της κοπέλας, δήθεν τυχαία! Αυτό το ερωτικό σκίρτημα -που γενικά ήταν καταπιεσμένο από τις συνθήκες του χωριού- μπορούσε να εξελιχθεί σε κρυφό ειδύλλιο και κάποτε και σε γάμο. Σ’ αυτούς, πάντως, που πρόλαβαν τα ξεφλουδίσματα (όπως είναι ο συντάκτης αυτού του σημειώματος), οι στιγμές εκείνες χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη τους, αλλά κάθε φορά που ανοίγει ένα παράθυρό της, εισβάλλει στην ψυχή τους η νοσταλγία κι η θύμηση γίνεται καημός. Στην πρώτη φωτογραφία διακρίνονται από αριστερά και μπροστά η Βασιλική Αλπογιάννη, δίπλα της ο Γεώργιος Πουρναράς και πίσω ο Οδυσσέας Αλπογιάννης, η Αρετή Πουρναρά, η Ερμιόνη Καραλή και η Ελένη Μπλέτσου να ξεφλουδίζουν τα καλαμπόκια του Κων/νου Πουρναρά στην αποθήκη, που βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι όποιος δεν διέθετε αλώνι πραγματοποιούσε το ξεφλούδισμα στο κατώι ή στην αποθήκη του σπιτιού του. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιλιάνας Πουρναρά) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Τα παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού μας μπορεί να ήταν φτωχοί σε υλικά αγαθά, αλλά ήταν πλούσιοι σε ψυχικό κόσμο. Είχαν αλληλεγγύη μεταξύ τους, πνεύμα συνεργασίας, προσέτρεχαν σε βοήθεια του πάσχοντος και αδύναμου συγχωριανού τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στις αγροτικές δουλειές εθελοντικά. Τη μια μέρα η μία φιλική ή συγγενική οικογένεια βοηθούσε την άλλη στο θέρισμα, στο αλώνισμα, στο σκάλισμα, στο ξεφλούδισμα κ.λπ. για να ανταποδώσει εκείνη στις επόμενες μέρες. Την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των δημητριακών αποτελούσε τη βάση της οικιακής οικονομίας. Σημαντική θέση στη διαδικασία αυτή είχε η καλλιέργεια του καλαμποκιού, το οποίο εκτός από ζωοτροφή, αποτελούσε και τη βάση της διατροφής της οικογένειας με το καλαμποκίσιο ψωμί και πολλά άλλα εδέσματα που είχαν σαν βάση το καλαμποκάλευρο. Μετά την ωρίμαση και τη συγκομιδή του καλαμποκιού ακολουθούσε το ξεφλούδισμα, το οποίο γινόταν τους πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, νωρίτερα ή αργότερα, ανάλογα αν το καλαμπόκι ήταν πρώιμα σπαρμένο ή όψιμα ή αν ήταν ποτιστικό ή ξερικό. Το ξεφλούδισμα γινόταν τις βραδινές ώρες, όταν πια είχαν τελειώσει οι δουλειές της ημέρας. Το καλαμπόκι είχε ήδη μεταφερθεί μετά το μάζεμα απ’ το χωράφι σε κάποιο κατώι και μετά στ’ αλώνι, όπου είχε στρωθεί σε συνεχή σωρό περιμετρικά και σε απόσταση ενός μέτρου μέσα απ’ την περιφέρεια τ’ αλωνιού. Στο ξεφλούδισμα, το οποίο ήταν σχετικά εύκολη εργασία σε σύγκριση με πολλές άλλες, έτρεχαν όλοι: συγγενείς, φίλοι, γείτονες, σέμπροι, κουμπάροι κ.λπ. και ήταν μια ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα οι χωριανοί, να έρθει ο ένας πιο κοντά στον άλλον, να συσφίξουν τις σχέσεις τους, να διαβάσει ο ένας την ψυχή του άλλου. Ο κάθε ξεφλουδιστής καθόταν, γύρω από τον σωρό του καλαμποκιού, στις πλάκες του αλωνιού, είτε κατάχαμα είτε πάνω σε πρόχειρα στρωσίδια και κρατούσε στα χέρια του το ξύλινο αιχμηρό σουβλί, που χρησίμευε στο άνοιγμα του αποξηραμένου φυλλώματος του καλαμποκιού. Έπιανε με το ένα χέρι τον καρπό, έσκιζε με το σουβλί την κορυφή του φυλλώματος και μετά το τραβούσε δεξιά κι αριστερά, το πίεζε μέχρι να σπάσει το κοτσάνι και να αποκοπεί από το στέλεχος του καλαμποκιού και έτσι στο ένα χέρι έμενε ο καρπός και στ’ άλλο το ροκόφυλλο, η αποξηραμένη φυλλωσιά που κάλυπτε τον καρπό. Ο ξεφλουδισμένος καρπός καθαριζόταν πρόχειρα από τυχόν εναπομείναντα “μουστάκια” του καλαμποκιού και πετιόταν στο κέντρο του αλωνιού. Η διαδικασία του ξεφλουδίσματος ήταν πολύ ευχάριστη και καθώς οι άνθρωποι τότε δεν γνώριζαν τη λέξη άγχος, αλλά ήταν κεφάτοι και χαρούμενοι, παρά τα σημαντικά προβλήματα επιβίωσης που αντιμετώπιζαν, ακούγονταν πολλά αστεία, χωρατά, μουραπάδες (κωμικές διηγήσεις), πειράγματα και κουτσομπολιά, τραγούδια από τους καλλίφωνους της παρέας και παλιές ιστορίες και έτσι μ’ όλα αυτά πέρναγε ευχάριστα η ώρα και η βραδιά αποκτούσε έναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Κάποιες φορές, μάλιστα, κατέφθανε και κάποιος που διέθετε γραμμόφωνο, καλεσμένος ή απρόσκλητος, και τότε ακολουθούσε χορός μετά το τέλος της εργασίας ή ενδιάμεσα, ενώ τα τραγούδια σκόρπιζαν το κέφι κατά τη διάρκεια του ξεφλουδίσματος. Οι νοικοκυρές, που βρισκόταν σε εγρήγορση, δεν ξεχνούσαν τα απαραίτητα κεράσματα, που μπορεί να ήταν ποτά, λουκούμια, πίτες, μεζέδες ή και κανονικό φαγητό. Έτσι, καθώς κυλούσε η βραδιά, υπό το αμυδρό φως των λυχναριών ή της λάμπας πετρελαίου, προχωρούσε και το ξεφλούδισμα και μπροστά στους ξεφλουδιστάδες και στο κέντρο τ’ αλωνιού δημιουργούνταν ο σωρός με τον ξεφλουδισμένο κατακίτρινο καρπό, ενώ πίσω τους έμεναν τα ροκόφυλλα, τα οποία ήταν πολύ καλή τροφή τον χειμώνα για τα “χοντρά” ζώα (αλογομούλαρα, βόδια και αγελάδες) γι’ αυτό σακιάζονταν και μεταφέρονταν στον αχυρώνα. Κάποια απ’ αυτά χρησιμοποιούνταν για το γέμισμα του στρώματος ύπνου. Το κάθε ροκόφυλλο αποτελείται από διαδοχικά φύλλα, πάνω από έξι, που το ένα καλύπτει το άλλο. Όσο προχωράμε προς το εσωτερικό του τόσο πιο λεπτό είναι το φύλλο, ενώ το εσωτερικότερο όλων των φύλλων είναι λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, γι’ αυτό και οι καπνιστές της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα οι νέοι, όταν αισθάνονταν ότι αντρώνονταν, διάλεγαν τέτοια φύλλα, για λόγους οικονομίας, κι έστριβαν τσιγάρο, το οποίο καιγόμενο είχε μία χαρακτηριστική κι όχι άσχημη μυρωδιά. Το ξεφλούδισμα, μιας και ήταν ομαδική εργασία, αποτελούσε ευκαιρία για συνεύρεση και φλερτ αγοριών και κοριτσιών, το οποίο γινόταν διακριτικά με πονηρά κοιτάγματα, με το πέταγμα από το αγόρι ενός καλαμποκιού προς το μέρος της αγαπημένης για να κάνει αισθητή την παρουσία και το ενδιαφέρον του ή απλώνοντας το πόδι κάτω από τα ροκόφυλλα και αγγίζοντας το πόδι της κοπέλας, δήθεν τυχαία! Αυτό το ερωτικό σκίρτημα -που γενικά ήταν καταπιεσμένο από τις συνθήκες του χωριού- μπορούσε να εξελιχθεί σε κρυφό ειδύλλιο και κάποτε και σε γάμο. Σ’ αυτούς, πάντως, που πρόλαβαν τα ξεφλουδίσματα (όπως είναι ο συντάκτης αυτού του σημειώματος), οι στιγμές εκείνες χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη τους, αλλά κάθε φορά που ανοίγει ένα παράθυρό της, εισβάλλει στην ψυχή τους η νοσταλγία κι η θύμηση γίνεται καημός. Στη φωτογραφία διακρίνονται από αριστερά οι: Αρετή Πουρναρά, Ερμιόνη Καραλή, Ιλιάνα Πουρναρά, Ελένη Μπλέτσου και στην άκρη δεξιά η Βασιλική Πουρναρά. να ξεφλουδίζουν τα καλαμπόκια του Κων/νου Πουρναρά στην αποθήκη, που βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι όποιος δεν διέθετε αλώνι πραγματοποιούσε το ξεφλούδισμα στο κατώι ή στην αποθήκη του σπιτιού του. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιλιάνας Πουρναρά) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1985. Παρασκευή τσίπουρου στην Κρύα Βρύση με τη μέθοδο της απόσταξης. Με τη μέθοδο αυτή θερμαίνεται ένα μείγμα που περιέχει υγρό μέχρι το υγρό να βράσει, οπότε σχηματίζει ατμούς. Οι ατμοί αυτοί οδηγούνται σε μια διάταξη που λέγεται συμπυκνωτής, όπου εκεί ψύχονται και μετατρέπονται σε “καθαρότερη μορφή υγρού”. Για την απόσταξη είναι απαραίτητο το καζάνι, το καπάκι (σκέπασμα) και ο λουλάς. Στο γανωμένο ρακοκάζανο τοποθετούνται τα στέμφυλα (τσίπουρα) που είναι τα υπολείμματα των σταφυλιών (τσαμπιά – κάποιοι δεν τα χρησιμοποιούσαν, γιατί παράγουν επικίνδυνες ουσίες κατά την απόσταξη -, φλούδες, κουκούτσια, και σάρκα) που μένουν μετά το πάτημα και την εξαγωγή του μούστου για την παραγωγή κρασιού. Το καζάνι που στηρίζεται πάνω σε 2 ή 4 πέτρες, κάτω απ’ το οποίο καίει συνεχώς φωτιά καλύπτεται με το καπάκι. Η επαφή τους μονώνεται με ρεντζοπάνια ποτισμένα με στάχτη, πίτουρα ή ζυμάρι ώστε να μην διαφεύγει ο ατμός και στην απόληξη που διαθέτει το καπάκι προσαρμόζεται ένας χάλκινος μακρύς σωλήνας (1,5 – 2 μ.), ο λουλάς. Μισή ώρα, περίπου, μετά το άναμμα της φωτιάς αρχίζει να βράζει το μείγμα (τσίπουρα) και οι ατμοί που δημιουργούνται περνούν από τον λουλά (που έχει κλίση προς το έδαφος), ο οποίος ψύχεται με νερό που φτάνει ως εκεί με αυλάκι ή λάστιχο και με την αλλαγή θερμοκρασίας υγροποιούνται και έτσι στάζει το τσίπουρο στο δοχείο συλλογής, που έχει τοποθετεθεί κάτω από την άκρη του λουλά. Στη φωτογραφία διακρίνονται (από αριστερά) οι: Δημήτριος Πουρναράς, Κων/νος Πουρναράς, Κων/νος Παπαδάς και Νικόλαος Πουρναράς που παρακολουθούν τη διαδικασία της απόσταξης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1985. Ο Κων/νος Πουρναράς βάζει τα ξύλα στη φωτιά και ρυθμίζει την έντασή της, γιατί η ποιοτική παραγωγή του τσίπουρου απαιτεί αργή απόσταξη σε ήπια θερμοκρασία, επειδή έτσι γίνεται πιο αρμονικά η εξάτμιση των πτητικών ουσιών και αποφεύγονται οι δυσάρεστες μυρωδιές. Η ποιότητά του, επίσης, εξαρτάται από την καλή ή την άσχημη χρονιά, το είδος του σταφυλιού, τη ζύμωση των τσίπουρων και τη μαστοριά του βγάλτη. Το πρώτο απόσταγμα, το πρωτοστάλαγμα, είναι πολύ δυνατό καθώς περιέχει πολύ οινόπνευμα και είναι μη πόσιμο, αλλά χρησιμοποιείται σαν γιατρικό για εντριβές και «κούπες» τον χειμώνα. Μετά ακολουθεί το πόσιμο τσίπουρο. Ο βγάλτης κάνοντας τον έλεγχο γεμίζει το ρακογυάλι (μικρό ποτήρι για τη ρακή), το χουφτιάζει στην παλάμη του και το χτυπάει με δύναμη στο γόνατό του και έτσι μετράει τις φυσαλίδες (άλυσο). Όταν αρχίζει να αραιώνει ο άλυσος ο βγάλτης σταματάει την απόσταξη, γιατί από εκεί και ύστερα το τσίπουρο είναι ελαφρύ και με βαριά μυρωδιά (σιαμούτα). Τις περισσότερες φορές γίνεται διπλή απόσταξη για την παραγωγή καλύτερης ποιότητας τσίπουρου. Ρακοκάζανα δεν είχαν όλα τα νοικοκυριά του χωριού, γιατί δεν έβγαζαν μεγάλες ποσότητες τσίπουρου. Όσοι διέθεταν τα δάνειζαν στους υπόλοιπους ή πήγαιναν στις γειτονιές ή στα διάφορα σπίτια που τους καλούσαν και τα έστηναν για παραγωγή τσίπουρου. Η νόμιμη απόσταξη στοίχιζε ακριβά, γιατί η έκδοση άδειας κόστιζε αρκετά. Έτσι σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί μας για 2 μήνες (Οκτώβριο, Νοέμβριο) παρανομούσαν, για να εξασφαλίσουν το αγαπημένο τους ποτό της χρονιάς για οικιακή χρήση και όχι για εμπόριο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1986. Ο Γεώργιος Καραμπούλας με τον συνονόματο εγγονό του, μπροστά στο σχολείο, ενώ επιστρέφουν από το ημερήσιο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα με τα σύνεργα και υλικά του φορητού καφενείου, που λειτούργησαν εκεί. Το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα ήταν δεύτερο σε αξία μετά από αυτό του Πάτερ Κοσμά. Γίνονταν γλέντι την παραμονή το βράδυ στην πλατεία του χωριού και ακολουθούσε ανήμερα της γιορτής του αγίου ολοήμερο πανηγύρι στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα, που ολοκληρώνονταν το βράδυ στην πλατεία του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1904. Χωριανοί στην κάτω πλατεία με τις σκαμνιές (εκεί που σταθμεύουν σήμερα τα αυτοκίνητα), μπροστά από το σχολείο που υπήρχε εκεί, την Τρίτη του Πάσχα, λίγο πριν το χορό και το πανηγύρι που γινόταν τότε σ’ αυτόν το χώρο. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευγενίας Γαλαζούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1932. Πλήθος χωριανών-προσκυνητών στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα την ημέρα της μνήμης του αγίου (27 Ιουλίου), καθισμένοι στα πεζούλια και στο επικλινές έδαφος. Καταφέραμε να αναγνωρίσουμε τους Ιωάννη Κουτσοσπύρο και Αριστοτέλη Νταβαντζή (στο κέντρο με τα κασκέτα) και τον μαθητή Αλέξανδρο Νταβίσκα (όρθιο μπροστά και αριστερά). Στα παλιότερα χρόνια οι συγχωριανοί μας έδιναν τον σκληρό καθημερινό τους αγώνα για την επιβίωση, παράγοντας μόνοι τους τα πάντα που είχαν σχέση με την τροφή και την ενδυμασία. Έτσι ζούσαν στην απομόνωση-κυρίως οι γυναίκες-και καθώς δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και πικ-απ, η διασκέδαση έλειπε παντελώς αν εξαιρεθούν τα γλέντια που γίνονταν στους γάμους, στα βαφτίσια και μερικές φορές με το τέλος γεωργικών εργασιών (ξεφλουδίσματα κ.λπ.), κυρίως με τα γραμμόφωνα. Έτσι τα πανηγύρια, πέρα από την έκφραση της θρησκευτικότητας των κατοίκων και τη λατρεία προς τον/την εορτάζοντα/ουσα άγιο/ία, ήταν μια όαση, μια στιγμή ξεγνοιασιάς, μια ευκαιρία για διασκέδαση, γλέντι, χαρά και ξεφάντωμα, ένα διάλειμμα από τη σκληρή και κοπιαστική καθημερινή βιοπάλη. Το πανηγύρι αποτελούσε τόπο ανταμώματος των κατοίκων του χωριού και γνωριμίας με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών που έφταναν στην τοπική γιορτή. Επιπλέον παρείχε την ευκαιρία στους νέους και τις νέες για γνωριμία και για προξενιά με τελική κατάληξη τις περισσότερες φορές τον γάμο, μιας και η συχνή επικοινωνία μεταξύ τους, λόγω των αυστηρών ηθών, ήταν πάρα πολύ δύσκολη έως αδύνατη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ευριπίδη Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1953. Ο Άγιος Κων/νος αποτελεί σημείο αναφοράς για τη Ρουπακιά και τους κατοίκους της. Έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς χτίστηκε το ξωκκλήσι. Οι Ρουπακιώτες, μετά το τέλος του εμφυλίου, ήθελαν να χτίσουν ένα εκκλησάκι στον οικισμό τους. Έγιναν αρκετές συζητήσεις και προτάσεις, όμως δεν κατέληξαν ούτε στον άγιο που θα το αφιέρωναν ούτε στην τοποθεσία ανέγερσης για την οποία υπήρξαν πολλές προτάσεις. Όταν όμως ο Δημήτριος (Μήτσος) Καραμπούλας, που κατοικούσε στη Ρουπακιά 1 χλμ. χαμηλότερα από τη θέση που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι, πληροφορήθηκε ότι ο γιος του, Κων/νος Καραμπούλας, σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, που υπηρετούσε ως φαντάρος, αφού βίωσε τον πιο δυνατό πόνο που μπορεί να νιώσει κάθε γονιός και έκανε τα προβλεπόμενα τρισάγια και μνημόσυνα, παραχώρησε ένα από τα χωράφια του για να χτιστεί εκεί μια μικρή εκκλησία, που θα ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κων/νο, στη μνήμη του αποθανόντος γιου του Κων/νου. Πράγματι λοιπόν οι χωριανοί ανταποκρίθηκαν, όπως έκαναν πάντα τότε, και με προσωπική εργασία, χωρίς καμιά αμοιβή άρχισαν τις εργασίες ανέγερσης. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν κορυφαίοι τεχνίτες της πέτρας με περίσσια μαστοριά, πολλοί πρόθυμοι χωριανοί με διάθεση προσφοράς για βοηθητικές εργασίες και αρκετές αντρογυναίκες που μετέφεραν στις στιβαρές πλάτες τους τις πέτρες. Για την εξόρυξη και τη λάξευση της πέτρινης ύλης δούλευε καθημερινά ο δεξιοτέχνης Λαμπράκης Τσούνης, που “έκοβε” πέτρες για την τοιχοποιία του ναού και πλάκες για τη σκεπή του, από πεζούλες που βρίσκονταν γύρω και κυρίως κάτω από το σημείο ανέγερσης. Τα Σαββατοκύριακα και στις γιορτές – γιατί τις άλλες μέρες είχαν τις δουλειές τους – οι γυναίκες φορτώνονταν τις πέτρες και τις μετέφεραν εκεί αγόγγυστα, όπου τις ίδιες ημέρες ξεχωριστοί χτίστες με θαυμαστή ικανότητα και μεράκι δούλευαν υπομονετικά και μεθοδικά δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό. Πρόκειται για τους: Ιωάννη Νταλακούρα, Δημήτριο Κ. Τσίτσα Δημήτριο Ρόβα, Παντελή Ρόβα, Ανδρέα Κραμπή, Δημήτριο Τσούνη κ.