Μια παλιά κινέζικη παροιμία λέει ότι μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Όταν μάλιστα αυτή η εικόνα-φωτογραφία μάς ανοίγει παράθυρο στο παρελθόν, τότε αποτελεί εικονογραφημένη ψηφίδα ιστορίας και η αξία της είναι ανεκτίμητη.
Η στήλη αυτή δημιουργήθηκε με αφορμή την προσπάθεια που καταβάλλει ο Σύλλογος για τη συλλογή παλιών φωτογραφιών και τη δημιουργία αρχείου παλιού φωτογραφικού υλικού. Θα μας ταξιδεύει στο παρελθόν με όχημα τις παλιές φωτογραφίες και θα δίνει το ερέθισμα στους παλιότερους για νοσταλγικές αναμνήσεις και στους νεότερους να ψηλαφίσουν τα χαρακτηριστικά του «χθες».
Σχολική ζωή
Νεολαία
Περιοδεύοντες
Γάμος
Εργασία
Πανηγύρια
Πλατεία
Καφενεία
Διάφορα
1952. Οι μαθητές του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης, μία ημέρα πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων (22 Δεκεμβρίου) και μετά τον προγραμματισμένο εκκλησιασμό στον Άγιο Νικόλαο, φωτογραφίζονται στην κάτω πλευρά του Δημοτικού Σχολείου, εκεί που σήμερα βρίσκεται η παιδική χαρά. Στο κέντρο διακρίνονται οι δάσκαλοί τους Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά. Τα αγόρια βρίσκονται στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας και τα κορίτσια αριστερά, μπροστά οι μικροί/ές και πίσω οι μεγαλύτεροι/ρες. Παρατηρούμε ότι όλα τα αγόρια φοράνε κοντό παντελονάκι, αν και είναι χειμώνας, κάτι που συνηθιζόταν τότε, προφανώς για οικονομικούς λόγους και τα κορίτσια, όσων η οικονομική δυνατότητα επέτρεπε, ποδιές. Όλοι οι μαθητές φοράνε τα «καλά» τους, γιατί την ημέρα αυτή γνώριζαν ότι θα εκκλησιαστούν. Δε διαφεύγουν την προσοχή μας βέβαια και τα κοντοκουρεμένα παιδικά κεφαλάκια των αγοριών, όπως αυστηρά επέβαλε ο σχολικός κανονισμός της εποχής. Σύμφωνα με το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραλή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στη Χώσεψη», το σχολικό έτος 1952-53, οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης ήταν 191 (98 αγόρια και 93 κορίτσια). Επιπλέον λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο και στην Καλλονή με 62 μαθητές (33 αγόρια και 29 κορίτσια) και 8 μαθητές της Ρουπακιάς πήγαιναν στο Δημοτικό Σχολείο Σκιαδάδων. Έτσι προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των μαθητών του χωριού ήταν 261. Το τρέχον σχολικό έτος οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης είναι … 4! Η σύγκριση είναι αποκαρδιωτική και ταυτόχρονα συνταρακτική για το παρόν και το μέλλον του γενέθλιου τόπου μας και ευρύτερα του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, που είναι ο πιο γερασμένος δήμος της Ελλάδας, με μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων του τα 57,9 έτη! Αστυφιλία, παραμέληση της υπαίθρου από το κράτος, ασύμφορη καλλιέργεια της γης, αναζήτηση εργασίας, καλύτερων συνθηκών ζωής και περισσότερων ευκαιριών μόρφωσης και επαγγελματικής αποκατάστασης στα αστικά κέντρα, υπογεννητικότητα κ.λπ. είναι μερικοί από τους λόγους της ερήμωσης όλων σχεδόν των ορεινών χωριών και της δραματικής συρρίκνωσης του μαθητικού πληθυσμού. Σήμερα οι εικονιζόμενοι στη φωτογραφία μαθητές είναι 73 έως 79 ετών. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας – Λίτσας Λύκου)
1953. Γυμναστικές επιδείξεις στη χωμάτινη πλατεία του χωριού με πρωταγωνιστές τους μαθητές του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης. Οι γυμναστικές επιδείξεις, που καταργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, διεξάγονταν στο τέλος του σχολικού έτους λίγες μέρες πριν την αποφοίτηση των μαθητών και τις διακοπές του καλοκαιριού. Αποτελούσαν τη μεγαλύτερη εκδήλωση της χρονιάς κατά την οποία δάσκαλοι και μαθητές με συλλογική προσπάθεια προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να παρουσιάσουν ένα άριστο αποτέλεσμα και να εντυπωσιάσουν τους θεατές. Περιελάμβαναν χορούς, σουηδική γυμναστική, σκυταλοδρομίες, τσουβαλοδρομίες, παιχνίδια και άλλα δρώμενα. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι μαθητές σε κυκλική διάταξη φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια να παίζουν ένα παιχνίδι στο οποίο μια μαθήτρια ντυμένη πεταλούδα ή μέλισσα βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου. Τους καθοδηγούν οι δάσκαλοι Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά που στέκονται πίσω. Παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι συγχωριανοί που βρίσκονται μπροστά από το καφεπαντοπωλείο του Αριστείδη Τσιρώνη στη σκιά του πλάτανου. Οι εικονιζόμενοι μαθητές είναι σήμερα περίπου 75 ετών. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας- Λίτσας- Λύκου)
1953. Γυμναστικές επιδείξεις στη χωμάτινη πλατεία του χωριού με πρωταγωνιστές τους μαθητές και τις μαθήτριες του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης. Οι γυμναστικές επιδείξεις, που ξεκίνησαν το 1883 και καταργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποτελούσαν το σημαντικότερο γεγονός ολόκληρης της σχολικής χρονιάς, όπου δάσκαλοι και μαθητές δούλευαν πυρετωδώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε στο τέλος της να επιδείξουν τις γυμναστικές τους δεξιότητες μπροστά στο κοινό. Συνήθως τα αγόρια φορούσαν μπλε παντελονάκια και λευκή μπλούζα και τα κορίτσια μπλε φούστα και λευκή μπλούζα ή ολόλευκο φόρεμα. Στη φωτογραφία οι μαθητές και οι μαθήτριες όλων των τάξεων, επιδεικνύοντας πνεύμα ομαδικότητας, επιτυγχάνουν τον τέλειο συγχρονισμό, συντονισμό και πειθαρχία. Παρακολουθούν τις άρτιες κινήσεις τους και τους καθοδηγούν οι δάσκαλοι Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά. Οι γονείς τους και πολλοί συγχωριανοί που βρίσκονται μπροστά από το καφεπαντοπωλείο του Αριστείδη Τσιρώνη στη σκιά του πλάτανου, τους θαυμάζουν και τους καμαρώνουν. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας- Λίτσας Λύκου)
1953. Γυμναστικές επιδείξεις στη χωμάτινη πλατεία του χωριού με πρωταγωνιστές τους μαθητές και τις μαθήτριες του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης. Οι γυμναστικές επιδείξεις, που ξεκίνησαν το 1883 και καταργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποτελούσαν το σημαντικότερο γεγονός ολόκληρης της σχολικής χρονιάς, όπου δάσκαλοι και μαθητές δούλευαν πυρετωδώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε στο τέλος της να επιδείξουν τις γυμναστικές τους δεξιότητες μπροστά στο κοινό. Συνήθως τα αγόρια φορούσαν μπλε παντελονάκια και λευκή μπλούζα και τα κορίτσια μπλε φούστα και λευκή μπλούζα ή ολόλευκο φόρεμα. Στη φωτογραφία οι μαθήτριες των μεγάλων τάξεων χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς σε δύο κύκλους με δεξιοτεχνία και αρμονία εντυπωσιάζουν. Παρακολουθούν τις άρτιες κινήσεις τους και τους καθοδηγούν οι δάσκαλοι Ιωάννης Λύκος και Ευριδίκη Σιαμαντά. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας – Λίτσας Λύκου)
1955. Η Ευαγγελία Πουρναρά, ο Ιωάννης Λύκος και ο Αντώνιος Κράβαρης, δάσκαλοι του τριθέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης, φωτογραφίζονται στην ξύλινη έδρα, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, που οι μαθητές βρίσκονται στην αυλή και παίζουν. Το Δημοτικό Σχολείο λειτούργησε ως τριθέσιο τα σχολικά έτη 1954-55 έως και 1962-63 (με εξαίρεση το σχολικό έτος 1957-58) και το σχολικό έτος 1966-67. Ως τρίτη αίθουσα χρησιμοποιούνταν μία αποθήκη, η οποία διαμορφώθηκε καταλλήλως. Τα υπόλοιπα χρόνια λειτούργησε ως διθέσιο και αρκετά χρόνια τώρα πια ως μονοθέσιο. (Τα στοιχεία έχουν παρθεί από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραλή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στη Χώσεψη»). Στη φωτογραφία διακρίνονται ακόμη η ξυλόσομπα, που ήταν απαραίτητη για τη θέρμανση και μέσα από το παράθυρο κτίσματα της πλατείας. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας-Λίτσας Λύκου)