ά. Τα ξύλα για τη σκεπή τα έβγαλαν ο Νικόλαος Καραμπούλας, ο Γεώργιος Καραμπούλας και ο Γεώργιος Τσίτσας. Το τέμπλο το δημιούργησε ο Παντελής Σιόντης. Τα χρήματα για τις πόρτες και τα παράθυρα τα διέθεσε ο Γεώργιος Ν. Θεοδωρής και την κατασκευή έκανε ο Παντελής Λύκος. Έτσι σιγά-σιγά το εκκλησάκι αποπερατώθηκε και πήρε την τελική του μορφή το 1953. Στην πρώτη γιορτή του Αγίου οι χωριανοί διαπίστωσαν ότι ο προαύλιος χώρος δεν ήταν αρκετός για να τους χωρέσει και γι’ αυτό παρακάλεσαν τον μπαρμπα-Μήτσο να παραχωρήσει και το διπλανό χωράφι, αυτό που βρίσκεται πάνω από το πεζούλι, που υπάρχει σήμερα εκεί και αυτός ανταποκρίθηκε. Όμως λίγα χρόνια μετά ο Κων/νος Καραμπούλας, εκπλήσσοντας τους πάντες, επέστρεψε…ζωντανός! Δεν είχε σκοτωθεί αλλά, όπως υποστήριξε, τραυματίστηκε και κατέφυγε στην Αλβανία, όπου παρέμενε περίπου για μια δεκαετία. Του παραχωρήθηκε, ως ανάπηρο πολέμου, άδεια περιπτέρου, το οποίο υπήρχε στην άκρη της πλατείας πιο πάνω από το ιερό της εκκλησίας μέχρι το 1986. Όσο απρόσμενη ήταν η επανεμφάνισή του, τόσο απρόβλεπτη και προβληματική ήταν η συμπεριφορά του στον μετέπειτα βίο του, με αποκορύφωμα την αναίτια δολοφονία δύο συγχωριανών μας, του Ελευθερίου Παπαδά και του Ελευθερίου Σχαλέκη, το 1985. Άφησε αμετανόητος την τελευταία του πνοή στη φυλακή, περίπου μια δεκαετία αργότερα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Καραμπούλα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1953. Οι Σκιαδάδες, αν και ανήκουν διοικητικά στην Κοινότητα Βουργαρελίου, εντούτοις έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με το χωριό μας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ο πλησιέστερος οικισμός που δεν ανήκει σ’ αυτό. Αποτέλεσμα αυτής της εγγύτητας ήταν οι μαθητές της Ρουπακιάς για αρκετά χρόνια να φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο Σκιαδάδων, πολλοί εργάτες και τεχνίτες του χωριού μας να εργαστούν στις Σκιαδάδες και αντιστρόφως και αρκετοί γάμοι να προκύψουνν μεταξύ κατοίκων του χωριού μας και του διπλανού οικισμού. Είναι λογικό, λοιπόν, την πιο λαμπρή μέρα των Σκιαδάδων, τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τη γιορτή που έχει ιδιαίτερη θέση στο εορτολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας και τη γιορτάζει όλη η Ελλάδα με τον πλέον λαμπρό τρόπο απ’ άκρου σε άκρο, σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί μας, επειδή στο χωριό μας δεν υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, να πηγαίνουν με τα πόδια στις Σκιαδάδες, ευλαβικοί προσκυνητές, στην παλιά εκκλησία στην αρχή και στην καινούρια αργότερα, έως και σήμερα. Μετά τη Θεία Λειτουργία, μάλιστα, όλοι οι προσκυνητές είχαν σαν προορισμό τους τη μικρή πλακόστρωτη πλατεία με τα τεράστια βαθύσκιωτα πλατάνια και τις πέτρινες βρύσες με το γάργαρο νερό, όπου γινόταν το πανηγύρι. Δεν επέστρεφε κανείς στο σπίτι του, αν δεν πήγαινε πρώτα εκεί, σαν αυτό να αποτελούσε συνέχεια του τελετουργικού της ημέρας. Στη φωτογραφία συγχωριανοί μας φωτογραφίζονται, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, δίπλα από την εκκλησία. Διακρίνονται, όρθιοι, από αριστερά, οι: Κων/νος Βασιλείου, Γεώργιος Βασιλείου, Χρυσάνθη Τσιρώνη, Αντώνιος Γαλαζούλας, Κων/νος Πουρναράς, Γεωργία Κοτελίδα και Ελευθέριος Κοτελίδας. Καθιστοί, οι: Λαμπρινή Βασιλείου, Ουρανία Γαλαζούλα, Αγγελική Τσιρώνη και Ευγενία Γαλαζούλα. Πίσω φαίνονται οι γκρεμοί που βρίσκονται κάτω από τον δρόμο Διάσελο – Αγία Κυριακή – Βουργαρέλι. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Γ. Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1954. Ο Ιωάννης Κοτελίδας, ο Κων/νος Ντζιαδήμας, ο Παντελής Καραμπίνης και ο Ευριπίδης Κουτσοσπύρος με άψογο στυλ και τη λάμψη της νιότης, φωτογραφίζονται μπροστά από το εκκλησάκι του Πατροοσμά, που χτίστηκε το 1947, την ημέρα της μνήμης του (24 Αυγούστου). Η επέκταση του ναού δυτικά με τη δημιουργία πρόναου και η φύτευση των δέντρων έγιναν αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 70. Παρατηρούμε ότι οι προσκυνητές ήταν λίγοι σε σχέση με σήμερα, γιατί δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος και η πρόσβαση ήταν αρκετά δύσκολη και επίπονη. Δεξιά του ναού διακρίνεται η πέτρα με τους δύο ξύλινους σταυρούς, όπου στάθηκε και δίδαξε ο Πατροκοσμάς, τη δεκαετία του 1770, όταν σε μία από τις περιοδείες του πέρασε από τον χώρο αυτό. Οι σταυροί δεν άντεξαν στη φθορά του χρόνου και αντικαταστάθηκαν από τον τσιμεντένιο που υπάρχει σήμερα εκεί πάνω στην τσιμεντένια τράπεζα, όπου γίνεται ο αγιασμός μετά τη Θεία Λειτουργία. Πίσω τα αγέρωχα Τζουμέρκα υποκλίνονται στην ιερότητα του χώρου και αφουγκράζονται τις διδαχές του Αγίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ευριπίδη Κουτσοσπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1956. Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα) στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας οι πιστοί συγχωριανοί μας βγήκαν από τον μικρό ναό και τους βλέπουμε στον προαύλιο χώρο. Στο κάτω μέρος μια μεγάλη παρέα ποζάρει στον φακό για μια αναμνηστική φωτογραφία. Διακρίνονται από αριστερά οι: Χρήστος Χρηστίδης, Χαρίλαος Καραΐσκος, Αικατερίνη Χρηστίδη, Σαββούλα ή Γεωργία Διαμάντη (κόρη του Αποστόλου Διαμάντη από το Βουργαρέλι), Ειρήνη Παππά, Γιολάντα Τσιλώνη, Αφροδίτη Πουρναρά, Ευαγγελία Πουρναρά (δασκάλα στο Δ.Σ. Κυψέλης), Αντώνιος Κράβαρης (δάσκαλος στο Δ.Σ. Κυψέλης), π. Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας Κυψέλης), ο γιος του Απόστολος Λιάσκας (μπροστά), Γεωργία Λιάσκα (πρεσβυτέρα), Γλυκερία Παππά (πρεσβυτέρα), π. Βασίλειος Παππάς (ιερέας Καλλονής), Ιωάννης Λύκος (δάσκαλος στο Δ.Σ. Κυψέλης), Βικτωρία Λύκου και Ιωάννης Παπαχρήστος (δάσκαλος στο Δ.Σ. Καλλονής). Μπροστά κάθονται τα παιδιά: Δημήτριος Λιάσκας και Γεώργιος Λιάσκας (γιοι του Χαρίλαου Λιάσκα), …, Γεωργία Παππά (κόρη του Βασιλείου Παππά -με τον φιόγκο στα μαλλιά), Στέλλα Παπαχρήστου και Ναυσικά Παπαχρήστου (κόρες του Ιωάννη Παπαχρήστου), Αλίκη Καραμπούλα, …, Ευαγγελία Μούτου. Στα άκρα της φωτογραφίας εικονίζονται δύο χωροφύλακες του Αστυνομικού Τμήματος Βουργαρελίου, των οποίων δεν γνωρίζουμε τα ονόματα. Από το κτηριακό συγκρότημα της μονής, που χτίστηκε γύρω στο 1700, σήμερα σώζεται ο κεντρικός ναός, που αποτελούσε το καθολικό της μονής και διακρίνεται λίγο στη φωτογραφία. Από τα κελιά, τον μαντρότοιχο και την κεντρική είσοδο σώζονται μόνο ερείπια. Ο ναός είναι λιτός, με μικρές διαστάσεις και δεν εντυπωσιάζει εξωτερικά με την αρχιτεκτονική γραμμή του. Έχει μήκος 10 μ., πλάτος 5 μ. και ύψος 4 μ. Είναι πέτρινο κτίσμα, με κεραμιδένια στέγη, που αντικατέστησε την αρχική, που ήταν από σχιστόπλακες, όπως φαίνεται στη φωτογραφία. Οι τοιχογραφίες του είναι θαυμάσιες, διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση και καλύπτουν όλες τις πλευρές τού κυρίως ναού και του ξεχωριστού νάρθηκα. Όλες οι παραστάσεις αποκαλύπτουν το θείο μεγαλείο και εντυπωσιάζουν με τις πλούσιες πτυχώσεις των ενδυμάτων, τη ζωηρή κίνηση των προσώπων και την άριστη πλαστικότητα των κτηρίων. Αντίθετα δεν υπάρχει χρωματική ποικιλία και η τονικότητα των χρωμάτων δεν είναι έντονη. Απεικονίζουν μορφές αγίων και μαρτύρων με ιδιαίτερη κομψότητα στη φόρμα, σκηνές με θεϊκή δύναμη από τη ζωή του Χριστού και της Θεοτόκου, ιδιαίτερες εικόνες από τη δημιουργία του σύμπαντος και των πρωτοπλάστων, τη φοβερή Δευτέρα Παρουσία κ.ά. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ναυσικάς Παππά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1956 ή 1957. Χορευτές στο πανηγύρι του Πάτερ Κοσμά στους πρόποδες των Τζουμέρκων. Στον χώρο τότε δεν υπήρχαν δέντρα και γι’ αυτό διακρίνονται κάποιοι με ομπρέλες και σκέπαστρα με φτέρες. Οι ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές δεν εντάσσονται σε χορευτικό, αλλά ντύθηκαν με δική τους πρωτοβουλία. Χορεύουν οι: Θωμάς Νταλακούρας, Γεώργιος Πουρναράς, δεν αναγνωρίζεται (πιθανόν καταγόταν από τα Θεοδώριανα και ήταν φίλος του Θωμά Νταλακούρα), Γεώργιος Πουρναράς, Αλέκος Αλπογιάννης και Χρήστος Τζούμας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Μετά τη Θεία Λειτουργία όλοι οι προσκυνητές είχαν σαν προορισμό τους, όπως αναφέραμε, τη μικρή πλακόστρωτη πλατεία με τα τεράστια πλατάνια και τις πέτρινες βρύσες. Δεν επέστρεφε κανείς στο σπίτι του, αν δεν πήγαινε πρώτα στις βρύσες, σαν αυτό να αποτελούσε συνέχεια του τελετουργικού της ημέρας. Εκεί τους περίμεναν αυτός ή αυτοί που λειτουργούσαν αυτή την ημέρα καφενείο, για να τους προσφέρουν καφέ, ποτό, αναψυκτικό ή λουκούμι. Η ορχήστρα στηνόταν στο πίσω μέρος της πλατείας, αριστερά από τον αιωνόβιο πλάτανο και απέναντι από τις βρύσες. Μόλις όλοι οι προσκυνητές έπαιρναν τη θέση τους στον χώρο, άρχισε ο χορός, ο οποίος συνεχιζόταν μέχρι αργά το απόγευμα και επαναλαμβανόταν το βράδυ. Στα πανηγύρια, τότε, χόρευε κάθε παρέα ξεχωριστά, αφού έπαιρνε νούμερο (αριθμό) από την ορχήστρα για τη σειρά χορού, η οποία τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια, αλλιώς θα γινόταν παρεξήγηση και θα προκαλούνταν εντάσεις και διαπληκτισμοί. Κάθε χορευτής χόρευε, συνήθως, δύο τραγούδια, ένα τσάμικο και ένα συρτό, και όχι περισσότερα για να μπορέσουν να χορέψουν όλοι με τη σειρά τους. Στη φωτογραφία εικονίζεται μία παρέα συγχωριανών μας την ώρα του χορού. Διακρίνονται στην αριστερή φωτογραφία οι: Ιουλία (Λίτσα) Λύκου, Επαμεινώνδας Σιόντης, Μαρία Καραλή, Ειρήνη Παππά, Λαμπρινή Λιάκου, Αγγελική Τσίτσα (;), Ευγενία Σιόντη, Βασίλειος Λιάκος, Αγλαΐα Σερεπίσιου και Αλέκος Σερεπίσιος. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας (Λίτσας) Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Μετά τη Θεία Λειτουργία όλοι οι προσκυνητές είχαν σαν προορισμό τους, όπως αναφέραμε, τη μικρή πλακόστρωτη πλατεία με τα τεράστια πλατάνια και τις πέτρινες βρύσες. Δεν επέστρεφε κανείς στο σπίτι του, αν δεν πήγαινε πρώτα στις βρύσες, σαν αυτό να αποτελούσε συνέχεια του τελετουργικού της ημέρας. Εκεί τους περίμεναν αυτός ή αυτοί που λειτουργούσαν αυτή την ημέρα καφενείο, για να τους προσφέρουν καφέ, ποτό, αναψυκτικό ή λουκούμι. Η ορχήστρα στηνόταν στο πίσω μέρος της πλατείας, αριστερά από τον αιωνόβιο πλάτανο και απέναντι από τις βρύσες. Μόλις όλοι οι προσκυνητές έπαιρναν τη θέση τους στον χώρο, άρχισε ο χορός, ο οποίος συνεχιζόταν μέχρι αργά το απόγευμα και επαναλαμβανόταν το βράδυ. Στα πανηγύρια, τότε, χόρευε κάθε παρέα ξεχωριστά, αφού έπαιρνε νούμερο (αριθμό) από την ορχήστρα για τη σειρά χορού, η οποία τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια, αλλιώς θα γινόταν παρεξήγηση και θα προκαλούνταν εντάσεις και διαπληκτισμοί. Κάθε χορευτής χόρευε, συνήθως, δύο τραγούδια, ένα τσάμικο και ένα συρτό, και όχι περισσότερα για να μπορέσουν να χορέψουν όλοι με τη σειρά τους. Στη φωτογραφία χορεύει πρώτη η Λαμπρινή Λιάκου, την οποία κρατάει ο αδερφός της Βασίλειος Λιάκος και ακολουθούν οι: Επαμεινώνδας Σιόντης, Μαρία Καραλή, Ιουλία (Λίτσα) Λύκου, Ειρήνη Παππά, Αγγελική Τσίτσα (;), Ευγενία Σιόντη, Αγλαΐα Σερεπίσιου και Αλέκος Σερεπίσιος. Δεξιά φαίνεται ο πάγκος του καφενείου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας (Λίτσας) Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1959. Η παρέα τελειώνοντας τον χορό επέστρεψε στη θέση της, στο πεζούλι, δεξιά από τις βρύσες. Διακρίνονται, από αριστερά, οι: Ευγενία Σιόντη, Ειρήνη Παππά, Μαρία Καραλή, (…), Ιουλία Λύκου και Επαμεινώνδας Σιόντης. Τη μικρή πλατεία περιζώνουν πέτρινα πεζούλια, στα οποία κάθονται οι άνθρωποι. Δεν χρησιμοποιούνται, την ημέρα του πανηγυριού, καρέκλες και τραπέζια ή χρησιμοποιούνται ελάχιστα, γιατί ο χώρος είναι μικρός. Πίσω από το πεζούλι υπάρχει τοίχος για να ακουμπάνε όσοι κάθονται σ’ αυτό, ο οποίος οριοθετεί την πλατεία και είναι χαμηλός στην ανατολική και νότια πλευρά και ψηλότερος, αυξανόμενος σταδιακά, στη δυτική και βόρεια, ενώ η είσοδος γίνεται από την ανατολική πλευρά. Στο κέντρο του τοίχου της βόρειας πλευράς διακόπτονται τα πεζούλια, γιατί υπάρχει η “Κασταλία”, που αποτελείται από δύο πέτρινες βρύσες και τον “Αράπη”, μια πέτρινη ανάγλυφη παράσταση ανθρώπινης κεφαλής, που χρησιμοποιείται εδώ ως κρουνός, πιθανότατα παίζοντας τον ρόλο ενός “φύλακα” του πολύτιμου αυτού φυσικού στοιχείου. Από την πέτρινη μορφή, όπως και από τις βρύσες, ρέει ασταμάτητα γάργαρο και δροσερό νερό. Επιπλέον υπάρχουν στον τοίχο εναλλάξ ανάμεσα στις βρύσες και τέσσερις εσοχές, δύο αψιδωτές και δύο τετράγωνες, διακοσμητικές, αλλά και για την τοποθέτηση μικρών αντικειμένων, όπως ποτηριών, κανατών κ.ά. Ολόκληρη η κατασκευή, η οποία στην κορυφή της σχηματίζει αέτωμα, προεξέχει του τοίχου και μοιάζει με ανάγλυφη. Το νερό περνάει κάτω από την πλατεία και κατέληγε, τότε, σε μία στέρνα, που τη χρησιμοποιούσαν για πότισμα. Αυτή αποτελούσε αξιοθέατο για όλα τα παιδιά την ημέρα αυτή, ενώ σήμερα δεν υπάρχει πια. Τον πέτρινο τοίχο και τις πέτρινες κατασκευές, βρύσες και ανθρώπινη μορφή, κατασκεύασε, με πολλή τέχνη και μεράκι, τον Σεπτέμβριο του 1927, ο δεξιοτέχνης πρωτομάστορας της πέτρας, συγχωριανός μας Ιωάννης Νταλακούρας. Το 1981, στην άκρη της πλατείας προς τα δυτικά, κατασκευάστηκε κτήριο, το οποίο λειτουργούσε ως καφενείο, τους καλοκαιρινούς μήνες, ο Σταύρος Λαμπράκης. Τα τελευταία 3 χρόνια το λειτουργεί για 1 μήνα το καλοκαίρι, ο Γεώργιος Φλούδας από την Καλλονή. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας (Λίτσας) Λύκου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1960. Συγχωριανοί μας χορεύουν στον Πατροκοσμά, το απόγευμα, με κέφι μεγάλο και όρεξη για χορό ανεξάντλητη. Το πανηγύρι τότε ήταν ολοήμερο και κρατούσε ως αργά το απόγευμα, μιας και στην πλατεία του χωριού δε γινόταν το βράδυ πανηγύρι, όπως σήμερα. Ευτυχείς που βρίσκονται στον ιερό χώρο όπου περπάτησε και δίδαξε ο Πάτερ Κοσμάς, εκφράζουν τα συναισθήματά τους με τη γλώσσα του σώματος. Οι ήχοι της παραδοσιακής μουσικής αγγίζουν τις ψυχές τους, τους εμπνέουν και καθοδηγούν τα βήματά τους. Χορεύουν μερακλωμένοι (από αριστερά) οι: Γεώργιος Παπαγεωργίου, Βασίλειος Κατσικογιώργος, Χρήστος Τσώλης (από την Πράμαντα), Ιωάννης Πουρναράς, Μάνθος Καραμπούλας και Χρήστος Πουρναράς. Στο μικρόφωνο (αριστερά) ο τραγουδιστής Βασίλειος Σπύρος (από τα Λαγκάδια). Πίσω διακρίνεται το κιόσκι με κλαδιά πλάτανου και φτέρες που χρησιμοποιούνταν για σκιά, γιατί τότε δεν υπήρχαν δέντρα, όπως σήμερα. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του Χρήστου Τσώλη (διακρίνεται στη φωτογραφία πίσω και αριστερά από τον Χρήστο Πουρναρά) με τα δυο παιδιά του δημιούργησαν στην Καλλονή ασβεστοκάμινα, όπου με την πυράκτωση του ασβεστόλιθου παραγόταν ο ασβέστης, που χρησιμοποιούνταν ως οικοδομικό υλικό στις τοιχοποιίες του αυτοκινητόδρομου. Επίσης σπάζανε πέτρες και δημιουργούσαν χαλίκι για το στρώσιμο του δρόμου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Χορός στην Αγία Μαρίνα, στις 17 Ιουλίου, μετά τη Θεία Λειτουργία και τη Δοξολογία που προηγήθηκαν. Το εκκλησάκι, όπως όλα τα ξωκκλήσια, φορούσε τα γιορτινά την ημέρα της γιορτής του. Φρόντιζαν γι’ αυτό οι κάτοικοι, και κυρίως τα κορίτσια, των οποίων τα σπίτια τους βρίσκονταν κοντά στο εκκλησάκι που γιόρταζε. Αρκετές μέρες πριν καθάριζαν, με ιδιαίτερη φροντίδα, το εσωτερικό του ναού, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο, ώστε ανήμερα της γιορτής όλα να λάμπουν και να υποδεχτούν τους προσκυνητές με γιορτινό χρώμα. Συνηθιζόταν τότε, και επικράτησε ως έθιμο, σε όλα τα πανηγύρια πρώτοι να σέρνουν τον χορό οι κάτοικοι της γειτονιάς, αυτοί που ζούσαν κοντά στο εκκλησάκι, γιατί ο εορτάζων Άγιος θεωρούνταν “δικός τους” και ήθελαν έτσι να τον τιμήσουν. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ που χορεύουν τα 5 από τα 10 παιδιά του Δημητρίου (Δήμου) Ρόβα, που η κατοικία τους απείχε ελάχιστα από το εκκλησάκι και η ανιψιά του (Αντιγόνη). Πρώτη σέρνει τον χορό η Ελένη Καραμπούλα, την οποία κρατάει ο αδελφός της Βασίλειος Ρόβας και ακολουθούν οι: Βασιλική Ρόβα, Γεωργία Κουτσοκώστα, Αντιγόνη Ρόβα και Φρειδερίκη Ρόβα. Παρακολουθούν (αριστερά) ο Ευάγγελος Ρόβας (γιος κι αυτός του Δημητρίου) και ο Ιωάννης Κατσικογιώργος. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι πίσω από τους χορευτές, στο τμήμα της Ρουπακιάς που περιλαμβάνεται στη φωτογραφία, υπάρχουν πολλά χωράφια καλλιεργημένα, τα οποία, δυστυχώς, αφέθηκαν στη μοίρα τους, όταν οι ιδιοκτήτες τους “έφυγαν” και οι νέοι αναζήτησαν καλύτερη τύχη στα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν μετατραπεί, σχεδόν όλα, σε δασικές εκτάσεις. Στο φόντο κυριαρχούν, με εντυπωσιακό τρόπο, τα πανέμορφα Τζουμέρκα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Ο χορός συνεχίζεται με εναλλαγή των χορευτών και εδώ διακρίνονται οι: Βασίλειος Γεωργίου (ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας αρχικά στην Καλλονή και κατόπιν στη Ράμια), Περικλής Κραμπής, Αχιλλέας Λύκος, Στέφανος Σιόντης, Δημήτριος Ρόβας και Χρήστος Ντζιαδήμας. Κλείνουν τον χορό (αριστερά) οι μικροί χορευτές: Βαΐτσα (Βάντα) Θεοδωρή, Ιωάννης Καραμπούλας και Χαρίκλεια Θεοδωρή. Δεύτερη, από αριστερά, παρακολουθεί η Λαμπρινή Ρόβα. Διακρίνεται λίγο το παλιό εκκλησάκι, το οποίο, δυο χρόνια αργότερα, ο Δημήτριος Ρόβας, μαζί με τον αδερφό του Παντελή, ανοικοδόμησαν και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή. Θυμάμαι ότι τον πρώτο χορό στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας έσερνε πάντα ο Δημήτριος (Δήμος) Ρόβας, χορεύοντας ένα συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο μάλιστα ζητούσε από την ορχήστρα να το προσαρμόσει στην περίσταση και έτσι το γνωστό τραγούδι “Παιδιά της Σαμαρίνας” γινόταν: “Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα/παιδιά της Αϊ-Μαρίνας (αντί Σαμαρίνας)/ μωρέ παιδιά καημένα…”. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι και στο σπίτι, που βρισκόταν κοντά στο εξωκκλήσι, παρατηρούνταν οργασμός προετοιμασιών (βάψιμο, σκούπισμα, παρασκευή γλυκών, προμήθεια ποτών κ.λπ.) λίγες μέρες πριν τη γιορτή του/ης αγίου/ας. Το σπίτι έπρεπε να είναι έτοιμο, επειδή υπήρχε η συνήθεια το σύνολο σχεδόν των προσκυνητών να περνάει από εκεί μετά τη Θεία Λειτουργία ή το τέλος του πανηγυριού για να ευχηθεί, γιατί σίγουρα θα υπήρχε κάποιο όνομα στο σπίτι που θα γιόρταζε εκείνη την ημέρα. Τα παιδιά περίμεναν κι αυτά με ιδιαίτερη προσμονή την ημέρα αυτή, γιατί θα ήταν η μοναδική ημέρα του χρόνου που θα τους δινόταν η ευκαιρία να παίξουν με τόσο μεγάλο αριθμό συνομηλίκων στο σπίτι τους. Ανήμερα της γιορτής το σπίτι γέμιζε και οι οικοδεσπότες πρόσφεραν, με χαρά, σε όλους γλυκά, ποτά ή και φαγητά. Εγκάρδιες ευχές ανταλλάσσονταν και οι χαρούμενες παιδικές φωνές αντηχούσαν ως το απόγευμα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Ο ρόλος των πανηγυριών, πέρα από τη λατρεία προς τον τοπικό άγιο/ία, τον εορτασμό της μνήμης του/της και την έκφραση της θρησκευτικότητας των κατοίκων, ήταν σημαντικός στις μεταπολεμικές δεκαετίες, γιατί δινόταν η ευκαιρία στους συγχωριανούς να βρεθούν όλοι μαζί, να ανταλλάξουν απόψεις, να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν. Αυτό ίσχυε περισσότερο για τις γυναίκες, οι οποίες είχαν λιγότερες ευκαιρίες εξόδου. Στα πανηγύρια βρισκόταν και ο φωτογράφος του χωριού ή και κάποιοι, λίγοι είναι αλήθεια, που διέθεταν φωτογραφική μηχανή. Έτσι, οι περισσότερες φωτογραφίες έβγαιναν εκεί και γιατί όλοι φορούσαν τα “καλά” τους και επειδή τους δινόταν η ευκαιρία για ομαδικές φωτογραφίες. Εδώ αρκετοί κάτοικοι από τη Ρουπακιά δημιούργησαν μία ομάδα και μαζί με κάποιους από τις Σκιαδάδες και τον Μέγα Λόγγο ποζάρουν στον φωτογραφικό φακό. Βρίσκονται στον Άγιο Παντελεήμονα, ανήμερα της γιορτής του αγίου, στις 27 Ιουλίου, κάτω από την παλιά εκκλησία, που διακρίνεται λίγο πάνω αριστερά. Η διαμόρφωση του χώρου ήταν διαφορετική από τη σημερινή και τότε δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμος εκεί. Αξίζει να αναφερθεί ότι το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα ήταν διήμερο (παραμονή το βράδυ στην πλατεία, ανήμερα το πρωί στον προαύλιο χώρο του ναού και το βράδυ πάλι στην πλατεία) και δεύτερο μετά αυτό του Πατροκοσμά. Στη φωτογραφία διακρίνονται στην 1η σειρά, την οποία προτίμησε η νεολαία, οι: Ειρήνη Δ. Τσιούνη, (δεν αναγνωρίζεται), Πολυξένη Δ. Κολοκύθα (;), Χρήστος Κ. Μούτος, Νικόλαος Δ. Κραμπής, Νικόλαος Α. Κραμπής, Στέφανος Ε. Κοτελίδας και Ηλίας Δ. Κραμπής. Στην 2η σειρά οι: Κων/νος Ι. Καραμπούλας, Γεώργιος Ι. Κραμπής, Ιωάννης Κ. Κραμπής με την κόρη του Βασιλική, Νικόλαος Γ. Λαγός και Ελευθέριος Γ. Λαγός, ο οποίος κρατάει τον μικρό Ιωάννη Ν. Καραμπούλα. Στην 3η σειρά οι: Ευαγγελία σύζ. Χρήστου Λαμπράκη, Βασιλική σύζ. Ιωάννη Δ. Καραμπούλα και μπροστά η κόρη της Ευαγγελία, Χρήστος Α. Λαμπράκης, Βασιλική Μ. Ρόβα, Δημήτριος Κ. Κραμπής, Βιργινία Γ. Λαγού, Γεωργία Χ. Λαμπράκη, Ελένη σύζ. Νικολάου Ι. Καραμπούλα, Αναστασία Μ. Ρόβα, Βασιλική Δ. Ρόβα, Μάρω σύζ. Ανδρέα Κ. Κραμπή. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Ν. Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1963. Πανηγύρι στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας την Παρασκευή μετά το Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος, το σύνολο σχεδόν των χωριανών παρευρίσκονταν στον ειδυλλιακό αυτό χώρο, παρακολουθούσε με ευλάβεια τη θεία λειτουργία και συμμετείχε στο γλέντι που ακολουθούσε. Διακρίνονται να χορεύουν οι: Γεώργιος Μακαβέλος, Βασίλειος Σπύρος, Πηνελόπη Σπύρου, Ιωάννης Νταβαντζής, Νίκη Μακαβέλου, Γεωργία Νταβαντζή, Νικόλαος Νταβαντζής, Βασιλική Μακαβέλου, Βασίλειος Νταβαντζής (;). Σε πρώτο πλάνο ο Ιωάννης Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Πηνελόπης Σπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Συγχωριανοί μας, στην πλειοψηφία τους δάσκαλοι (*), στον Άγιο Κωνσταντίνο στη Ρουπακιά, ανήμερα της γιορτής τού Αγίου (21 Μαΐου), φωτογραφίζονται μετά τη Θεία Λειτουργία στον προαύλιο χώρο του μικρού ναού και με φόντο τμήμα του γραφικού ξωκκλησιού. Διακρίνονται, όρθιοι από αριστερά, οι: Χρήστος Καραλής*, Νικόλαος Μπλέτσος, Σοφία Λύκου, Λουκία Μπλέτσου* (δασκάλα στο Δ.Σ. Κυψέλης), Δημήτριος Παππάς* (δάσκαλος στο Δ.Σ. Αγίου Γεωργίου Κυψέλης) και Αντώνιος Κράβαρης* (δάσκαλος στο Δ.Σ. Κυψέλης). Καθιστοί οι: Νικόλαος Τόσκας, Γεώργιος Κατσάνος* και Ιωάννης Πεταλάς*. Είναι λογικό οι έξι δάσκαλοι που βρέθηκαν εκεί να δημιουργήσουν μία παρέα, να ανταλλάξουν απόψεις, να συζητήσουν τα του κλάδου τους και με την ευκαιρία της συνεύρεσης αυτής να φωτογραφηθούν όλοι μαζί. Οι τρεις απ’ αυτούς, στους οποίους δεν αναφέρονται σχολεία, ήταν τότε αδιόριστοι, οι οποίοι μάλιστα διορίστηκαν το επόμενο σχολικό έτος (1966-67) στην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Στην παρέα των εκπαιδευτικών προστέθηκαν και ο πατέρας της Λουκίας Μπλέτσου, Νικόλαος, ο Γραμματέας της Κοινότητας, Νικόλαος Τόσκας και η Σοφία Λύκου, η οποία τον διαδέχτηκε στη Γραμματεία της Κοινότητας από το 1970 και μετά και έως το 2000. Παρατηρούμε ότι πίσω τους υπάρχουν αρκετοί προσκυνητές μικροί και μεγάλοι, κάτι που συνέβαινε τότε σε όλα τα ξωκκλήσια του χωριού την ημέρα της γιορτής τους και είναι ενδεικτικό των πολλών κατοίκων που υπήρχαν τότε στο χωριό μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Χορός στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας. Χορεύουν οι: Χρήστος Λιάκος, Κων/νος Παπαϊωάννου, Νικόλαος Τσίτσας, Χρήστος Καραμπούλας και Δημήτριος Καραμπούλας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Το εκκλησάκι του πάτερ Κοσμά, που χτίστηκε το 1947 και ο περιβάλλον χώρος όπως ήταν τη δεκαετία του 60. Η επέκταση του ναού και η φύτευση των δέντρων έγιναν αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 70. Οι προσκυνητές ήταν λίγοι σε σχέση με σήμερα, γιατί δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος και η πρόσβαση ήταν αρκετά δύσκολη και επίπονη. Δεξιά του ναού διακρίνεται η πέτρα με τους δύο ξύλινους σταυρούς, όπου στάθηκε και δίδαξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τη δεκαετία του 1770, όταν σε μία από τις περιοδείες του πέρασε από το χώρο αυτό. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Στο περιθώριο του πανηγυριού του Αγίου Παντελεήμονα τρεις νέοι φωτογραφίζονται, ενώ κάθονται στη δεξαμενή, που βρισκόταν κάτω από το εκκλησάκι. Πρόκειται για τους: Λεωνίδα Τσιβόλα, Ιωάννη Μπλέτσο και Κων/νο Φελέκη. Μάλιστα με μια προσεκτικότερη ματιά παρατηρούμε ότι οι δύο απ’ αυτούς φοράνε το ίδιο πουκάμισο, επιβεβαιώνοντας τη ρήση που αναφέρει ότι: “οι φίλοι τα μοιράζονται όλα”, ενώ έχουν περασμένο το χέρι ο ένας στην πλάτη του διπλανού επισφραγίζοντας έτσι τη φιλία τους. Η δεξαμενή δημιουργήθηκε λίγα χρόνια πριν το 1960 για να τροφοδοτεί με νερό τις 3-4 υπαίθριες βρύσες που τοποθετήθηκαν τότε σε διάφορα σημεία του χωριού (μία στον Πάνω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Δημητρίου Τσίτσα, μία στην άκρη της πλατείας, απέναντι από το Σχολείο, μία στον Κάτω Κάμπο, στη θέση Βρυσούλα…) και τις ακόμη περισσότερες που μπήκαν λίγα χρόνια αργότερα. Στη δεξαμενή τοποθετήθηκε μια σωλήνα για την υπερχείλιση και στη φωτογραφία (κάτω δεξιά) ένα κορίτσι πίνει νερό και πίσω του περιμένει η Χαρίκλεια Θεοδωρή για να δροσιστεί κι αυτή. Πίσω και αριστερά από τη δεξαμενή διακρίνεται μια ομάδα μικρών παιδιών, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο Γιώργος Μπλέτσος, κρατώντας στο χέρι του ένα παιχνιδάκι το οποίο προκαλεί το ενδιαφέρον όλων των άλλων μικρών, που το κοιτάζουν με μεγάλη προσοχή. Προφανώς ο μικρός Γιώργος το αγόρασε ή το κέρδισε στις “τύχες” από κάποιον μικροπωλητή, πιθανότατα από τον Χρήστο Καραλή, προκαλώντας τον έντονο θαυμασμό των άλλων, γιατί στα στερημένα οικονομικά εκείνα χρόνια δεν μπορούσε το κάθε παιδί να αγοράσει και να χαρεί όποιο παιχνιδάκι τού άρεσε και θεωρούνταν τυχερός αυτός που κατάφερνε να το αποκτήσει. Πίσω διακρίνεται τμήμα του συνοικισμού του Αγίου Γεωργίου και το ομώνυμο εκκλησάκι. Δεξιά φαίνεται ο δρόμος ο οποίος διερχόταν από την άκρη του Πάνω Κάμπου, πάνω από την Γκούρα, από τους νερόμυλους του Σιόντη, όπου διακλαδωνόταν προς τον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου, στη συνέχεια, μετά τον συνοικισμό, υπήρχε κι άλλη διακλάδωση προς το Διάσελο, έφτανε στη Ρουπακιά και κατέληγε στις Σκιαδάδες. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε αυτός ούτε οι μύλοι, γιατί καλύφθηκαν από τα μπάζα κατά τη διάνοιξη αργότερα του αυτοκινητόδρομου. Το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα ήταν το δεύτερο – μετά από αυτό του Πάτερ Κοσμά – και στις 27 Ιουλίου συγκεντρωνόταν εκεί το σύνολο των χωριανών, αλλά και προσκυνητές από τα διπλανά χωριά. Κρατούσε ως αργά το απόγευμα στον προαύλιο χώρο του μικρού ναού, κάτω από τα βαθύσκιωτα αιωνόβια πλατάνια και συνεχιζόταν το βράδυ στην πλατεία, όπου ο χορός σταματούσε τις πρωινές ώρες. Προηγούνταν βέβαια αντίστοιχο πανηγύρι, στην πλατεία, την παραμονή της γιορτής του Αγίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Συγχωριανοί μας απολαμβάνουν το καφεδάκι τους, έξω από το καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα, το μεσημέρι της 24ης Αυγούστου, γιορτής του Πάτερ Κοσμά. Το πρωί ανέβηκαν με τα πόδια, όπως έκαναν όλοι τότε, στο μικρό ξωκκλήσι, στους πρόποδες των Τζουμέρκων, παρακολούθησαν με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, γλέντησαν και χόρεψαν στο πανηγύρι που ακολούθησε και γύρω στο μεσημέρι πήραν τον δρόμο της επιστροφής και έτσι βρέθηκαν στο καφενείο. Το βράδυ τούς περιμένει το μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία και γι’ αυτό πρέπει να ανακτήσουν δυνάμεις. Διακρίνονται, από αριστερά, η Ελένη Καραλή και δίπλα ο σύζυγός της Δημήτριος Καραλής και ακολουθούν οι: Ιωάννης Μακαβέλος, Νικόλαος Αλέτρας, Δημήτριος Αγγέλης (ο οποίος εμφανίζεται με το χέρι στο πρόσωπο, γιατί ο βήχας “ενέσκηψε” τη στιγμή της λήψης), Βασίλειος Τσίτσας και Βασίλειος Σερεπίσιος. Πίσω τους με τον δίσκο στο χέρι ξεχωρίζει η επιβλητική μορφή του καφετζή, Δημητρίου Τσιβόλα, του οποίου το καφενείο στεγαζόταν στο κτήριο ιδιοκτησίας του Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται αριστερά, καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες της πλατείας, με κατεύθυνση το λαογραφικό μουσείο του Παντελή Καραλή. Λειτούργησε περίπου για μία δεκαετία και έπαψε να λειτουργεί γύρω στο 1977. Ήταν από τα ομορφότερα του χωριού και πρωταγωνιστούσε κατέχοντας ξεχωριστή θέση στην καθημερινότητα της πλατείας. Παλιότερα ο ιδιοκτήτης του κτηρίου, Γεώργιος Ντζιαχρήστος, είχε εκεί καφενείο και τσαγκαράδικο. Η άνεση και η ευρυχωρία της αίθουσας, η προνομιακή θέση, που παρείχε τη δυνατότητα κατόπτευσης της πλατείας από τα τραπέζια του εξωτερικού χώρου του καφενείου, καθώς και η οικειότητα που απέπνεαν οι πρόσχαροι ιδιοκτήτες του, οδηγούσε σχεδόν το σύνολο των κατοίκων του χωριού κάθε ηλικίας να αποτελούν μόνιμους θαμώνες του όλες τις εποχές. Οι ηπειρώτικοι σκοποί από τα ατελείωτα ολονύχτια γλέντια, ο διάφανος ήχος από το τσούγκρισμα των ποτηριών, συνοδευόμενος από το μερακλίδικο “γεια μας”, το βροντερό χτύπημα του χεριού στο τραπέζι την ώρα της ξερής, ο χορός των ζαριών πάνω στην ξύλινη επιφάνεια, η μαγική φωνή του Διακογιάννη από την τηλεόραση, που ήταν μία από τις ελάχιστες του χωριού, το κέρμα, που κυλούσε στο τζουκ μποξ και οι νότες, που ξεπηδούσαν απ’ αυτό… είναι ήχοι απόμακροι μα άσβεστοι, που επισκέπτονται συχνά-πυκνά τη μνήμη μου και με “βυθίζουν” στη νοσταλγία μιας άλλης εποχής. Θυμάμαι, επίσης, τα καλοκαίρια της εφηβείας μου, τότε που κάθε απόγευμα, από τις 6 μέχρι που να νυχτώσει, δίναμε σκληρούς ποδοσφαιρικούς αγώνες στην πλατεία, στην οποία τότε δεν υπήρχε κανένα τραπέζι καφενείου και μετά όλοι μαζί, νικητές και ηττημένοι απολαμβάναμε τα δροσερά αναψυκτικά ή παγωτά στο καφενείο του Τσιβόλα, το οποίο αποτελεί ένα μικρό μεν, αλλά νοσταλγικό κομμάτι της ζωής μας, αλλά και της ιστορίας του χωριού μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Πανηγύρι Αγίου Γεωργίου. Χορεύουν οι: Γιώργος Κραμπής, Νίκος Τσίτσας, Αχιλλέας Λύκος, Σπύρος Αγγέλης, Ηλίας Ντζιαδήμας, Γιώργος Ντζιαδήμας, Γιώργος Λύκος και Γιάννης Κραμπής.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έχει ιδιαίτερη θέση στο εορτολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας, γι’ αυτό την ημέρα αυτή γιορτάζει όλη η Ελλάδα, με τον πλέον λαμπρό τρόπο, απ’ άκρου σε άκρο τη γιορτή της. Είναι η ημέρα που βρίσκει όλους τους Έλληνες ενωμένους κοντά σ’ ένα ξωκκλήσι, σ’ ένα προσκύνημα, σ’ ένα πανηγύρι. Η πλειοψηφία των συγχωριανών μας, επειδή στο χωριό δεν υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, πήγαιναν με τα πόδια στις Σκιαδάδες, ευλαβικοί προσκυνητές, στην παλιά εκκλησία στην αρχή και στην καινούρια αργότερα, έως και σήμερα. Μετά τη Θεία Λειτουργία τούς περίμεναν τα βαθύσκιωτα πλατάνια και οι βρύσες με το γάργαρο νερό στην πλακόστρωτη πλατεία, όπου γινόταν το πανηγύρι. Κάποιοι απ’ αυτούς κάθονταν πάνω από τις βρύσες της πλατείας, στα πεζούλια που υπήρχαν εκεί, είτε γιατί καθυστερούσαν να έρθουν από την εκκλησία και δεν έβρισκαν θέση στην πλατεία είτε γιατί το επέλεγαν για να έχουν πανοραμική θέα στα δρώμενα. Μια τέτοια παρέα διακρίνεται στη φωτογραφία, που αποτελείται από τους/τις: Βασιλεία Ρόβα, Αντιγόνη Σιόντη, Παντελή Ρόβα, τον μικρό Στέφανο Σιόντη, Νικόλαο Καραμπούλα, Κων/νο Τσούνη και Στέφανο Σιόντη. Δεξιότερα εικονίζεται όρθιος ο Νικόλαος Νίκου, ο οποίος την ημέρα αυτή λειτουργούσε καφενείο εκεί. Παίρνει παραγγελία από τη Φανή Κολοκύθα και την κόρη της, Μαρία. Αριστερά της διακρίνονται με τη σειρά: ο γιος της Βασίλειος Ντζιαδήμας, ο Γεώργιος Γεοργοκώστας και ο Βασίλειος Αλπογιάννης. Πίσω φαίνεται λίγο ο κορμός του αιωνόβιου πλάτανου και στην άκρη δεξιά αρκετοί Σκιαδαδιώτες και επισκέπτες, που κάθονται στο πρανές, που υπήρχε εκεί. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Μαρίας Σιόντη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Μέχρι το 1969 το πανηγύρι του Πατροκοσμά ήταν μονοήμερο. Τον Αύγουστο του 1970 μια ομάδα ανήσυχων και δραστήριων συγχωριανών μας (Χρήστος Καραλής, Γεώργιος Κατσάνος, Δημήτριος Παππάς, Κων/νος Τρίτσας και Ελευθέριος Φλούδας) σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες (Ευάγγελος Νταβαντζής, πρόεδρος κοινότητας, π. Γεώργιος Φελέκης, ιερέας και Ιωάννης Τσιβόλας, αγροφύλακας) αποφάσισαν να το καθιερώσουν ως διήμερο και παράλληλα να εντάξουν το χορευτικό για πρώτη φορά σ’ αυτό. Τη δεύτερη βραδιά όλοι οι παρευρισκόμενοι, μετά το τέλος των χορών του χορευτικού, ενώνονταν με τους χορευτές, χορεύοντας όλοι μαζί το παραδοσιακό καγκελάρι. Η όλη προσπάθεια, αν και αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και το πανηγύρι για πολλά χρόνια ήταν διήμερο. Στο διάστημα αυτό η συμμετοχή του κόσμου αυξήθηκε, ο οποίος συμμετείχε με πολύ κέφι και αστείρευτη διάθεση για χορό. Μάλιστα το πανηγύρι κάποιες χρονιές ήταν τριήμερο, μιας και γινόταν την παραμονή, ανήμερα και την επομένη, οι ορχήστρες ήταν 3, που έπαιζαν ταυτόχρονα και ο χορός συνεχιζόταν ασταμάτητα ως το πρωί, αποτελώντας έτσι σημείο αναφοράς για όλη την περιοχή των Τζουμέρκων. Οι παρέες χόρευαν ξεχωριστά παίρνοντας, μάλιστα, νούμερο από την ορχήστρα, για να εξασφαλίσουν τη σειρά και ο καθένας που χόρευε πρώτος πλήρωνε την ορχήστρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές, όμως, που γίνονταν παρεξηγήσεις και έντονοι τσακωμοί, σε μερικές περιπτώσεις και με ξυλοδαρμούς για τη σειρά χορού, για πειράγματα κυρίως γυναικών, για λοξοκοιτάσματα, όταν κάποιος έμπαινε στον χορό, χωρίς να προσκληθεί, ενώ χόρευε η παρέα κάποιου άλλου ή για άλλες ασήμαντες αφορμές. Άλλες εποχές άλλα ήθη! Στη φωτογραφία μέλη του χορευτικού με τις παραδοσιακές φορεσιές και άλλοι συγχωριανοί φωτογραφίζονται μπροστά από το καφενείο του Κων/νου Παππά. Διακρίνονται, όρθιοι, από αριστερά, οι: Δημήτριος Παππάς, Επαμεινώνδας Σιόντης, Γεώργιος Σιόντης, Κων/νος Κεφαλής, Σκαργιώτης (;), Κων/νος Παπαϊωάννου, Βασίλας (;), …, Χρήστος Τζούμας και Κων/νος Παππάς, ο οποίος μάλιστα έχει δεμένο το δάχτυλό του, προφανώς από ατύχημα κατά την κοπή κρέατος. Καθιστοί, οι: Ιωάννης Μπάκας, Κων/νος Πουρναράς και Γρηγόριος Λιάκος. Στο άκρο δεξιά της φωτογραφίας, στην πόρτα του καφενείου, διακρίνεται η σύζυγος του ιδιοκτήτη του καφενείου Κων/νου Παππά, Ευαγγελή. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Το πανηγύρι του Πατροκοσμά αποτελούσε και αποτελεί το κορυφαίο γεγονός του καλοκαιριού για το χωριό μας. Την ημέρα αυτή πλήθος συγχωριανών και Τζουμερκιωτών από τα διπλανά χωριά συνέρρεαν και συρρέουν στους πρόποδες των Τζουμέρκων, εκεί που βάδισε και δίδαξε ο δάσκαλος του γένους, ο Πατροκοσμάς. Παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία με ευλάβεια, γίνονται ένα όλοι μαζί στο καγκελάρι και γλεντάνε στο πανηγύρι που ακολουθεί. Κι όταν ο ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, γιατί το βράδυ στην πλατεία ακολουθεί η συνέχεια του μεγάλου ανταμώματος. Στις μέρες μας η πρόσβαση στο ξωκκλήσι και η αποχώρηση απ’ αυτό γίνεται με αυτοκίνητα, γι’ αυτό και οι προσκυνητές είναι πολύ περισσότεροι. Παλιότερα το σύνολο των πιστών έφτανε ως εκεί με τα πόδια είτε διασχίζοντας τον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου είτε ανηφορίζοντας από τον Φτελιά είτε ακολουθώντας το μονοπάτι από το Διάσελο. Όποια, όμως, διαδρομή και αν επέλεγαν ήταν πολύ επίπονη. Στη φωτογραφία εικονίζονται 4 νέοι που επιστρέφουν από τον Πατροκοσμά μετά το πανηγύρι. Βρίσκονται στον Φτελιά και είναι οι: Μαρίνα Ρόβα, Βασίλειος Αγγέλης, Βασιλική Ψυχογιού και Αντώνιος Παππάς. Στο φόντο τα όμορφα Τζουμέρκα, που μας χαμογελούν “γλυκά”. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι την εποχή εκείνη ελάχιστοι συγχωριανοί μας είχαν φωτογραφική μηχανή. Μεταξύ αυτών ήταν και ο εικονιζόμενος στη φωτογραφία Βασίλειος Αγγέλης, με τη φωτογραφική μηχανή του οποίου “βγάζει” τη φωτογραφία ο πέμπτος της παρέας Νικόλαος Ρόβας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1972. Τη Δευτέρα του Πάσχα ή στις 23 Απριλίου, μετά τη θεία λειτουργία, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, στον ομώνυμο συνοικισμό, γινόταν πανηγύρι για να τιμηθεί η μνήμη του αγίου. Παραβρίσκονταν σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Εδώ ξεκινούν τον χορό οι ηλικιωμένοι, που στη συνέχεια θα παραδώσουν τη σκυτάλη στους νεότερους. Χορεύουν οι: Γεώργιος Αλπογιάννης, Βαρβάρα Αλπογιάννη, Νικόλαος Αλπογιάννης, Κων/νος Αλπογιάννης, Κων/νος Μπλέτσος και Στέφανος Σιόντης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Μπάκα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Δεύτερη βραδιά του πανηγυριού του πάτερ-Κοσμά στην πλατεία του χωριού. Διακρίνονται από το χορευτικό οι: Κων/νος Πουρναράς, Νικόλαος Σιόντης, Χρήστος Τζούμας και Σωτηρία Πουρναρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Τζούμα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1972. Αρκετές εκκλησίες και ξωκκλήσια γιορτάζουν το καλοκαίρι στο χωριό μας και την ημέρα της γιορτής του αγίου ή της αγίας τα παλιότερα χρόνια μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθούσε πανηγύρι εκεί. Σχεδόν σε όλα συμμετείχε μια ξεχωριστή μορφή, που δεν περνούσε απαρατήρητη. Ήταν ο Χρήστος Καραλής, ο οποίος διατηρούσε, μαζί με τον γιο του Παντελή, καφενείο λίγο πιο πάνω από την πλατεία του χωριού, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε λαογραφικό μουσείο. Στα πανηγύρια έστρωνε στο έδαφος έναν μουσαμά, όπου άπλωνε την πραμάτεια του, η οποία αποτελούνταν από διάφορα ζαχαρωτά (σοκολάτες, καραμέλες, μπισκότα, γκοφρέτες, γλειφιτζούρια, παστέλια, μαντολάτα κ.ά.), παιχνίδια (φυσαρμόνικες, καραμούζες, πουλάκια-σφυρίχτρες, αυτοκινητάκια, μπαλάκια από καουτσούκ, βώλους κ.ά), είδη ραπτικής (κλωστές, κουβαρίστρες, βελόνια, κόπτσες, παραμάνες, κουμπιά κ.ά.), μέσα καλλωπισμού (τσατσάρες, καθρεφτάκια, τσιμπιδάκια, κοκκαλάκια κ.ά.) αντικείμενα που τα αγόραζε από εμπόρους στην Άρτα, τα οποία τα μετέφερε ως εκεί μέσα σε κουτιά φορτωμένα σε ένα γαϊδουράκι. Παράλληλα είχε και τις “τύχες”, οι οποίες ήταν 100 περίπου φάκελοι, που στο εσωτερικό τους είχαν ένα καρτελάκι στο οποίο ο κ. Χρήστος ανέγραφε ιδιόχειρα το δώρο που κέρδιζε όποιος τραβούσε τον φάκελο αυτό από ένα μαύρο δίχωρο ξύλινο κουτί, που περιείχε όλους τους φακέλους. Το κόστος του κάθε φακέλου ήταν 50 λεπτά αρχικά και μία δραχμή τα επόμενα χρόνια. Κέρδιζαν όλοι οι φάκελοι και τα αντικείμενα που κέρδιζαν, όσοι δοκίμαζαν την τύχη τους, είχαν σχετικά μικρή αξία. Την πελατεία του αποτελούσαν, κυρίως, τα παιδιά του χωριού. Τυχερά ήταν αυτά που οι γονείς τους είχαν την οικονομική δυνατότητα να τους δώσουν την ημέρα του πανηγυριού μερικές δραχμές παραπάνω για να αγοράσουν κάποιο παιχνίδι ή να δοκιμάσουν την τύχη τους αγοράζοντας μία ή περισσότερες “τύχες”. Τα υπόλοιπα παρακολουθούσαν διακριτικά και με κάποια θλίψη την όλη διαδικασία και κάποια στιγμή πίεζαν αφόρητα τους γονείς τους να τους δώσουν έστω και μία δραχμή για να αγοράσουν ένα μπισκότο ή μία “τύχη”. Ο κ. Χρήστος εμφανιζόταν με την πραμάτεια του και τις τύχες στα πανηγύρια μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τον συνόδευε και ο γιος του Παντελής, ο οποίος κάποιες φορές λειτουργούσε την ημέρα εκείνη υπαίθριο καφενείο στο πανηγύρι, καθώς και ο εγγονός του, Χαράλαμπος (Μπάμπης). Τη συνθήκη αυτή αποτυπώνει η φωτογραφία, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, την ημέρα της γιορτής του, όπου εικονίζονται εκπρόσωποι τριών γενεών Καραλαίων και στην οποία διακρίνονται οι: Χαράλαμπος Καραλής, Νικόλαος Σκανδάλης (στο βάθος), Παντελής Καραλής, Οδυσσέας Αλπογιάννης, Προκόπιος Κολοκύθας, Χρήστος Καραλής και οι μικροί: Ιωάννης Φελέκης, Χριστόδουλος Σκανδάλης και Παναγιώτης Ντζιαχρήστος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης καραμπούλας
1972. Το χορευτικό λίγο πριν τους παραδοσιακούς χορούς στην πλατεία, στο πανηγύρι του Πάτερ Κοσμά. Διακρίνονται στην πίσω σειρά από αριστερά οι: Κων/νος Τρίτσας, Γεώργιος Πουρναράς, Γεώργιος Σιόντης, Νικόλαος Παπάς, Γεώργιος Κατσάνος, Χρήστος Καραλής, Ευάγγελος Ντζιαχρήστος, Χρήστος Τζούμας, Δημήτριος Πουρναράς, Γεώργιος Δάσκαλος. Στην μπροστινή σειρά οι: Ελευθέριος Φλούδας, Σωτηρία Πουρναρά, Επαμεινώνδας Σιόντης, Ευαγγελία Μούτου, Βασιλική Κατσικογιώργου, Άννα Φελέκη, Δήμητρα Μπλέτσου, Μαρία Σχαλέκη, Κων/νος Κοτελίδας, Γιούλια Μούτου, Μαρία Τσίτσα, πατήρ Γεώργιος Φελέκης, Κων/νος Βαγενάς, Δημήτριος Παππάς, Κων/νος Πουρναράς και η μικρή Ηλιάνα Πουρναρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1972. Το 18μελές χορευτικό (11 άντρες και 7 γυναίκες) στην κορυφαία εορταστική εκδήλωση της χρονιάς, χορεύει παραδοσιακούς ηπειρώτικους χορούς στο κέντρο της κατάμεστης πλατείας στις 25 Αυγούστου, τη δεύτερη βραδιά της γιορτής του Πατροκοσμά. Παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θαυμασμό τις άψογες χορευτικές κινήσεις των χορευτών όλοι οι παρευρισκόμενοι, οι οποίοι μετά το τέλος των χορών θα γίνουν ένα με τους χορευτές, χορεύοντας το παραδοσιακό καγκελάρι. Ο Δημήτριος Καραλής, πάντα σε ετοιμότητα, ανέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε στο μπαλκόνι, πάνω από το καφενείο του Γεωργίου Καραμπούλα, εξασφαλίζοντας έτσι άριστη ορατότητα και κατέγραψε ιδανικά τη στιγμή, για να ταξιδέψει στον χρόνο. Κάτω δεξιά διακρίνονται τα λουλούδια του μπαλκονιού, που επέλεξε ο φωτογράφος να τα συμπεριλάβει στο κάδρο για να επιβεβαιώσουν την ομορφιά των δρώμενων της πλατείας. Στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας διακρίνονται δύο ταμπέλες, εκ των οποίων η μία αποτελεί το καλωσόρισμα και η άλλη αναγγέλλει την έκθεση βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη τη χρονική περίοδο το πανηγύρι του Πατροκοσμά ήταν τριήμερο, την παραμονή και τις δύο επόμενες βραδιές στην πλατεία του χωριού και ανήμερα της γιορτής του Αγίου στους πρόποδες των Τζουμέρκων το ολοήμερο. Υπήρξαν μάλιστα και χρονιές που οι ορχήστρες στην πλατεία ήταν τρεις (!) και έπαιζαν ταυτόχρονα. Οι παρέες χόρευαν ξεχωριστά παίρνοντας μάλιστα νούμερο από την ορχήστρα, για να εξασφαλίσουν τη σειρά και καθένας που χόρευε πλήρωνε την ορχήστρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γίνονταν παρεξηγήσεις και έντονοι τσακωμοί, σε μερικές περιπτώσεις και με ξυλοδαρμούς για τη σειρά χορού, για πειράγματα κυρίως γυναικών, για λοξοκοιτάσματα, όταν κάποιος έμπαινε στον χορό, χωρίς να προσκληθεί, ενώ χόρευε η παρέα κάποιου άλλου ή για άλλες ασήμαντες αφορμές. Άλλες εποχές άλλα ήθη! (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1973. Όμορφες παρουσίες στη Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα) στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Οι νέες του χωριού βρίσκονταν στο επίκεντρο και συγκέντρωναν τα βλέμματα όλων των παρευρισκόμενων και ιδιαίτερα των νέων σε κάθε εορταστική εκδήλωση. Οι νέοι όμως περιορίζονταν μόνο σ’ αυτά, γιατί οι κανόνες που επέβαλλε η αυστηρή κοινωνία δεν επέτρεπαν συναντήσεις και συζητήσεις ανάμεσα στο αγόρι και στο κορίτσι που θεωρούνταν κατακριτέες και μπορεί να δημιουργούσαν προβλήματα ιδιαίτερα στα κορίτσια. Γι’ αυτό άλλωστε και οι παρέες ήταν τις περισσότερες φορές του ενός φύλου και σπάνια ανάμεικτες. Στα πανηγύρια ο φωτογράφος του χωριού είχε την τιμητική του, γιατί όλοι φορούσαν τα «καλά» τους και συνήθιζαν να αφήνονται στον φωτογραφικό φακό να καταγράψει τις παρέες τους. Δεν ήταν όμως λίγοι και αυτοί που έβγαζαν οικογενειακές ή ατομικές φωτογραφίες. Η παρέα των κοριτσιών της φωτογραφίας αποτελείται από τις (όρθιες από αριστερά): Ευαγγελία Μούτου, Κων/να Τσίτσα, Μαργαρίτα Φλούδα, Ανθή Τσιβόλα, Βασιλική Πουρναρά, Λαμπρινή Αγγέλη και Αναστασία Λάζου. Καθιστές οι: Ευαγγελία Πουρναρά, Ελένη Λάζου, Άννα Φελέκη, Σοφία Σχαλέκη και Μαρία Σχαλέκη. Πίσω και αριστερά διακρίνονται αρκετοί συγχωριανοί μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Μπλέτσου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1974. Η Σοφία Χ. Αγγέλη με τον αγαπημένο της αδερφό Κων/νο Χ. Παππά (Αναγνώστη), στον Φτελιά, στον δρόμο της επιστροφής από τον Πατροκοσμά, ανήμερα της γιορτής του (24 Αυγούστου), με τελικό προορισμό τον Κάτω Κάμπο. Απαραίτητο αξεσουάρ για την κάθοδο και την κοπιαστική άνοδο, που προηγήθηκε το πρωί, το μπαστούνι, το οποίο κρατάνε και οι δυο. Εδώ ανέκοψαν τον βηματισμό τους για να φωτογραφηθούν από τον γιο και ανιψιό Βασίλειο Αγγέλη, ενώ πίσω τους αχνοφαίνονται τα επιβλητικά Τζουμέρκα. Πριν ανοιχτούν οι αμαξιτοί δρόμοι που καταλήγουν στον Πατροκοσμά (ο δρόμος από τον Φτελιά ανοίχτηκε το 1982, ενώ αυτός από το Διάσελο το 1987) οι προσκυνητές έφταναν στο ξωκκλήσι, στους πρόποδες των Τζουμέρκων, μέσω μονοπατιών δύσβατων και ανηφορικών, που τα διάλεγαν ανάλογα με το πού βρισκόταν η κατοικία τους. Έτσι κάποιοι επέλεγαν να διασχίσουν τον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου, ακολουθώντας το μονοπάτι που βρισκόταν στην άκρη αριστερά του συνοικισμού, πάνω από την Γκούρα. Μετά το τέλος του συνοικισμού το μονοπάτι συνεχιζόταν και παρουσίαζε μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας και έτσι προχωρώντας ανάμεσα σε άγρια λευκά βράχια, μικρά και μεγάλα, προσέγγιζαν το εκκλησάκι. Κάποιοι άλλοι, επιλέγοντας άλλη διαδρομή, διέσχιζαν τ’ Αμπέλια, άφηναν πίσω τους τον Άγιο Μάρκο και βαδίζοντας στην πλάτη του Φτελιά έφταναν στον ιερό χώρο του ναού. Για τους κατοίκους της Άνω Ρουπακιάς και των Σκιαδάδων υπήρχε η επιλογή να ακολουθήσουν το ελατοσκέπαστο μονοπάτι από το Διάσελο ως τον Πατροκοσμά. Και οι τρεις διαδρομές ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικές και δύσκολες, όμως, αγόγγυστα τις διάβαιναν, γιατί η μεγάλη τους επιθυμία να βρεθούν στον ιερό χώρο, που βάδισε και δίδαξε ο Πατροκοσμάς και να μπουν στο μικρό και ταπεινό εκκλησάκι για να προσκυνήσουν με ευλάβεια και κατάνυξη την εικόνα του, ήταν πολύ μεγάλη, τέτοια που τους έκανε να παραβλέψουν τις δυσκολίες τής ανάβασης και να λησμονήσουν την κόπωση. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1984. Ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας φωτογραφίζει στο πανηγύρι του Πάτερ Κοσμά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1954. Μασκαράδες την περίοδο της αποκριάς μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης. Πίσω από τις αυτοσχέδιες μάσκες κρύβονται (από αριστερά) οι: Γεώργιος Νταλακούρας, Κων/νος Στεργίου, Κων/νος Ρόβας, Ελευθέριος Ρόβας, Βασίλειος Κραμπής, Δημήτριος Τσιούνης, Νικόλαος Καραμπούλας, Περικλής Κραμπής και Στέργιος Στεργίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Ρόβα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1960. Επίσκεψη του μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιου στο χωριό και φωτογράφιση μαζί με χωριανούς στην πλατεία, μπροστά από τον Άγιο Νικόλαο. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι): άγνωστος, άγνωστος, Κων/νος Δάσκαλος, άγνωστος, Βασίλειος Ρόβας, άγνωστος, Νικόλαος Τσιβόλας, άγνωστος, Γεώργιος Παπαχρήστου, Ιωάννης Λύκος, Ιωάννης Λιάκος, Νικόλαος Μπλέτσος, Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας Κυψέλης), άγνωστος, άγνωστη, άγνωστη, Ιγνάτιος Γ΄ Τσίγκρης (μητροπολίτης Άρτας), Νικόλαος Σιώζιος, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας Κοινότητας), Βασίλειος Παππάς (ιερέας Καλλονής), άγνωστος, Αριστείδης Τσιρώνης (Πρόεδρος Κοινότητας), Κων/νος Μπλέτσος, Δημήτριος Τσίτσας. (Καθιστοί): Στέφανος Σιόντης, Δημήτριος Κοτελίδας, Κων/νος Κοτελίδας, Νικόλαος Κοτελίδας, άγνωστος, Χρήστος Παπαλάμπρος, Νικόλαος Βαγενάς, Κων/νος Μπλέτσος. Πιθανόν μερικά από τα άγνωστα πρόσωπα της φωτογραφίας να συνόδευαν το μητροπολίτη κατά την επίσκεψή του στο χωριό μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Άποψη του Αγίου Νικολάου και της κάτω πλατείας. Το 1961 ξεκίνησε η τσιμεντόστρωση της πλατείας. Στην αρχή τσιμεντοστρώθηκε το τμήμα μπροστά από την κύρια είσοδο της εκκλησίας. Στα επόμενα χρόνια, τμηματικά, τσιμεντοστρώθηκε και η υπόλοιπη πλατεία. Το χώμα που περίσσευε από τις εργασίες ριχνόταν στην κάτω πλατεία. Είναι ο σωρός που φαίνεται στη φωτογραφία. Ο πλάτανος, που διακρίνεται αριστερά, κόπηκε, όταν μετά τον μεγάλο σεισμό (6,3 Ρίχτερ), που έγινε στην περιοχή των Τζουμέρκων, την Πρωτομαγιά του 1967 (τη Δευτέρα του Πάσχα, ανήμερα του αγίου Γεωργίου) τοποθετήθηκε στο χώρο αυτό το λυόμενο Δημοτικό σχολείο. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1965. Μεταλλική βρύση πατητή στην πλατεία του χωριού. Οι βρύσες αυτές υπήρχαν σε διάφορα σημεία για να προμηθεύονται οι χωριανοί νερό το χρονικό διάστημα 1965-1978, όταν το δίκτυο ύδρευσης δεν έφτανε ακόμη στα σπίτια. Το νερό έβγαινε σε μερικές από το στόμα ενός λιονταριού και σε κάποιες άλλες από το στόμα ενός βατράχου, μετά το πάτημα ενός διακόπτη που βρισκόταν στο πάνω μέρος της βρύσης. Δίπλα στη βρύση διακρίνονται: η Γιαννούλα Στεργίου με τα παιδιά της και η Σοφία Μούτου.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1969. Τα Χριστούγεννα του 1969 μερικοί συγχωριανοί μας πήραν την πρωτοβουλία και στόλισαν για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία του χωριού. Στη συνέχεια, μαζί με άλλους, φωτογραφήθηκαν μπροστά από αυτό. Στην αναμνηστική φωτογραφία διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι οι: Δημοσθένης Σχαλέκης, Ιωάννης Τσιβόλας, Γεώργιος Κατσάνος, Χρήστος Παπαϊωάννου, Κων/νος Κουτσοσπύρος, Χρήστος Καραλής, Μάρκος Πουρναράς, Γεώργιος Καραλής και καθιστοί οι: Δημήτριος Τσιβόλας, Γεώργιος Σιόντης και Αριστοτέλης Κοτελίδας. Πίσω και αριστερά φαίνεται το καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα, που σήμερα δεν λειτουργεί. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι την επομένη ημέρα δύο από τα μέλη της πρωτοβουλίας κλήθηκαν για να απολογηθούν στην αστυνομία Δροσοπηγής (Βουργαρελίου σήμερα), με την κατηγορία ότι είναι “καταστροφείς του δάσους”!!! (Από το φωτογραφικό αρχείο του Αριστοτέλη Κοτελίδα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1972. Ανάσταση στην πλατεία του χωριού. Διακρίνονται (από αριστερά): Αλέκος Σερεπίσιος, Λευτέρης Φλούδας, Νίκος Καραμπούλας, Νίκος Τόσκας, Νικόλας Μακαβέλος, παπα-Φελέκης, Κώστας Κουτσοσπύρος, Γιώργος Παπαγεωργίου, Αλκιβιάδης Μακαβέλος, Κώστας Κοτελίδας, Χρήστος Βαλτσιωρίτης, Βλησσάρης Τσίτσας, Γιώργος Σχαλέκης και ο μικρός Κώστας Καραμπούλας.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1973. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ιερού ναού Αγίου Νικολάου μπροστά από το παγκάρι της εκκλησίας. Το όργανο αυτό που είναι πενταμελές, αποτελείται από τον Εφημέριο (ιερέα) ως Πρόεδρο και τέσσερα μέλη λαϊκών και φροντίζει ώστε ο ναός να λειτουργεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Είναι υπεύθυνο για την οικονομική διαχείριση του ναού και συντάσσει προϋπολογισμό και απολογισμό εσόδων και εξόδων του. Αποφασίζει για την επισκευή, διακόσμηση και συντήρηση του ναού, λαμβάνοντας αποφάσεις και για κάθε έκτακτο πρόβλημα ή δαπάνη ή εκκλησιαστική τελετή. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι Νικόλαος Κοτελίδας και Κωνσταντίνος Κατσάνος, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, να κάνουν την καταμέτρηση των χρημάτων που πρόσφεραν οι πιστοί. Παρακολουθούν οι Ευάγγελος Παπαϊωάννου και Γεώργιος Καραλής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1979. Οι νεαροί Στέφανος Σπύρος και Μάρκος Τσίτσας στην πλατεία του χωριού. Διακρίνονται πίσω αριστερά το περίπτερο και η πατητή βρύση, όπως ήταν τότε. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Πηνελόπης Σπύρου)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1979. Τη Μεγάλη Παρασκευή, την ώρα που ψάλλονται τα εγκώμια, ο Δημήτριος Καραλής φωτογραφίζει από τον γυναικωνίτη το εκκλησίασμα. Στα στασίδια βλέπουμε τους: Δημοσθένη Νταβαντζή, Γεώργιο Τσίτσα, Αριστοτέλη Νταβαντζή, Περικλή Αγγέλη, Δημήτριο Κουτσοσπύρο, Ελευθέριο Σχαλέκη, Χαρίλαο Καραϊσκο (;), Δημήτριο Κραμπή, Ματθαίο Σχαλέκη και Γεώργιο Παππά. Διακρίνεται ο Νικηφόρος Τσιβόλας, που βγαίνει από την πλαϊνή πόρτα του ιερού και μπροστά του καθιστός ο Αναστάσιος Καραλής. Αριστερά και μπροστά οι: Χρήστος Βαλτσιωρίτης, Αλέξανδρος Σχαλέκης και Γεώργιος Αγγέλης. Πίσω τους οι: Γεώργιος Γαλαζούλας, Κων/νος Λύκος, Δημήτριος Σιόντης, Ευάγγελος Νταβαντζής (μπροστά), Νικόλαος Σκανδάλης, Γεώργιος Σιόντης, Δημήτριος Ρόβας, Νικόλαος Κουτσοσπύρος, Βασίλειος Καλλιακάτσος, Αριστείδης Πουρναράς και Αχιλλέας Λύκος. Στη χορωδία οι νεολαίοι: Αθανάσιος Σχαλέκης, Δημήτριος Τσίτσας, Χαράλαμπος Καραλής και Δημήτριος Κουτσοσπύρος. Πίσω τους ο Κων/νος Καραμπούλας, ο Βασίλειος Παπαϊωάννου, ο Παντελής Μπάκας και ο Νικόλαος Νταβαντζής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1979. Στο μεσαίο κλίτος και στο αριστερό ψαλτήρι αναγνωρίζουμε τους: Γεώργιο Παπαδά (;), Γεώργιο Αγγέλη και Δημήτριο Σχαλέκη. Πίσω (καθιστός) διακρίνεται ο Ιωάννης Καραμπίνης και στο δεξί ψαλτήρι οι: Κων/νος Κοτελίδας, Ευάγγελος Νταβαντζής, Οδυσσέας Αλπογιάννης και Παντελής Παππάς. Ψάλλουν τα εγκώμια οι: Κωνσταντίνος Κουτσοσπύρος, Γεώργιος Θεοδωρής (;), Νικόλαος Γάκης(;) και Βασιλική Καραμπίνη (πίσω). Μπροστά από τον σταυρό ο Γεώργιος Κοτελίδας. Τα πρόσωπα που διακρίνονται δεξιά αναφέρονται στην προηγούμενη φωτογραφία. Δυστυχώς, αρκετούς (και στις δύο φωτογραφίες) δεν καταφέραμε να τους αναγνωρίσουμε ενώ κάποιους άλλους τους αναφέρουμε με επιφύλαξη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1979. Μοναδική κατανυκτική ατμόσφαιρα μυσταγωγίας και ψυχικής ανάτασης των πιστών συγχωριανών μας το μεσονύχτι της Ανάστασης στην κατάμεστη πλατεία του χωριού. Φορώντας τα «καλά τους» και κρατώντας τις λαμπάδες με το Άγιο Φως, που φωτίζει τα χαρούμενα πρόσωπά τους, ακούνε το «Χριστός Ανέστη» από τη γλυκόλαλη φωνή του παπα-Νίκου, που τη συνοδεύει το χαρμόσυνο χτύπημα της καμπάνας, χωρίς τους ενοχλητικούς κρότους από τα βεγγαλικά και τις φωτοβολίδες, που δεν είχαν «φτάσει» ακόμα στο χωριό μας. Θα ακολουθήσουν η ανταλλαγή πασχαλινών ευχών και τα γιορτινά φιλιά της Αγάπης. Μετά το τέλος της Αναστάσιμης Ακολουθίας θα γεμίσουν οι δρόμοι και τα σοκάκια με τις λάμψεις των λαμπάδων, που θα διώξουν το σκοτάδι της νύχτας και θα μεταφέρουν σε κάθε γωνιά του χωριού το χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο μήνυμα της Ανάστασης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1961. Στις δεκαετίες μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου πολλοί από τους κατοίκους του χωριού αναζητώντας εργασία αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν οικογενειακώς είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Κάποιοι άλλοι άφηναν την οικογένεια στο χωριό και δούλευαν για ένα χρονικό διάστημα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας κυρίως σε οικοδομικές εργασίες. Έφευγαν από το χωριό για ταξίδι, όπως έλεγαν, στα μέσα της άνοιξης και επέστρεφαν προς τα μέσα ή το τέλος του φθινοπώρου. Εδώ μια ομάδα συγχωριανών μας που βρέθηκε στην Παραβόλα Αγρινίου για οικοδομικές εργασίες σε στιγμές ξεκούρασης σε καφενείο του χωριού. Διακρίνονται από αριστερά οι: Ευάγγελος Τσίτσας, Κων/νος Τσίτσας, Σπυρίδων Παλιούρας (ο σπιτονοικοκύρης στο σπίτι του οποίου διέμεναν), Αριστείδης Θεοδωρής, Κων/νος Αγγέλης, Βασίλειος Αγγέλης και ο μικρός Κων/νος Παλιούρας (ο γιος του σπιτονοικοκύρη). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1964. Αυγουστιάτικο βραδάκι και όλοι οι θαμώνες του καφενείου του Νικολάου Κατσάνου στην Καλλονή, γίνονται μια παρέα για να ακούσουν και να συνομιλήσουν με τον συγχωριανό τους Βασίλειο Παππά, που ήρθε στο χωριό με τη Γερμανίδα σύζυγό του για διακοπές από τη Γερμανία όπου ζούσε. Πρόκειται για συγγενείς, φίλους και γείτονες που θέλουν να μάθουν νέα και επιθυμούν να πληροφορηθούν τις συνθήκες εργασίας και τον τρόπο ζωής στη μακρινή Γερμανία. Στην ανάπαυλα της συζήτησης ποζάρουν για μια αναμνηστική φωτογραφία. Δίπλα στο καφενείο δέσποζε τότε η μεγάλη καρυδιά, που το φύλλωμά της διακρίνεται λίγο στο πάνω μέρος της φωτογραφίας. Επίσης πάνω αριστερά βλέπουμε τη λάμπα πετρελαίου που φώτιζε τον χώρο, γιατί ακόμη το ηλεκτρικό ρεύμα δεν “είχε φτάσει” στο χωριό. Την παρέα αποτελούν (από αριστερά) οι: Νικόλαος Κ. Παππάς, Γεώργιος Ι. Κατσικογιώργος, Γεώργιος Δ. Λιάκος, Ευθύμιος Γ. Κατσικογιώργος, Γεώργιος Η. Κατσάνος, Νικόλαος Η. Κατσάνος (πίσω – καφετζής, που βγήκε και αυτός στο παράθυρο για να φωτογραφηθεί), Μάγδα, σύζυγος Βασιλείου Παππά, Βασίλειος Ι. Παππάς, Βασίλειος Γ. Λιάκος, Δημήτριος Στ. Παππάς και Χαρίλαος Γ. Λιάκος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου I. Παππά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Θαμώνες στο καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα, το οποίο δε λειτουργεί σήμερα και τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία, μετά τα σκαλάκια, αριστερά, στον δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή, απολαμβάνουν το ποτό τους (ούζο και κρασί), ένα βροχερό Σαββατόβραδο του Δεκέμβρη. Πρόκειται για τους (από αριστερά): Παντελή Σκανδάλη, Ηλία Ντζιαδήμα, Βασίλειο Κουτσοπάνο, Γεώργιο Ντζιαδήμα και Λεωνίδα Τσιβόλα. Στη γωνία «στέκεται» το ηλεκτρόφωνο, που πλημμυρίζει τον χώρο με μουσικά ακούσματα, τα οποία εναλλάσσονται ανάλογα με τις επιλογές της παρέας. Η δισκοθήκη των τζουκ μποξ, που βρίσκονταν στα καφενεία του χωριού μας, αποτελούνταν από μεγάλες λαϊκές επιτυχίες της εποχής και διαχρονικά κλασικά δημοτικά τραγούδια ή σουξέ των πανηγυριών. Εμείς τα παιδιά, όταν μας περίσσευε κάποιο κέρμα, επιλέγαμε τραγούδια στο ηλεκτρόφωνο, που μας εντυπωσίαζε η μουσική τους ή ο στίχος τους, π.χ. «Ζαβαρακατρανέμια», «Ο γανωτζής», «Θα το φαρμακώσω το σκυλάκι σου» κ.ά. Όμως ο καταστηματάρχης, θεωρώντας ότι αυτά μπήκαν κατά λάθος, πατώντας ένα κουμπί στο πίσω μέρος του τζουκ μποξ, τα διέκοπτε για να μην «ενοχλούν» τους θαμώνες, πληγώνοντας όμως, άθελά του βέβαια, τις παιδικές μας ψυχές. Έτσι χάναμε και τη δραχμούλα και το τραγούδι δεν απολαμβάναμε! Σταδιακά τα ηλεκτρόφωνα παροπλίστηκαν και στις μέρες μας αποτελούν μουσειακά είδη και συλλεκτικά αντικείμενα, που αφορούν μόνο παλαιοπώλες, συλλέκτες και μουσεία. Κάποια μάλιστα πωλούνται πανάκριβα, ιδιαίτερα τα Βούρλιτζερ, που είναι αληθινά έργα τέχνης. Υπάρχουν όμως και οι λιγοστοί ρομαντικοί, που δεν τα αποχωρίστηκαν και έτσι τα βλέπουμε ακόμη σε κάποια γωνία του καταστήματός τους να μας κλείνουν το μάτι, παροπλισμένα βέβαια, αλλά φορτωμένα με πολλές νοσταλγικές αναμνήσεις. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Το κατάστημα του Κων/νου Τρίτσα, απέναντι από το τότε καφενείο του Παντελή Καραλή, που σήμερα λειτουργεί ως λαογραφικό μουσείο και διακρίνεται δεξιά στη φωτογραφία. Πρωτολειτούργησε το 1957 και διέθετε μεγάλη ποικιλία υαλικών (πιάτα, ποτήρια, σερβίτσια κ.λπ.), διάφορα είδη προικός (σεντόνια, κουβέρτες, πετσέτες κ.λπ.), είδη ραπτικής (κλωστές, βελόνες, φερμουάρ κ.λπ.) και ψιλικά (μικρής αξίας μικρoαντικείμενα που είναι απαραίτητα στην καθημερινή ζωή). Παλιότερα αναφέρονταν ως είδη προικός προϊόντα που αποτελούσαν βασικό στοιχείο της προίκας μιας νύφης. Η σταδιακή εξασθένηση και τελικά εξαφάνιση του θεσμού της προίκας επέφερε αλλαγή στην ονομασία τους και έτσι σήμερα χαρακτηρίζονται ως λευκά είδη με βάση τον κυρίαρχο χρωματισμό τους. Τα δύο τελευταία έτη της λειτουργίας του καταστήματος (1968 και 1969) δημιουργήθηκε στον διπλανό χώρο καφενείο, όπως φαίνεται στην πινακίδα που έγραφε: ΚΑΦΕΫΑΛΟΠΩΛΕΙΟ« Η Αθηναϊκή αγορά»ΚΩΝ/ΝΟΥ ΤΡΙΤΣΑΣχεδόν το σύνολο των νοικοκυριών του χωριού προμηθεύονταν προϊόντα από το κατάστημα του Κων/νου Τρίτσα καθώς ήταν χρηστικά και απαραίτητα για κάθε σπίτι. Επιπλέον η μετάβαση στην αγορά της Άρτας ήταν αρκετά δύσκολη έως απαγορευτική. Υπήρχαν βέβαια και 2-3 πραματευτάδες, που γύριζαν στα σπίτια πουλώντας την πραμάτεια τους με αντίστοιχα είδη. Στη φωτογραφία διακρίνεται ο Κων/νος Τρίτσας και ο μικρός Χρήστος Καραλής καθισμένοι σε ένα τραπέζι του καφενείου.. Ο πρώτος όροφος του κτίσματος αποτελούσε την κατοικία του καταστηματάρχη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Νεαροί θαμώνες όρθιοι στον μπεζαχτά του καφενείου του Δημητρίου Τσιβόλα μαζί με τον ιδιοκτήτη του καφενείου. Το καφενείο, που δεν λειτουργεί σήμερα, στεγάζονταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία μετά τα σκαλάκια, αριστερά, στο δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή. Στον μαύρο τιμοκατάλογο που διακρίνεται πίσω αναγράφονται οι τιμές των ποτών ως εξής: καφές, τέιον, κακάο: 1,5 δραχμές, ούζο, κονιάκ, λουκούμι, κρασί: 1 δραχμή και αναψυκτικά: 2 δραχμές. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ιωάννης Τσιβόλας, Νικόλαος Σκανδάλης, Ιωάννης Σχαλέκης, Κωνσταντίνος Βαγενάς, Γεώργιος Δάσκαλος, Δημήτριος Τσιβόλας (καφετζής), Ιωάννης Κατσικογιώργος και Δημήτριος Λιάκος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1970. Συγχωριανές μας φωτογραφίζονται στο καφενείο του Γεωργίου Καραμπούλα, όπου βρέθηκαν για να αγοράσουν καταναλωτικά αγαθά για το νοικοκυριό, τα οποία πουλούσαν τότε τα καφενεία-παντοπωλεία. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ελευθερία Μπάκα, Γεώργιος Καραμπούλας, Έλλη Καραμπούλα, Βασιλική Ντζιαδήμα και Θεοδώρα Ντζιαδήμα. Δεξιά βλέπουμε το τζουκ μποξ (ηλεκτρόφωνο) που βρισκόταν εκεί, όπως και σε όλα σχεδόν τα καφενεία του χωριού στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Το τζουκ μποξ ήταν ένα ημιαυτόματο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής, που πήρε το όνομά του από τη λέξη jook ή juke που στην αφροαμερικάνικη αργκό σημαίνει χορός, πανδαιμόνιο και τη λέξη box, που σημαίνει κουτί. Λειτουργούσε με κέρματα των 1, 2, 5 ή 10 δραχμών (η αναπαραγωγή ενός τραγουδιού κόστιζε μία δραχμή) και είχε τη δυνατότητα να παίζει επιλεγμένα τραγούδια από μια εσωτερική δισκοθήκη, που διέθετε περίπου 100 δίσκους βινυλίου των 45 στροφών, δηλαδή 200 τραγούδια. Τα ηλεκτρόφωνα αγαπήθηκαν πολύ, γιατί έδιναν τη δυνατότητα στον πελάτη να επιλέξει το αγαπημένο του μουσικό άκουσμα, κάτι που ούτε το ραδιόφωνο ούτε η μαγνητοταινία ούτε η κασέτα μπορούσαν να προσφέρουν. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία, είχε χρωματιστά κουμπιά με γράμματα και αριθμούς, τα οποία όταν συνδυάζονταν αναπαράγονταν ένα συγκεκριμένο τραγούδι από κάποιον δίσκο. Όλοι οι τίτλοι των τραγουδιών ήταν γραμμένοι σε ένα καντράν και πριν από κάθε τίτλο υπήρχε ένα γράμμα και ένας αριθμός, π.χ. A5, F3 κ.λπ. Έτσι βάζοντας το κέρμα στην ειδική σχισμή και πατώντας το A και το 5, άρχιζε να γυρίζει η δισκοθήκη και μόλις εντοπιζόταν ο συγκεκριμένος δίσκος, που αντιστοιχούσε στο A5, μια μεταλλική λαβή τον έπιανε και τον τοποθετούσε στη θέση αναπαραγωγής και έτσι άρχιζε το τραγούδι. Όταν αυτό τελείωνε, η λαβή ξανατοποθετούσε τον δίσκο στη δισκοθήκη. Τα τζουκ μποξ μάρκας ΑΜΙ (όπως αυτό της φωτογραφίας), αν και δεν θεωρούνταν τα καλύτερα από τους ειδικούς, εντούτοις ήταν αναμφισβήτητα από τα πιο εντυπωσιακά και αυτά που αγαπήθηκαν περισσότερο. Έκλεψαν κυριολεκτικά καρδιές και εντυπώσεις, αφού παρείχαν τη δυνατότητα να δεις όλη τη διαδικασία του «κατεβάσματος» του δίσκου στο πλατό και του μαγικού αγγίγματος της βελόνας πάνω στο 45άρι δισκάκι. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1971. Κυριακή πρωί, μετά την απόλυση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, θαμώνες στο καφενείο του Γεωργίου Νταβαντζή, που στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας των αδελφών Μάρκου, Κων/νου και Παντελή Καραλή, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μανάβικο και η αποθήκη του Κων/νου Τρίτσα, φωτογραφίζονται αφού έχουν απολαύσει τα δροσιστικά αναψυκτικά τους. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ελένη Κουλτούκη (κόρη της Γιαννούλας Τσίτσα), Γεώργιος Μούτος, Χρυσούλα Τσίτσα, Κων/νος Τσίτσας, Δημήτριος Κουλτούκης (γιος της Γιαννούλας Τσίτσα) και Κων/νος Παππάς (Χρηστοβασίλης). Ο Κων/νος Παππάς ήταν δεξιοτέχνης του κλαρίνου, αλλά δυστυχώς έχασε το χέρι του σε ατύχημα και έτσι σταμάτησε να παίζει. Μέσα στο καφενείο βλέπουμε τον Βασίλειο Παπαγεωργίου (όρθιο) και τον Αριστοτέλη Νταβαντζή (καθιστό στο βάθος). Στην άδεια καρέκλα καθόταν αυτός που κατέγραψε τη στιγμή για να ταξιδέψει στον χρόνο, ο φωτογράφος Δημήτριος Καραλής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1972. Γλέντι στο καφενείο του Κων/νου Παππά με το βιολί του Χρήστου Ψυχογιού. Χορεύουν στα γόνατα, «βαρύ» τσάμικο οι: Κων/νος Πουρναράς, Γεώργιος Πουρναράς, Επαμεινώνδας Σιόντης, Γεώργιος ή Χρήστος Πουρναράς, Γεώργιος Σιόντης και Σπυρίδων Αγγέλης. Διακρίνονται επίσης οι: Νικόλαος Νταβατζής, Γεωργία Μπλέτσου (;) Ιωάννης Αγγέλης, Χρήστος Ψυχογιός, Ευάγγελος Κοτελίδας (;), Βασίλειος Τσίτσας, Ιωάννης Nτζιαδήμας (;), Κων/νος Σχαλέκης και Βασίλειος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1974. Γιορτινή βραδιά στο καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα, το οποίο δε λειτουργεί σήμερα και τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία μετά τα σκαλάκια, αριστερά, στον δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή. Οι θαμώνες του πρώτου τραπεζιού, μόλις μπήκε στο καφενείο ο φωτογράφος του χωριού Δημήτριος Καραλής, του ζήτησαν να τους απαθανατίσει. Αυτός ανταποκρίθηκε με προθυμία και χαμόγελο, όπως έκανε πάντα και έτσι ξαναζωντανεύει η στιγμή μπροστά μας τώρα. Διακρίνονται, με γιορτινή διάθεση, (από αριστερά) οι: Βασίλειος Τσίτσας, Ιωάννης Καραμπούλας, Δημήτριος Καραμπούλας, ο οποίος κρατάει στην αγκαλιά του τον μικρό Γεώργιο Τσίτσα, Αλέκος Σερεπίσιος, Ιωάννης Πουρναράς, Χρήστος Τζούμας και Κων/νος Τσίτσας. Σε πρώτο πλάνο διακρίνονται ο Αλέκος Αγγέλης και ο Δημήτριος Σχαλέκης. Παρακολουθεί (στο βάθος) ο Βασίλειος Νταβαντζής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1974. Στην Ελλάδα οι εισαγωγές τζουκ μποξ άρχισαν στη δεκαετία του ’50, τότε που κατακλύζουν καφενεία, ζαχαροπλαστεία, ταβέρνες και κλαμπ και περιέχουν τις πιο μεγάλες επιτυχίες της εποχής από το ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο, αποτελώντας τα κυρίαρχα μηχανήματα διασκέδασης. Το κοινό άκουγε, τραγουδούσε και χόρευε δίπλα στο εντυπωσιακό, πολύχρωμο κουτί με την εξαιρετική ηχητική απόδοση και τα διάφορα εφέ, όπως ο ήχος του νομίσματος που κατρακυλούσε από τη σχισμή, η μηχανική αναζήτηση και ανεύρεση του δίσκου, ο πολύχρωμος φωτισμός που αναβόσβηνε από τα πλαϊνά ως το πάνω μέρος κ.λπ. Η επιλογή τραγουδιού, για πολλούς, λειτουργούσε όπως η παραγγελία στην ορχήστρα, που όμως κόστιζε πολύ λιγότερο. Αρκετοί ήταν αυτοί που τη χρησιμοποιούσαν ως «βήμα προβολής», καθώς στον περιορισμένο χώρο ενός καφενείου οι θαμώνες αναγκαστικά αντιλαμβάνονταν τις μουσικές επιλογές του καθενός Μάλιστα κάποιοι ταυτίζονταν τόσο πολύ με συγκεκριμένα μουσικά ακούσματα, ώστε οι ακροατές να μαντεύουν την επιλογή τους, πριν ακόμη πλησιάσουν το τζουκ μποξ και πατήσουν τα κουμπιά. Στο χωριό μας το πρώτο ηλεκτρόφωνο το έφερε, ο πρωτοπόρος σε πολλά, Παντελής Λύκος και το εγκατέστησε σε αρκετά καφενεία διαδοχικά, παίρνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων. Στη συνέχεια όλοι σχεδόν οι ιδιοκτήτες καφενείων αγόρασαν ηλεκτρόφωνα και τα εγκατέστησαν στα καφενεία τους. Στη φωτογραφία θαμώνες στο καφενείο του Κωνσταντίνου Πουρναρά, το οποίο δε λειτουργεί σήμερα και τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας του ιδίου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία, μετά τα σκαλάκια, δεξιά, στον δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή, χορεύουν μερακλίδικο τσάμικο, υπό τον κρυστάλλινο ήχο του τζουκ μποξ. Πρόκειται για τους: Κωνσταντίνο Τσίτσα, Ηλία Ντζιαδήμα και Βασίλειο Κουτσοπάνο. Πολλά ήταν τα βράδια στα καφενεία, που προέκυπταν απρογραμμάτιστα γλέντια, με τα ηλεκτρόφωνα να δίνουν το έναυσμα. Θυμάμαι πως το καλοκαίρι του 1976 μαζευόμασταν, σχεδόν κάθε βράδυ, περίπου 15 νέοι και χορεύαμε στο καφενείο του Νικολάου Νίκου (στεγαζόταν εκεί που βρίσκεται σήμερα το mini-market), επιλέγοντας τραγούδια από το τζουκ μποξ. Μαζί μας πάντα και ο Γεώργιος Σβεντζούρης, που αν και ήταν πολύ μεγαλύτερος από εμάς του άρεσε να χορεύει μαζί μας για να μας μυήσει στα μυστικά του χορού, λειτουργώντας ως μέντορας και ξαναζούσε έτσι τη νιότη του μαζί μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γεωργίου Ντζιαδήμα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1976. Χειμωνιάτικο βράδυ του Δεκεμβρίου και θαμώνες του καφενείου του Νικολάου Νίκου παίζουν μια παρτίδα πόκερ στα όρθια (!), γιατί στο καφενείο το βράδυ αυτό γίνεται γλέντι και τα τραπέζια είναι κατειλημμένα. Το καρέ αποτελούν οι: Ιωάννης Αλπογιάννης (δεύτερος από αριστερά), Παντελής Λύκος, Ιωάννης Πουρναράς και Νικόλαος Νίκου (ιδιοκτήτης του καφενείου). Παρακολουθούν οι: Γεώργιος Καραμπούλας (πρώτος από αριστερά) και Ευαγγελή Νίκου (σύζυγος Νικολάου Νίκου). Το καφενείο στεγαζόταν στο κτίσμα, ιδιοκτησίας Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται στην άκρη της κάτω πλατείας, κάτω από τον δρόμο, στο ύψος του σημερινού καφενείου του Δημητρίου Πουρναρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1976. Ενώ κάποιοι χορεύουν, οι «χαμένοι» της πρώτης παρτίδας πρότειναν να παίξουν και μια δεύτερη, με την ελπίδα ότι θα ρεφάρουν. Συμφώνησε και ο νικητής και εδώ τους βλέπουμε να ποντάρουν. Πάντως αν κάποιος ισχυριστεί ότι το παιχνίδι ήταν «στημένο» και έγινε για τις ανάγκες της φωτογράφισης πιθανόν να μην έχει άδικο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1976. Εν τω μεταξύ το γλέντι συνεχίζεται. Χορεύουν οι Σκιαδαδιώτες: Σταύρος Λαμπράκης, Μαρίνα Λαμπράκη (σύζυγος του πρώτου), Μαρία Ντζιαδήμα και ο συγχωριανός μας Γεώργιος Σβεντζούρης. Την εποχή εκείνη πολλά βράδια γίνονταν στα καφενεία γλέντια με ορχήστρα, που αποτελούνταν από ντόπιους οργανοπαίχτες ή με το ηλεκτρόφωνο (τζουκ μποξ). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1976. Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο καφενείο του Γεωργίου Καραμπούλα και περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου οι: Βασίλειος Τσίτσας, Κων/νος Τσιβόλας, Γεώργιος Καραμπούλας και Δημήτριος Σχαλέκης δοκιμάζουν την τύχη τους παίζοντας πόκερ. Το παιχνίδι, που δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, γίνεται περισσότερο για να τιμηθεί το έθιμο των ημερών και αποτελεί φιλική διασκέδαση χωρίς να στενοχωρεί τους «χαμένους», γιατί όπως φαίνεται στη φωτογραφία, οι παίχτες ποντάρουν μικροποσά (κέρματα). (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1978. Γλέντι στο καφενείο του Νικολάου Νίκου, το οποίο στεγαζόταν στο κτίσμα ιδιοκτησίας Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται κάτω από τον δρόμο, στο ύψος που υπάρχει σήμερα το καφενείο του Δημητρίου Πουρναρά. Την ορχήστρα αποτελούν αυτοδίδακτοι χωριανοί καλλιτέχνες, που είναι οι: Βασίλειος Κουτσοπάνος (κιθάρα-τραγούδι), Ηλίας Ντζιαδήμας (κλαρίνο) και Κων/νος Σχαλέκης (αυτοσχέδια κρουστά-τραγούδι). Τραγουδούν επίσης οι: Γεώργιος Σχαλέκης και Ιωάννης Μπλέτσος. Χορεύουν οι: Χρήστος Σιόντης, Αλκιβιάδης Μακαβέλος, Δημήτριος Μπάκας και Ευάγγελος Μακαβέλος. Παρακολουθούν οι: Παύλος Κουτσοπάνος (άκρη αριστερά) και Αχιλλέας Μπλέτσος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Μπλέτσου) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Γλέντι, τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, στο κατάμεστο καφενείο του Νικολάου Νίκου, το οποίο στεγαζόταν στο κτίσμα ιδιοκτησίας Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται κάτω από τον δρόμο, στο ύψος που βρίσκεται σήμερα το καφενείο του Δημητρίου Πουρναρά. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Αθανάσιος Σχαλέκης, Δημήτριος Πουρναράς, Ιωάννης Πουρναράς, Χρήστος Σχαλέκης, Επαμεινώνδας Σιόντης και Κων/νος Παπαϊωάννου. Όρθιος ο Νικόλαος Νίκου (ιδιοκτήτης του καφενείου) και στο βάθος η Βάντα Θεοδωρή (σερβιτόρα). Χορεύουν (δεξιά) ο Βασίλειος Κουτσοπάνος και ο Ηλίας Ντζιαδήμας με την παρέα τους. Ο κάθε χορευτής πλήρωνε την ορχήστρα, πετώντας το χαρτονόμισμα με τον χαρακτηριστικό τρόπο, στο τέλος του τραγουδιού ή και κατά τη διάρκειά του.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Ο Κων/νος Καραμπούλας χορεύει πρώτος, «βαρύ» τσάμικο, με χορευτική δεινότητα. Δεν «μετράει» τα βήματα του τσάμικου, αλλά χωρίς κατάχρηση κινήσεων αυτοσχεδιάζει. Κρατώντας τον με το μαντήλι ο Χρήστος Σχαλέκης του δίνει τη δυνατότητα να «δημιουργεί» πάνω στα ρυθμικά μοτίβα. Την παρέα συμπληρώνει ο Δημήτριος Πουρναράς. Παρακολουθούν οι: Παύλος Κουτσοπάνος, ο μικρός Ιωάννης Κουτσοπάνος, Χρήστος Κοτελίδας, Ιωάννης Μπλέτσος και όρθιοι οι: Νικόλαος Πουρναράς, Ιωάννης Πουρναράς και Γεώργιος Πουρναράς.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Στη διπλανή παρέα το κέφι περισσεύει. Διακρίνονται (σε πρώτο πλάνο) οι: Τρύφωνας Τσίτσικας, Γεώργιος Σιόντης, Αθανασία Σιόντη, Χρήστος Τζούμας και Γεώργιος Πεταλάς. Πίσω ο Κων/νος Κουτσοπάνος με τον μικρό Βαγγέλη Κουτσοπάνο (δάσκαλο των χορευτικών του Συλλόγου σήμερα), ο Χρήστος Καραλής και ο Βασίλειος Κουτσοπάνος, που κερνάει τον Γεώργιο Ντζιαδήμα. Στο βάθος η Βάντα Θεοδωρή και ο Παναγιώτης Καραμπούλας. Στο διπλανό τραπέζι (δεξιά) ο Ηλίας Ντζιαδήμας, ο Ιωάννης Μπλέτσος, ο Παύλος Κουτσοπάνος και ο Ιωάννης Σχαλέκης.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Η ίδια παρέα συνεχίζει να χορεύει. Πρώτος, με τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού, που δίνει θεατρική διάσταση στον χορό, ο Χρήστος Σχαλέκης. Άλλωστε ο χορός δεν είναι μόνο βήματα, είναι κίνηση του υπόλοιπου σώματος, έκφραση του προσώπου, κίνηση των χεριών. Τον συνοδεύουν οι: Δημήτριος Πουρναράς, Κων/νος Καραμπούλας και Χρήστος Σιόντης. Διακρίνονται επίσης ο μικρός Γεώργιος Πουρναράς και δεξιά η Γεωργία Παπαϊωάννου και η Ευανθία Νταβαντζή.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Η νεολαία παρευρίσκεται και αυτή δίνοντας ιδιαίτερο χρώμα στη βραδιά. Προς το παρόν φαίνεται να απολαμβάνει τα μουσικά ακούσματα και τα δρώμενα και όταν αργότερα πάρει ενεργά μέρος στο γλέντι θα βάλει τη δική της πινελιά στη μουσική βραδιά. Το τραπέζι της νεολαίας αποτελούν οι: Ευαγγελία Παπαϊωάννου, Ευανθία Νταβαντζή, Κων/νος Καραμπούλας, Δημήτριος Αλπογιάννης (;), Γεώργιος Μπλέτσος, Αλίκη Μπλέτσου, Πανωραία Μπλέτσου, Γεωργία Παπαϊωάννου και Κων/νος Αγγέλης.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Η παρέα του προέδρου στον χορό. Πρωτοχορευτής ο δεξιοτέχνης Επαμεινώνδας Σιόντης με ζυγισμένα βήματα και τέλειους αυτοσχεδιασμούς και φιγούρες, χορεύει το αγαπημένο του τσάμικο «στον τόπο», το ζει, το αισθάνεται και το χαίρεται, απολαμβάνοντας κάθε του κίνηση. Τον κρατάει με το μαντήλι, που επιτρέπει άνεση στις κινήσεις του πρωτοχορευτή ο Γεώργιος Πουρναράς (πρόεδρος της Κοινότητας) και ακολουθούν οι: Νικόλαος Γάκης (δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου, από το Αθαμάνιο) και Γεώργιος Σιόντης. Τους χορευτές παρακολουθούν οι: Νικόλαος Νταβαντζής, Γεώργιος Σβεντζούρης και Νικόλαος Καραμπούλας. Διακρίνεται και η ορχήστρα του Τυρολόγου στη γωνία του καφενείου. Είναι εμφανές ότι ο χώρος είναι περιορισμένος για όλους, ακόμη και αυτός της πίστας και γι’ αυτό οι παρέες των χορευτών είναι ολιγάριθμες.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Ο Παναγιώτης Καραμπούλας (εκτελών χρέη γκαρσονιού) καταβάλλει προσπάθεια, λόγω της έντασης της μουσικής, να ακούσει τον Νικόλαο Καραμπούλα, ο οποίος δείχνει την παρέα που επιθυμεί να κεραστεί. Στο ίδιο τραπέζι κάθεται ο Γεώργιος Σβεντζούρης και αριστερά διακρίνονται να χορεύουν με αρμονία και χάρη οι: Σοφία Σιόντη, Αθανασία Σιόντη και η μικρή Παναγιώτα Σιόντη. Όρθια η σύζυγος του καφετζή Ευαγγελή Νίκου.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Ο πρωτοχορευτής έχει την ελευθερία της κίνησης. Μπορεί να σολάρει, να κάνει στροφές, καθίσματα, φιγούρες, να αλλάξει τον ρυθμό ή να τον ανακόψει χορεύοντας «στον τόπο». Εδώ παρατηρούμε τον Γεώργιο Πουρναρά, κάνοντας μια «στάση» να βιώνει το τραγούδι, εκφράζοντας την ατομικότητά του και να απολαμβάνει ταυτόχρονα ένα παγωμένο ποτήρι μπύρας, που το προσφέρει ο Νικόλαος Γάκης. Τον κρατάει και μοιράζεται μαζί του την ένταση της στιγμής η σύζυγός του Γεωργία Πουρναρά. Χορεύουν επίσης ο Επαμεινώνδας Σιόντης και ο Γεώργιος Σιόντης. Παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Κων/νος Μπλέτσος.
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1980. Η παρέα του φωτογράφου Δημητρίου Καραλή, στην οποία θα ενσωματωθεί και ο ίδιος, εγκαταλείποντας το φωτογραφικό του έργο. Διακρίνονται οι: Κων/νος Καραμπούλας, Κων/νος Κουτσοσπύρος, Ελένη Κουτσοσπύρου, Ελένη Καραλή και απέναντι οι: Κων/νος Καραλής, Βασίλειος Κουτσοσπύρος, Δημήτριος Τόσκας, Αγγελική Τόσκα και Παντελής Καραλής. Το γλέντι, με αυξανόμενο κέφι, θα συνεχιστεί ως τις πρωινές ώρες, μέχρι να πάρουν σειρά χορού όλες οι παρέες που βρίσκονται στο καφενείο. (Όλες οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1982. Πάντα υπήρχαν συγχωριανοί μας οι οποίοι διέθεταν αστείρευτο χιούμορ και σατιρική διάθεση και έτσι συχνά επιδίδονταν σε πειράγματα και αστεϊσμούς. Ο Νικόλαος Νίκου υπήρξε ένας απ’ αυτούς, καθώς και ο Χρήστος Ντζιαδήμας, ο οποίος πολλές φορές κυκλοφορούσε έφιππος στο αγαπημένο του μουλάρι, τη Σίβα. Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα εμφανίστηκε στο Κοινοτικό Γραφείο, διέσχισε το πάρκινγκ και, καβάλα στη Σίβα πάντα, πλησίασε το καφενείο του Νικολάου Νίκου, που έφερε την ονομασία “Η ΟΜΟΡΦΙΑ” και στεγαζόταν στο κτήριο του Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται μετά το σημερινό mini market, κάτω από τον δρόμο προς την Τζάια. Μόλις πλησίασε, ο νεαρός τότε Γεώργιος Τζούμας, που και αυτός ήταν πειραχτήρι, τον προκάλεσε να βάλουν ένα στοίχημα, στο οποίο ο νικητής θα κέρδιζε ένα μπουκάλι τσίπουρο! Αν κατάφερνε ο Χρήστος να μπει μέσα στο καφενείο, έφιππος στη Σίβα, θα κέρδιζε αυτός, αν όχι κερδισμένος θα ήταν ο Γιώργος. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Χρήστος, αποδέχτηκε την πρόκληση, και δεν το έκανε, βέβαια, για το μπουκάλι το τσίπουρο ή γιατί ήθελε να κερδίσει το καθορισθέν έπαθλο, αλλά γιατί δεν συνήθιζε να αφήνει τις προκλήσεις να πέσουν κάτω και ανταποκρινόταν άμεσα. Έτσι, χάιδεψε απαλά τη Σίβα στον σβέρκο και προχώρησε αποφασιστικά, διάβηκε την πόρτα του καφενείου, έκανε μια βόλτα περιμετρικά μέσα σ’ αυτό και ξαναβγήκε θριαμβευτής! Τη στιγμή αυτή αποτυπώνει ο φωτογραφικός φακός, στην οποία χαιρετάει τον φωτογράφο, επιβεβαιώνοντας τη νίκη του. Τον παρακολουθούν οι παραβρισκόμενοι θαμώνες του καφενείου: Γεώργιος Τζούμας, που χαϊδεύει τη Σίβα, αποδεχόμενος έτσι την “ήττα” του, Γεώργιος Πουρναράς (Πρόεδρος της Κοινότητας), η μικρή Μαρία Σιόντη και ο πατέρας της Νικόλαος Σιόντης, η Ευαγγελή Νίκου και ο Νικόλαος Νίκου (διακρίνεται λίγο πίσω από τη Σίβα), ο οποίος συμμετείχε στα δρώμενα σχολιάζοντας και στις συζητήσεις τις οποίες διάνθιζε με πειράγματα και αστεϊσμούς, όπως μόνο αυτός ήξερε να κάνει. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1958. Άποψη του χωριού από τη Λιμορέσια. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι όλα τα χωράφια στη θέση Πόρτα, είναι καλλιεργημένα με σιτάρι που έχει θεριστεί. Σήμερα δεν υπάρχουν γιατί έχουν μετατραπεί σε δάσος. Στον Κάτω Κάμπο όλα τα χωράφια και εκεί είναι καλλιεργημένα. Διακρίνονται λιγότερα σπίτια, από όσα υπάρχουν σήμερα, τα οποία στο σύνολό τους είναι πετρόχτιστα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Σακκά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1958. Το φαινόμενο της αστυφιλίας άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των αρνητικών συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αρχικά και του εμφυλίου στη συνέχεια, αλλά και η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής (εργασία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόρφωση κ.ά.) είχαν ως αποτέλεσμα η επαρχία και η ύπαιθρος να ερημώσουν και να γιγαντωθούν τα αστικά κέντρα, με κλασικό παράδειγμα την Αθήνα, που δέχτηκε το κύριο μέρος αυτού του μεταναστευτικού κύματος, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό πολλοί ήταν οι συγχωριανοί μας που εγκατέλειψαν τον γενέθλιο τόπο, αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, στα αστικά κέντρα της χώρας μας και κυρίως στην πρωτεύουσα. Η μεγάλη πλειοψηφία όσων επέλεξαν την Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην Άνω Κυψέλη και λιγότεροι σε άλλες περιοχές. Δεν χάθηκαν, όμως, στο χάος της μεγαλούπολης. Έτσι, στην προσπάθεια να διατηρήσουν ζωντανούς τους δεσμούς μεταξύ τους και με τη γενέτειρα, ίδρυσαν την Αδελφότητα, τα δικά τους στέκια (κυρίως καφενεία) και επιδίωκαν συναντήσεις με κάθε ευκαιρία σε σπίτια, σε γιορτές και εκδηλώσεις για ανταλλαγή απόψεων, για να πληροφορηθούν τα νέα του χωριού, για να θυμηθούν τα παλιά, για να διασκεδάσουν και για να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών και της αποξένωσης στον νέο τόπο διαμονής. Εδώ συναντάμε μία παρέα συγχωριανών, πλην ενός, οι οποίοι κατοικούσαν στον Πειραιά και την Καθαρά Δευτέρα βρέθηκαν στον λόφο του Φιλοπάππου, όπου γιορτάζονταν παραδοσιακά τα κούλουμα, όπως γίνεται και σήμερα. Διακρίνονται από αριστερά, όρθιοι, οι: Γεώργιος Τάσος (από Χαλκιάδες), Κων/νος Δ. Κουτσοσπύρος, Παντελής Ντζιαδήμας, Παντελής Γ. Καραλής, Βησσαρίων Κ. Τσιβόλας και Χρήστος Παππάς (Γεωργαντζάς). Καθιστοί οι: Δημήτριος Καραλής, Ευτυχία Παππά, ο σύζυγός της Τιμολέων Παππάς και η μικρή τους κόρη Μαίρη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1960. Πρώτη εκδρομή της Αδελφότητας Κυψελιωτών Άρτας στην Αθήνα, με δύο λεωφορεία και τη συμμετοχή πολλών συγχωριανών μας στα Βίλια Αττικής (15 Μαΐου). Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της Αδελφότητας, που οργάνωσε την εκδρομή, εκλέχτηκε στις εκλογές της 27ης Μαρτίου 1960 και συγκροτήθηκε σε σώμα την 3η Απριλίου 1960. Αποτελούνταν από τους: Ευάγγελο Νταβαντζή (πρόεδρος), Κων/νο Παππά (αντιπρόεδρος), Χρήστο Νταβαντζή (ταμίας), Ιωάννη Καραμπίνη, Θωμά Κατσάνο και Παύλο Μπαλάφα (μέλη). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1961. Η μεγαλύτερη νεροποντή σε ποσότητα βρόχινου νερού και διάρκεια, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι σήμερα, ξέσπασε το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1961, παραμονή της γιορτής του Αγίου Μηνά. Η έντονη βροχόπτωση άρχισε το απόγευμα και η βροχή συνέχισε να πέφτει ασταμάτητα και καταρρακτωδώς ως το πρωί της επομένης. Το αποτέλεσμα ήταν ο απίστευτος όγκος του νερού να παρασέρνει πέτρες μικρές και μεγάλες από τους πρόποδες των Τζουμέρκων, που στο διάβα τους δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Επιπλέον στην Γκούρα κατέληγαν και πολλοί ορμητικοί χείμαρροι και έτσι το νερό αυξανόταν και μαζί με τις πέτρες παρέσυραν ή κάλυπταν τα δέντρα, κυρίως πλατάνια, που υπήρχαν στην κοίτη. Εξαίρεση δεν αποτέλεσαν τα γεφύρια τα περισσότερα από τα οποία καταστράφηκαν. Στάθηκε όρθιο μόνο αυτό στον μύλο του Σιόντη (απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα), που υπέστη σοβαρές βλάβες, αλλά άντεξε, γιατί άλλαξε η κοίτη και μέρος του νερού περνούσε δίπλα από το γεφύρι. Κάποια χωράφια που βρίσκονταν δίπλα στην Γκούρα παρασύρθηκαν και αυτά. Το πρωί έκπληκτοι οι συγχωριανοί μας είδαν την Γκούρα χωρίς τα πλατάνια της και όλη της την κοίτη κάτασπρη, μεγαλύτερη σε πλάτος και ισοπεδωμένη. Μάλιστα στην ατμόσφαιρα, όπως μας διαβεβαίωσαν αυτόπτες μάρτυρες, υπήρχε έντονη μυρωδιά που προερχόταν από το συνεχές χτύπημα των πετρών μεταξύ τους κατά την παράσυρσή τους από το νερό! Παράλληλα σε όλο το χωριό καταστράφηκαν μονοπάτια, γκρεμίστηκαν τοίχοι και άλλαξε η μορφή του τοπίου. Την επόμενη ημέρα του κατακλυσμού, που ήταν ηλιόλουστη, δεν ήταν λίγοι οι συγχωριανοί μας που πήγαν στον Άγιο Μηνά στην Καλλονή, να προσευχηθούν για την απίστευτη θεομηνία. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1962. Η ξύλινη γέφυρα στον μύλο τον βακούφ’κο που ένωνε το χωριό με τη Ρουπακιά. Για την κατασκευή της χωριανοί με εθελοντική προσωπική εργασία – όπως έκαναν για όλα τα έργα που έπρεπε να γίνουν στο χωριό – έκοβαν κορμούς ελάτων στη Ρουπακιά (στη γέφυρα διακρίνονται 6) και αφού τους πελεκούσαν με τη λιάτα (πλατύ τσεκούρι) και έβγαζαν τον φλοιό και το εξωτερικό μέρος του κορμού, ώστε να πάρει το σχήμα του ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, τους κυλούσαν ή τους έσερναν μέχρι να φτάσουν στην Γκούρα. Εκεί τοποθετούνταν ο ένας δίπλα στον άλλον με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνουν κενά και εγκλωβίζονται τα πόδια ζώων – κυρίως των φορτωμένων – που θα περνούσαν από τη γέφυρα. Κάθετα καρφώνονταν δρύινες κλάπες (ξύλινες χοντρές σανίδες) για να συγκρατούν τους κορμούς να μη μετακινούνται. Στο τέλος καρφώνονταν στο πλάι τα παραπέτα ( χαμηλές προστατευτικές κατασκευές κατά μήκος δρόμου ή γέφυρας) για να προστατεύουν ανθρώπους και ζώα από πτώση. Η γέφυρα «στέκονταν» εκεί μέχρι το 1982, όταν έγινε η διάνοιξη του αμαξωτού δρόμου και τη θέση της πήρε η τσιμεντένια που υπάρχει μέχρι σήμερα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1964. Κτηνοτρόφοι (βλάχοι) του χωριού φιλοξενούν στο βουνό επισκέπτες χωριανούς και τους προσφέρουν ψητό κρέας. Διακρίνονται, μεταξύ άλλων, οι: Γεώργιος Καραλής (τρίτος από αριστερά, σκυμμένος), Νικόλαος Πουρναράς (βλάχος), Επαμεινώνδας Σιόντης, Γεώργιος Δάσκαλος, Γεώργιος Σιόντης, Κων/νος Παπαϊωάννου, Χρήστος Τζούμας, Αντώνιος Παπαϊωάννου (βλάχος), Παντελής Πουρναράς (βλάχος), Βλησαρία Τσίτσα. Επίσης διακρίνεται λίγο ο μικρός Γεώργιος Πουρναράς πίσω από τον πατέρα του. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παντελή Πουρναρά)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1964. Στις αρχές και μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι παλαιότερες γενιές πίστευαν ότι ο κύριος προορισμός των νέων ήταν ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας, με πολλά παιδιά μάλιστα. Έτσι οι πολύτεκνες οικογένειες αποτελούσαν σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας. Ιδιαίτερα στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία η μορφή και το μέγεθος της οικογένειας συνδέονταν με τη φύση των εργασιών που έπρεπε τα μέλη της να φέρουν σε πέρας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Γι’ αυτό η ύπαρξη πολλών παιδιών εξασφάλιζε και πολλά εργατικά χέρια. Όμως, τα παιδιά μεγάλωναν με τεράστιες δυσκολίες και οικονομική ανέχεια, που επέβαλε πολύ υποβαθμισμένες συνθήκες ζωής. Όλα μετρημένα και λιγοστά. Όταν, μάλιστα, συνέβαινε να “φύγει” κάποιος από τους γονείς και ιδιαίτερα ο πατέρας, τότε οι δυσκολίες και οι στερήσεις πολλαπλασιάζονταν, με τη μητέρα φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού, να αναλαμβάνει διπλό ρόλο και να δουλεύει από τη νύχτα ως τη νύχτα, για να ανταποκριθεί στις δύσκολες απαιτήσεις και υποχρεώσεις, που διαμόρφωσαν οι νέες σκληρές συνθήκες της ζωής. Μια τέτοια πολυμελή οικογένεια βλέπουμε στη φωτογραφία. Πρόκειται για αυτή του Γεωργίου Λαγού που παντρεύτηκε τη συγχωριανή μας Ευαγγελία (Βάγγιω) Καραμπούλα (1933). Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον γάμο τους (1947), ο πατέρας δολοφονήθηκε από έναν συγχωριανό του κτηνοτρόφο για μικροδιαφορές, αναίτια και άδικα στο βουνό, όπου βρισκόταν και βοσκούσε τα πρόβατά του, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα μέλη να παλέψουν σκληρά με τη φτώχεια για τη ζωή και την επιβίωση. Όμως, με εργατικότητα, υπομονή και επιμονή κατάφεραν να προκόψουν και να βγουν νικητές στον στίβο της ζωής. Μάλιστα δύο από τα παιδιά (οι καθιστοί στη φωτογραφία) άνοιξαν τα φτερά τους, “πέταξαν” πάνω από τον Ατλαντικό και φτάνοντας στις ΗΠΑ έχτισαν τη ζωή τους από το μηδέν, πάλεψαν με χίλιες δυσκολίες, όμως, επειδή έμαθαν στα δύσκολα από μικροί, στέριωσαν και μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσαν να ξεκινήσουν δικές τους επιχειρήσεις. Στη φωτογραφία η οικογένεια Λαγού φωτογραφίζεται μπροστά από το πατρικό τους στον Μέγα Λόγγο Αβαρίτσας. Διακρίνονται (από αριστερά, όρθιοι) οι: Νικόλαος, Βιργινία, Παναγιώτης (ο πατέρας της σημερινής Προέδρου του Συλλόγου Ευαγγελίας Λαγού) και η μητέρα Ευαγγελία. (Καθιστοί) οι: Ελευθέριος, η μικρή Ειρήνη (κόρη του Παναγιώτη) και ο Βασίλειος. Ο Ελευθέριος (Λευτέρης) στέκεται πάντα δίπλα στον Σύλλογο και τον ενισχύει οικονομικά σε κάθε ευκαιρία, όπως και ο σύγγαμπρος (μπατζανάκης) του Γεώργιος Τσιλογιάννης (παντρεύτηκαν αντίστοιχα 2 κόρες του Δημητρίου Ρόβα, τη Βασιλική, που εικονίζεται στην επόμενη φωτογραφία και τη Λαμπρινή) και τους ευχαριστούμε ιδιαίτερα γι’ αυτό. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Λαγού)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1966. Το φαινόμενο της αστυφιλίας άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των αρνητικών συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου, αλλά και η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής (εργασία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόρφωση κ.ά.) είχαν ως αποτέλεσμα η επαρχία και η ύπαιθρος να ερημώσουν και να γιγαντωθούν τα αστικά κέντρα, με κλασικό παράδειγμα την Αθήνα που δέχτηκε το κύριο μέρος αυτού του μεταναστευτικού κύματος, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει σχεδόν το μισό πληθυσμό της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό πολλοί ήταν οι συγχωριανοί μας που εγκατέλειψαν τον γενέθλιο τόπο, αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, στα αστικά κέντρα της χώρας μας και κυρίως στην πρωτεύουσα. Η μεγάλη πλειοψηφία των αποδήμων εγκαταστάθηκε στην Κυψέλη και λιγότεροι σε άλλες περιοχές. Στην προσπάθεια να διατηρήσουν ζωντανούς τους δεσμούς μεταξύ τους και με τη γενέτειρα, ίδρυσαν την αδελφότητα, τα δικά τους στέκια (κυρίως καφενεία) και επιδίωκαν συναντήσεις σε σπίτια με κάθε ευκαιρία, για ανταλλαγή απόψεων, για να πληροφορηθούν τα νέα του χωριού, για να θυμηθούν τα παλιά και για να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών στον νέο τόπο διαμονής. Εδώ συγχωριανοί μας φωτογραφίζονται έξω από το σπίτι του Δημητρίου Κουτσοσπύρου στα Άνω Λιόσια. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Δημήτριος Λιάκος, Δημήτριος Κουτσοσπύρος, Αικατερίνη Κουτσοσπύρου, Αριστέα Κουτσοσπύρου, Νικόλαος Κουτσοσπύρος, Ουρανία Κουτσοσπύρου και Βασίλειος Αγγέλης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1967. Ο Παντελής Σιόντης, ο οποίος είχε τους μύλους στην Γκούρα απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα, διέθετε αστείρευτο χιούμορ και αρκετές φορές του άρεσε να αυτοσαρκάζεται. Εδώ βρίσκεται ξαπλωμένος στην άκρη ενός χωραφιού και παριστάνει τον νεκρό! Πίσω του υπάρχει ένας ξύλινος σταυρός με το όνομα ΤΟΥΛΗΣ, που ήταν το χαϊδευτικό του. Πάνω στον σταυρό υπάρχει ένα κοτσυφάκι. Είχε καταφέρει να το ημερώσει μαζί με άλλα δύο, τα οποία τον ακολουθούσαν το πρωί στον μύλο και το απόγευμα επέστρεφαν μαζί του κελαηδώντας. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε αφιέρωση και ένα ποίημα. Έγραφε: «Τη δωρίζω εις τον κουμπάρον και αγαπητό μου φίλο Γεώργιον Ι. Πουρναράν. Γλεντάτε γέροι του ντουνιά, γιατί ο καιρός εδιάβη, μας καρτερεί η μαύρη γη και το βαρύ το χώμα. Και τα πουλάκια θλίβονται, πικρά μας κελαηδούνε. Για σήκω πάνω λεβεντιά, για σήκω παλικάρι, για σήκω πάνω λεβεντιά του τόπου μας καμάρι. Μετά λύπης μου. Αμήν. 17/9/67. Τουλής». (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Σιόντη)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. Ο Στέφανος Τόσκας (γιος του Νικολάου Τόσκα, γραμματέα της Κοινότητας Κυψέλης για αρκετά χρόνια και πατέρας του μετέπειτα υπουργού Νικολάου Τόσκα) το καλοκαίρι που βρισκόταν στο χωριό συνήθιζε να επισκέπτεται τη Βίγλα. Πήγαινε εκεί γιατί απολάμβανε την πανέμορφη διαδρομή με τις εντυπωσιακές εναλλαγές κατά την ανάβαση και τη μαγευτική φύση της περιοχής αλλά και γιατί του άρεσε να ακούει ιστορίες, που έφταναν ως την Τουρκοκρατία, από την αδελφή της γιαγιάς του, τη Ρίνα, της οποίας οι αισθήσεις της λειτουργούσαν στην εντέλεια, αν και είχε ξεπεράσει τον έναν αιώνα ζωής. Μάλιστα είχε γράψει και άρθρο γι’ αυτή στο περιοδικό «Χάος και Όψη» με τίτλο: «Η Βίγλα και το κλέψιμο της Ρίνας», (τεύχος 10, σελ. 11-14, φθινόπωρο 1995), που την περιγράφει στα νιάτα της ως: «κόρη ψηλή και όμορφη, ήταν η πέρδικα της Βίγλας…». Στο ίδιο περιοδικό, πολυγραφότατος ων, είχε διαπραγματευτεί πολλά θέματα δημοσιεύοντας ενδιαφέροντα άρθρα. Πάντα είχε μαζί του την αγαπημένη του φωτογραφική μηχανή με την οποία συνήθιζε να φωτογραφίζει τις ομορφιές της φύσης αλλά και ανθρώπους. Μια τέτοια είναι και η πρώτη φωτογραφία στο σπίτι της Ρίνας, στην οποία διακρίνονται (από αριστερά) οι: Πέτρος Τσιρώνης, Νικόλαος Τόσκας (μαθητής λυκείου τότε, εύελπις και αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων αργότερα και στις μέρες μας (2015-19) βουλευτής, υφυπουργός Εθνικής Άμυνας και αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ), Χρήστος Καραμπούλας που κρατάει τη μικρή Βαΐτσα Καραμπούλα, Αγγελική Καραμπούλα, Βαΐτσα Καραμπούλα με τη μικρή Μαρία Καραμπούλα στην αγκαλιά της και μπροστά η Αικατερίνη (Ρίνα) Καραμπούλα και οι μικροί Ιωάννης Καραμπούλας και Αικατερίνη Καραμπούλα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1968. O Στέφανος Τόσκας (δεξιά) με τους γιους του Νικόλαο Τόσκα (στο κέντρο) και Γεώργιο Τόσκα (αριστερά), μετά την επίσκεψη στο σπίτι της Ρίνας Καραμπούλα, στη Βίγλα, φωτογραφίζονται από τον Πέτρο Τσιρώνη στη ρίζα ενός γέρικου έλατου με φόντο τα Τζουμέρκα. Η θέα του χωριού από εκεί είναι καταπληκτική, γι’ αυτό και ολόκληρη η περιοχή ονομάστηκε Βίγλα, που σημαίνει: ψηλό σημείο από όπου μπορεί κανείς να ελέγχει μια περιοχή, παρατηρητήριο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1972. Μεταλλική βρύση πατητή στον Κάτω Κάμπο. Οι βρύσες αυτές υπήρχαν σε διάφορα σημεία για να προμηθεύονται οι χωριανοί νερό το χρονικό διάστημα 1965-1978, όταν το δίκτυο ύδρευσης δεν έφτανε ακόμη στα σπίτια. Το νερό έβγαινε σε μερικές από το στόμα ενός λιονταριού και σε κάποιες άλλες από το στόμα ενός βατράχου, μετά το πάτημα ενός διακόπτη που βρισκόταν στο πάνω μέρος της βρύσης. Μετά την επέκταση του υδραγωγείου τοποθετήθηκαν και άλλες βρύσες για την καλύτερη εξυπηρέτηση των χωριανών. Μία απ’ αυτές είναι και η βρύση της φωτογραφίας, που βρισκόταν στη Βρυσούλα (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευανθίας Νταβαντζή).
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1982. Συγκέντρωση συγγενών στη βεράντα του σπιτιού του Γεωργίου Δ. Αγγέλη, στο Καματερό Αττικής, με την ευκαιρία της επιστροφής από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα του Ιωάννη Σ. Αγγέλη, ο οποίος μετά από 3 και πλέον δεκαετίες απουσίας επιθυμούσε να συναντήσει και να δει από κοντά τους αγαπημένους του συγγενείς, αδέρφια και ανίψια. Διακρίνονται, από αριστερά, τα ανίψια του Βασίλειος Γ. Αγγέλης και Γεώργιος Δ. Αγγέλης και στο κέντρο ο Ιωάννης Σ. Αγγέλης. Δίπλα του ο αδελφός του Παντελής Σ. Αγγέλης και δεξιότερα η σύζυγος τού Παντελή, Χρυσάνθη. Ακολουθεί η Κλεάνθη, σύζυγος Γεωργίου Αγγέλη, και οι μικρές Γεωργία Β. Αγγέλη και Μαρία Γ. Αγγέλη. Την παρέα συμπληρώνει η Στέλλα, σύζυγος του Βασιλείου Αγγέλη, που εδώ έχει αναλάβει τον ρόλο του φωτογράφου. Ο Ιωάννης Σ. Αγγέλης παρέμεινε συνολικά στη Σοβιετική Ένωση, ως πολιτικός πρόσφυγας για 50 χρόνια, όπως και πολλοί άλλοι, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη χώρα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, 1946-49, και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Όπως είναι φυσικό, νοσταλγούσε την πατρίδα του και επιθυμούσε να την επισκεφτεί και το κατάφερε μόλις το επέτρεψαν οι πολιτικές συνθήκες, οπότε και την επισκέφτηκε αρκετές φορές. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην πρώτη κόρη του έδωσε το όνομα Ελλάδα και όπως δήλωνε είχε 2 αγαπημένες και καθημερινές έγνοιες με αυτό το όνομα, την κόρη του και την πατρίδα του. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Γ. Αγγέλη) Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
… Τον προηγούμενο αιώνα η ζωή στο χωριό μας, αλλά και σε όλα τα ορεινά χωριά, δεν ήταν απλώς δύσκολη, ήταν πολύ σκληρή και κάθε μέρα αποτελούσε ένα στοίχημα επιβίωσης. Μάλιστα, την περίοδο της κατοχής, αλλά και του εμφυλίου που ακολούθησε, οι συνθήκες έγιναν ακόμη δυσκολότερες. Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολυμελείς και ήταν φυσικό να υποσιτίζονται και το καθημερινό φαγητό να είναι αβέβαιο, μιας και τα παραγόμενα προϊόντα ήταν λιγοστά και δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες της κάθε φαμελιάς. Κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα χωράφια που διέθετε για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το ζην, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, τις πατάτες, τα όσπρια, τα κηπευτικά κ.λπ. και παράλληλα έτρεφε και ζώα, τα οποία της παρείχαν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αυγά, το μαλλί και σε ελάχιστες περιπτώσεις το κρέας, το οποίο έτρωγαν Χ’στού και Λαμπρή ή όταν έφτανε στο σπίτι κάποιος εκλεκτός καλεσμένος, οπότε έσφαζαν τον κόκορα ή κάποια κότα και έτσι θα έτρωγαν και τα μέλη της οικογένειας το λιγοστό κρέας που τους αντιστοιχούσε. Έτσι, η επιβίωση στο χωριό βασιζόταν στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και αυτοκατανάλωση των προϊόντων. Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες και επειδή η “πενία τέχνας κατεργάζεται”, όπως αναφέρει το γνωστό γνωμικό, οι κάτοικοι αναζήτησαν τρόπους να συμπληρώνουν τα καθημερινά φτωχά γεύματά τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν το στήσιμο παγίδων για τα πουλιά, που γινόταν, κυρίως, από τα παιδιά, που κάποιες φορές ήταν απλά ένα παιχνίδι γι’ αυτά, αλλά ταυτόχρονα γινόταν και για βιοποριστικούς λόγους. Η πτηνοπαγίδα απαιτούσε μία πέτρινη ορθογώνια πλάκα για τη στήριξη της οποίας χρησιμοποιούνταν ξυλάκια, τα οποία τοποθετούνταν με ειδικό έντεχνο τρόπο. Η διάταξη αποτελούνταν από ένα κατακόρυφο ξύλο με οξεία γωνία στην κορυφή, από δύο άλλα μικρότερα ξύλα, τα σκανταλάρια, που ήταν δεμένα μεταξύ τους με σκοινί σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και ένα σύστημα λεπτών ξύλων ενός οριζοντίου, της βέργας, και μερικών άλλων σε σχήμα ν. Όλη η κατασκευή της παγίδας ήταν απλή διαδικασία, αφού ο σουγιάς δεν έλειπε από καμιά παιδική τσέπη, αλλά απαιτούσε μεγάλη μαεστρία και μαστοριά στο στήσιμο και ο δημιουργός της έπρεπε να ήταν επιτήδειος και αλαφροχέρης και να τη στήνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ ευαίσθητη και στην παραμικρή πίεση που θα ασκούσε το πουλί με τα πόδια του, διαφορετικά μπορούσε να φάει το δόλωμα και να απομακρυνθεί χωρίς να πέσει η παγίδα. Τα στήσιμο γινόταν ως εξής: Τοποθετούνταν το κατακόρυφο ξύλο με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκεται μπροστά και όχι κάτω από την πλάκα, για να μην βρεθεί κάτω από αυτή, όταν καταρρεύσει και κάθετα πάνω σ’ αυτό ακουμπούσε το κοντό σκανταλάρι, το οποίο είχε μια εγκοπή για να εφαρμόζει απόλυτα στην οξεία γωνία, στην οποία κατέληγε το κατακόρυφο ξύλο. Η πλάκα ακουμπούσε στην άκρη του έτσι ώστε αυτή να σχηματίζει οξεία γωνία με το έδαφος. Το δεύτερο και μακρύτερο σκανταλάρι στηριζόταν στην άκρη της γωνίας του κατακόρυφου ξύλου και στην άλλη άκρη του συγκρατούνταν από το λεπτό οριζόντιο ξυλάκι, τη βέργα, με τα ν, τα οποία τοποθετούνταν από μπροστά προς τα πίσω, παράλληλα το ένα με το άλλο, έτσι ώστε να καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο τον χώρο κάτω από την πέτρα. Κάτω από τα ξυλάκια αυτά ή στο πίσω μέρος έμπαινε το δόλωμα, που μπορεί να ήταν σπόροι, ψωμί κ.λπ. Το ανυποψίαστο πεινασμένο πουλάκι ερχόταν να τσιμπολογήσει το δόλωμα, έμπαινε κάτω από την πλάκα, πατούσε το μικρά ξυλαράκια με αποτέλεσμα αυτά να πέσουν στο έδαφος, το μακρύτερο σκανταλάρι να χάσει τη στήριξή του στη βέργα, να απελευθερωθεί και έτσι το σύστημα των ξύλων να καταρρεύσει, η πέτρα να σωριαστεί και να καταπλακώσει το άτυχο ξεγελασμένο πουλάκι. Στη φωτογραφία διακρίνεται η παγίδα του Κων/νου Γ. Πουρναρά, την οποία κατασκεύασε για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
… Η σφεντόνα ή λάστιχο υπήρξε το αγαπημένο σύνεργο, αλλά και παιχνίδι, των παιδιών στα χωριά, καθώς μ’ αυτή έκαναν διάφορες σκανταλιές σημαδεύοντας κάποιον ντενεκέ, κάποιον κορμό δέντρου, κάποια κίκαρη (το λευκό πορσελάνινο μονωτικό της κολόνας του ΟΤΕ) και πραγματοποιούσαν τα πρώτα τους κυνηγετικά βήματα. Την κρεμούσαν στο λαιμό ή την έκρυβαν στην κωλότσεπη ή σε άλλη τσέπη, όταν δεν επιθυμούσαν να γίνει αντιληπτή από τους άλλους. Για την κατασκευή της επέλεγαν ένα διχαλωτό κλαδί δέντρου, γερό και κατά το δυνατόν με ομοιόμορφες τις δυο διχάλες, ο φλοιός του οποίου έβγαινε με κάποιο σουγιαδάκι ή τριβόταν με ένα γυαλόχαρτο ή ένα κομμάτι γυαλιού, μέχρι να αποκτήσει λεία επιφάνεια. Τις δύο άκρες της διχάλας, αφού τις πελεκούσαν με μαχαίρι, τις διαμόρφωναν έτσι ώστε να στερεωθούν και να δεθούν εκεί με ανθεκτικό σπάγκο τα δύο λάστιχα, που ήταν τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής και όχι στρογγυλά. Τα λάστιχα αυτά στις δύο άκρες τους δένονταν σε ένα κομμάτι μαλακού δέρματος, έως 7 εκατοστά μήκος και 3 εκατοστά πλάτος, στο οποίο έμπαινε η πέτρα, που ήταν κατά προτίμηση στρογγυλή από τα ρέματα, για να έχει μεγαλύτερη ευστοχία, όταν εκτοξευόταν ως βλήμα. Στο πετσί άνοιγαν τρύπες στο πλάι για να περαστούν τα λάστιχα από εκεί, να γυριστούν και να σφιχτοδεθούν μεταξύ τους με γερό σπάγκο. Τη σφεντόνα την κατασκεύαζαν κατά κανόνα τα ίδια τα παιδιά, αν “έπιαναν” τα χέρια τους ή σε διαφορετική περίπτωση αναλάμβαναν τη διαδικασία οι μεγαλύτεροι. Η επιλογή της διχάλας έπρεπε να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ τα λάστιχα τα αγόραζαν από τα καφενεία του χωριού ή τα πιο παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν σαμπρέλες ρόδας πoδηλάτου ή αυτοκινήτου τις οποίες έκοβαν σε λωρίδες. Αυτή, όμως, ήταν μια πολύ πρόχειρη κατασκευή και τα λάστιχα αυτά δεν ήταν ανθεκτικά. Η επιλογή των σωστών υλικών είχε ως αποτέλεσμα να είναι η σφεντόνα ξεχωριστή και με περισσότερες επιτυχίες στη σκόπευση. Ο χρήστης της, αφού τοποθετούσε τη διαλεγμένη στρογγυλή πέτρα στο πετσί, κρατούσε με το αριστερό χέρι τη διχάλα και με το δεξί το πετσί με την πέτρα, έκλεινε το αριστερό μάτι και σκόπευε με το δεξί. Τοποθετούσε τον στόχο του στο κέντρο της διχάλας, τέντωνε το λάστιχο προς τα πίσω και το άφηνε με αποτέλεσμα η πέτρα να εκτοξεύεται με δύναμη και άλλες φορές να βρίσκει τον στόχο και άλλοτε να αστοχεί. Κάποιοι κατασκεύαζαν τη σφεντόνα όχι με διχάλα, αλλά με ένα ευθύγραμμο στρογγυλό κυλινδρικό ξύλο, για να σκοπεύουν καλύτερα, όπως υποστήριζαν. Στο πάνω μέρος του ξύλου αυτού καρφωνόταν ένα πετσάκι, μέσα από το οποίο περνούσε το λάστιχο. Μερικές φορές οργανώνονταν και ομαδικοί σκοπευτικοί αγώνες με στόχο διάφορα αντικείμενα και εκεί ξεχώριζαν οι δεινοί σκοπευτές. Η σφεντόνα ήταν από τα αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών, που μερικές φορές γινόταν και επικίνδυνο, καθώς εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί, ακόμη και πολύ σοβαρά, αν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύονταν ή κοβόταν ξαφνικά το λάστιχο. Αν και απαγορευόταν η χρήση τους, όλα σχεδόν τα παιδιά, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, είχαν δοκιμάσει την τύχη τους μ’ αυτή στο κυνήγι πουλιών, γιατί εκείνη την εποχή οι συνθήκες ήταν δύσκολες βιοποριστικά και τα φτερωτά θηράματα αποτελούσαν μικρό συμπλήρωμα του καθημερινού φτωχικού γεύματος. Τότε, μάλιστα, που ακόμα η φύση ήταν ζωντανή, τα πουλιά ήταν πάρα πολλά, γιατί δεν υπήρχαν φυτοφάρμακα και άλλα δηλητήρια για να τα εξοντώνουν, όπως σήμερα. Τι και αν τα χρόνια πέρασαν οι αναμνήσεις από τις σφεντόνες παραμένουν πάντα έντονες και ζωντανές, θυμίζοντας αλλοτινές εποχές. Στην αριστερή φωτογραφία διακρίνονται η διχαλωτή σφεντόνα του Γεωργίου Α. Ντζιαδήμα και η μονή του Κων/νου Π. Κατσικογιώργου, τις οποίες κατασκεύασαν για τις ανάγκες της φωτογράφισης. (Φωτογραφία: Γιάννης Καραμπούλας)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
… Η σφεντόνα ή λάστιχο υπήρξε το αγαπημένο σύνεργο, αλλά και παιχνίδι, των παιδιών στα χωριά, καθώς μ’ αυτή έκαναν διάφορες σκανταλιές σημαδεύοντας κάποιον ντενεκέ, κάποιον κορμό δέντρου, κάποια κίκαρη (το λευκό πορσελάνινο μονωτικό της κολόνας του ΟΤΕ) και πραγματοποιούσαν τα πρώτα τους κυνηγετικά βήματα. Την κρεμούσαν στο λαιμό ή την έκρυβαν στην κωλότσεπη ή σε άλλη τσέπη, όταν δεν επιθυμούσαν να γίνει αντιληπτή από τους άλλους. Για την κατασκευή της επέλεγαν ένα διχαλωτό κλαδί δέντρου, γερό και κατά το δυνατόν με ομοιόμορφες τις δυο διχάλες, ο φλοιός του οποίου έβγαινε με κάποιο σουγιαδάκι ή τριβόταν με ένα γυαλόχαρτο ή ένα κομμάτι γυαλιού, μέχρι να αποκτήσει λεία επιφάνεια. Τις δύο άκρες της διχάλας, αφού τις πελεκούσαν με μαχαίρι, τις διαμόρφωναν έτσι ώστε να στερεωθούν και να δεθούν εκεί με ανθεκτικό σπάγκο τα δύο λάστιχα, που ήταν τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής και όχι στρογγυλά. Τα λάστιχα αυτά στις δύο άκρες τους δένονταν σε ένα κομμάτι μαλακού δέρματος, έως 7 εκατοστά μήκος και 3 εκατοστά πλάτος, στο οποίο έμπαινε η πέτρα, που ήταν κατά προτίμηση στρογγυλή από τα ρέματα, για να έχει μεγαλύτερη ευστοχία, όταν εκτοξευόταν ως βλήμα. Στο πετσί άνοιγαν τρύπες στο πλάι για να περαστούν τα λάστιχα από εκεί, να γυριστούν και να σφιχτοδεθούν μεταξύ τους με γερό σπάγκο. Τη σφεντόνα την κατασκεύαζαν κατά κανόνα τα ίδια τα παιδιά, αν “έπιαναν” τα χέρια τους ή σε διαφορετική περίπτωση αναλάμβαναν τη διαδικασία οι μεγαλύτεροι. Η επιλογή της διχάλας έπρεπε να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ τα λάστιχα τα αγόραζαν από τα καφενεία του χωριού ή τα πιο παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν σαμπρέλες ρόδας πoδηλάτου ή αυτοκινήτου τις οποίες έκοβαν σε λωρίδες. Αυτή, όμως, ήταν μια πολύ πρόχειρη κατασκευή και τα λάστιχα αυτά δεν ήταν ανθεκτικά. Η επιλογή των σωστών υλικών είχε ως αποτέλεσμα να είναι η σφεντόνα ξεχωριστή και με περισσότερες επιτυχίες στη σκόπευση. Ο χρήστης της, αφού τοποθετούσε τη διαλεγμένη στρογγυλή πέτρα στο πετσί, κρατούσε με το αριστερό χέρι τη διχάλα και με το δεξί το πετσί με την πέτρα, έκλεινε το αριστερό μάτι και σκόπευε με το δεξί. Τοποθετούσε τον στόχο του στο κέντρο της διχάλας, τέντωνε το λάστιχο προς τα πίσω και το άφηνε με αποτέλεσμα η πέτρα να εκτοξεύεται με δύναμη και άλλες φορές να βρίσκει τον στόχο και άλλοτε να αστοχεί. Κάποιοι κατασκεύαζαν τη σφεντόνα όχι με διχάλα, αλλά με ένα ευθύγραμμο στρογγυλό κυλινδρικό ξύλο, για να σκοπεύουν καλύτερα, όπως υποστήριζαν. Στο πάνω μέρος του ξύλου αυτού καρφωνόταν ένα πετσάκι, μέσα από το οποίο περνούσε το λάστιχο. Μερικές φορές οργανώνονταν και ομαδικοί σκοπευτικοί αγώνες με στόχο διάφορα αντικείμενα και εκεί ξεχώριζαν οι δεινοί σκοπευτές. Η σφεντόνα ήταν από τα αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών, που μερικές φορές γινόταν και επικίνδυνο, καθώς εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί, ακόμη και πολύ σοβαρά, αν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύονταν ή κοβόταν ξαφνικά το λάστιχο. Αν και απαγορευόταν η χρήση τους, όλα σχεδόν τα παιδιά, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, είχαν δοκιμάσει την τύχη τους μ’ αυτή στο κυνήγι πουλιών, γιατί εκείνη την εποχή οι συνθήκες ήταν δύσκολες βιοποριστικά και τα φτερωτά θηράματα αποτελούσαν μικρό συμπλήρωμα του καθημερινού φτωχικού γεύματος. Τότε, μάλιστα, που ακόμα η φύση ήταν ζωντανή, τα πουλιά ήταν πάρα πολλά, γιατί δεν υπήρχαν φυτοφάρμακα και άλλα δηλητήρια για να τα εξοντώνουν, όπως σήμερα. Τι και αν τα χρόνια πέρασαν οι αναμνήσεις από τις σφεντόνες παραμένουν πάντα έντονες και ζωντανές, θυμίζοντας αλλοτινές εποχές. Στη φωτογραφία διακρίνεται ο μικρός Χρήστος Κατσινέλης (εγγονός του Νικολάου Γ. Τσίτσα) να δοκιμάζει με τη σφεντόνα τις σκοπευτικές του ικανότητες και τη διαχρονικότητα του παιχνιδιού. (Φωτογραφία: Γιάννης Καραμπούλας)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας
1986. Η Γκούρα κυλάει δίπλα στο χωριό μας και είναι άρρηκτα δεμένη μαζί του στο αέναο ταξίδι τους στον χρόνο. Άλλοτε κυλάει αργά και νωχελικά τα νερά της και άλλοτε ορμητικά, όπως συμβαίνει και με την καθημερινότητα των κατοίκων. Επειδή ήταν δυσκολοδιάβατη, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, οι συγχωριανοί μας κατασκεύασαν γέφυρες πάνω απ’ αυτή για να μεταβαίνουν στον Άγιο Γεώργιο και στη Ρουπακιά. Μία απ’ αυτές βρισκόταν στη Λίπα, κάτω από εκεί που βρίσκεται ο ξενώνας σήμερα. Ένωνε το χωριό με τη Βίγλα, τη Ρουπακιά και τις Σκιαδάδες. Ήταν ξύλινη και για την κατασκευή της οι συγχωριανοί μας με εθελοντική προσωπική εργασία -όπως έκαναν τότε για όλα τα έργα που έπρεπε να γίνουν στο χωριό- έκοβαν κορμούς ελάτων στη Βίγλα και αφού τους πελεκούσαν με τη λιάτα (πλατύ τσεκούρι) και έβγαζαν τον φλοιό και το εξωτερικό μέρος του κορμού, ώστε να πάρει το σχήμα του ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, τους κυλούσαν ή τους έσερναν μέχρι να φτάσουν στην Γκούρα. Εκεί τοποθετούνταν ο ένας δίπλα στον άλλον με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνουν κενά και εγκλωβίζονται τα πόδια των ζώων -κυρίως των φορτωμένων- που θα περνούσαν από τη γέφυρα. Κάθετα καρφώνονταν δρύινες κλάπες (ξύλινες χοντρές σανίδες) για να συγκρατούν τους κορμούς και να μην μετακινούνται. Στο τέλος προσαρμόζονταν στο πλάι τα παραπέτα (χαμηλές προστατευτικές κατασκευές κατά μήκος δρόμου ή γέφυρας) για να προστατεύουν ανθρώπους και ζώα από πτώση. Στο κόψιμο των ελάτων πρωτοστατούσε ο Νικόλαος Καραμπούλας, που ήταν κάτοικος της Βίγλας και ξυλοκόπος και ο αδερφός του Παναγιώτης, αλλά βοηθούσαν και άλλοι κάτοικοι του οικισμού, τόσο στο κόψιμο, όσο και στη μεταφορά και την κατασκευή, όπως ο Γεώργιος Τσίτσας, ο Δημήτριος Τσούνης, ο Στέφανος Σιόντης, ο Ιωάννης Νταλακούρας, ο Δημήτριος Κραμπής κ.ά. Πολλές φορές, όταν η Γκούρα θύμωνε κι αποφάσιζε να δείξει τη δύναμή της, φούσκωνε και κατέβαζε ορμητικά, με δυνατό βουητό, τα νερά της κι έπαιρνε μαζί της σα λάφυρα και τα γεφύρια. Τότε έπρεπε να κατασκευαστούν καινούριες γέφυρες κι αυτό συνέβη αρκετές φορές. Από τη γέφυρα αυτή έπεσε, στις 19 Ιανουαρίου 1959, ο Νικόλαος Θεοδωρής, την ημέρα του γάμου του κουνιάδου του Παναγιώτη Καραμπούλα, ευτυχώς, όμως, χωρίς να τραυματιστεί σοβαρά. Στη φωτογραφία συναντώνται πάνω στη γέφυρα οι ξαδέρφες Αρχόντω και Βαΐτσα (Βάντα) Καραμπούλα. Σήμερα, βέβαια, δεν υπάρχει εκεί η γέφυρα, υπάρχουν, όμως, οι πέτρινες βάσεις της, τις οποίες κατασκεύασε ο Αριστείδης Κατσικογιώργος στις αρχές της δεκαετίας του 1960. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
Κείμενο: Γιάννης Καραμπούλας