1956. Σχολική γιορτή στην Κάτω Πλατεία κατά τη λήξη στου σχολικού έτους 1955-56, με το σκετς: «Τα Δωδεκάνησα». Διακρίνονται (πρώτη σειρά καθιστοί) οι: Δημήτριος Παπαϊωάννου, Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας) και Ιωάννης Παπαϊωάννου. Όρθιος ο Αντώνιος Κράβαρης (δάσκαλος του Δηοτικού Σχολείου Κυψέλης) και καθιστός στη δεύτερη σειρά ο Βασίλειος Λαμπράκης (δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου). Συμμετέχουν στο σκετς οι μαθήτριες: Ελευθερία Σιόντη, Αθηνά Πουρναρά, Μαρία Καραμπούλα, Βασιλική Πουρναρά, Ελευθερία Καραλή, Ευαγγελία Σκανδάλη, Ελευθερία Καραμπούλα, Μαργαρίτα Φλούδα, Βασιλική Ντζιαδήμα, Γεωργία Νταβαντζή, Βασιλική Σβεντζούρη, Ελένη Καραλή, Λαμπρινή Ρόβα, Αλεξάνδρα Παπαγεωργίου, Βασιλική Ρόβα και Κωνσταντινιά Τσίτσα. ((Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρίστου Καραλή)
1959. Οι μαθητές της Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης με τα χαρακτηριστικά κοντά παντελονάκια, κρατώντας σημαιάκια στα χέρια, στη Μονή της Ευαγγελίστριας μετά τη δοξολογία για την 25η Μαρτίου. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ιωάννης Σιόντης, Γεώργιος Σχαλέκης, Ευάγγελος Κοτελίδας, Δημήτριος Καραλής, Δημήτριος Κοτελίδας, Ηλίας Σκανδάλης, Δημήτριος Καραμπούλας και Νικόλαος Νταβαντζής (σημαιοφόρος). (Από το φωτογραφικό αρχείο του π. Δημητρίου Κοτελίδα)
1959. Απόφοιτοι του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης του σχολικού έτους 1958-59, κρατώντας τα απολυτήρια στα χέρια, σε μια αναμνηστική φωτογραφία με τους δασκάλους τους Αντώνιο Κράβαρη (αριστερά) και τη σύζυγό του Ευαγγελία Πουρναρά (δεξιά), στην αυλή του σχολείου, εκεί που βρίσκεται σήμερα η παιδική χαρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του π. Δημητρίου Κοτελίδα)
1962. Γυμναστικές επιδείξεις, στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1961-62, από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου στην κάτω πλατεία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το πάρκινγκ. Διακρίνονται από αριστερά οι: Τέλης Κοτελίδας, Βαγγέλης Καραμπούλας, Γιώργος Παπαϊωάννου, Βασίλης Νταβαντζής, Πάνος Μακαβέλος, Μίμης Νταβαντζής, Γιάννης Σχαλέκης, Χρήστος Κοτελίδας, Στέφανος Κοτελίδας, Κώστας Παπαδάς, Βασίλης Κουτσοπάνος, Λευτέρης Ντζαδήμας, άγνωστος. Το κτίσμα αριστερά ήταν τσαγκάρικο (σήμερα εκεί βρίσκεται το μπαράκι) και το παλιό δεξιά κατεδαφίστηκε και σήμερα στη θέση του βρίσκεται το σούπερ μάρκετ. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Τέλη Κοτελίδα).
1963. Τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια ελάχιστοι από τους μαθητές που τελείωναν το Δημοτικό Σχολείο συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο. Αυτοί ήταν οι άριστοι που με την παρότρυνση του δασκάλου προς τον πατέρα: «πρέπει να το σπουδάσεις το παιδί», αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει στοιχειώδης οικονομική δυνατότητα, έπαιρναν τα φώτα της γνώσης. Δυστυχώς σε πολλούς άριστους μαθητές, φωτεινά μυαλά, δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να μορφωθούν και να διαπρέψουν, γιατί η ανέχεια τους έκλεισε την πόρτα, περιόρισε τους γνωστικούς τους ορίζοντες και τους στέρησε ευκαιρίες για επαγγελματική, κοινωνική και πνευματική ανέλιξη. Την εποχή αυτή (δεκαετία του ’60 και του ’70) οι μαθητές που τελείωναν τα Δημοτικά Σχολεία του χωριού μας συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο Αγνάντων, όπου νοίκιαζαν κάποιο σπίτι και έμεναν εκεί ως οικότροφοι. Στο χωριό έρχονταν μόνο στις διακοπές Χριστουγέννων, Πάσχα και καλοκαιριού, γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη (περίπου 25 χλμ.). Πήγαιναν στην Άγναντα είτε με λεωφορείο (Καρνάβαλος) είτε με φορτηγό (Αθανάσιος Παππάς), αν ήταν τυχεροί και τα συναντούσαν ή τις περισσότερες φορές με τα πόδια. Έφευγαν από το χωριό, ανέβαιναν στα Αμπέλια, περνούσαν τον Άγιο Μάρκο και ψηλότερα από τον Πάτερ Κοσμά έστριβαν αριστερά και ακολουθώντας το μονοπάτι στους πρόποδες των Τζουμέρκων, έφταναν στον Καταρράκτη και από εκεί στην Άγναντα. Η επίπονη διαδρομή διαρκούσε 5-6 ώρες, που μπορεί να ήταν και περισσότερες αν οι καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολες και το βάρος του φορτίου μεγάλο. Εδώ φωτογραφίζονται την ημέρα των Φώτων, μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, φορτωμένοι με τις απαραίτητες προμήθειες, πηγαίνοντας προς την Άγναντα, στην πλατεία του Καταρράκτη μπροστά από τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δίπλα από την ιτιά, που βρισκόταν εκεί μέχρι το 1985 και στην οποία ήταν κρεμασμένες οι καμπάνες. Σήμερα στον χώρο αυτόν υπάρχει το Κοινοτικό Γραφείο. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Γεώργιος Τσιρώνης (πίσω), Βασίλειος Τσιρώνης, Γεώργιος Θεοδωρής, Γεώργιος Τσίτσας, Ιωάννης Σιόντης, Ευαγγελή Τσιρώνη, Επαμεινώνδας Γαλαζούλας, Γιαννούλα Μπλέτσου, Ελένη Τσιρώνη, Ευαγγελή Πουρναρά, Λουκία Μπλέτσου (δασκάλα διορισμένη στους Κτιστάδες, που τη συνόδευε η αδερφή της Γιαννούλα Μπλέτσου) και Βησσαρία Τσίτσα. Μετά το σχολικό έτος 1962-63, που λειτούργησε το Γυμνάσιο Βουργαρελίου, οι μαθητές του χωριού μας εγκατέλειπαν σταδιακά την Άγναντα και πήγαιναν στο Βουργαρέλι, γιατί η απόσταση ήταν πολύ μικρότερη (10 χλμ.) και έτσι είχαν τη δυνατότητα κάθε Σαββατοκύριακο να έρχονται στο χωριό. Παράλληλα εκεί λειτούργησε και οικοτροφείο, που έλυσε το πρόβλημα της σίτισης. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ελένης Τσιρώνη)
1964. Οι μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης, στον κήπο του σχολείου, τον οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν και φρόντιζαν. Tη φροντίδα του κήπου αναλάμβαναν κυρίως οι «άτακτοι» μαθητές, τους οποίους ο δάσκαλος έβγαζε από την τάξη και τους επέβαλε, ως «τιμωρία», το σκάψιμο, το φύτεμα ή το πότισμα. Διακρίνονται οι: Λαμπρινή Ρόβα, Χρυσούλα Βαλτσιωρίτη, Βασιλική Καραλή, Σωτηρία Πουρναρά, Βασίλειος Σακκάς, Ευάγγελος Ντζιαχρήστος, Λεωνίδας Τσιβόλας, Παντελής Καραλής, Δημήτριος Πουρναράς, Δημοσθένης Τριάντος (;), Δημήτριος Πουρναράς και η δασκάλα Λουκία Μπλέτσου. Πίσω διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το περίπτερο.(Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
1964. Μαθητές από την Άνω Ρουπακιά στο Δημοτικό σχολείο Σκιαδάδων, όπου φοιτούσαν. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Παναγιώτης Καραλής, Κων/νος Καραμπούλας, Ηλίας Κραμπής, Ευαγγελή Καραμπούλα, Χαρίκλεια Θεοδωρή, Ειρήνη Τσιούνη, Ευαγγελή Καραλή και ο Αθαμανιώτης δάσκαλος Νικόλαος Στούμπος. (Καθιστοί) οι: Γεώργιος Αλπογιάννης, Γεώργιος Κραμπής, Ανθή Αγγέλη, Κων/νος Καραλής, Γιαννούλα Τσιούνη, Βασιλική Κραμπή και Χρυσούλα Τσιούνη. (Από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραλή με τίτλο: «Η εκπαίδευση στη Χώσεψη»)
1965. Οι μαθητές του 2/θέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης απολαμβάνουν τη χειμωνιάτικη λιακάδα και παίζουν στην αυλή του σχολείου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, υπό την επίβλεψη της δασκάλας τους Λουκίας Μπλέτσου. Διακρίνονται στο κέντρο της αυλής η επιβλητική καρυδιά και ο περιφραγμένος κήπος στην κάτω πλευρά του σχολείου, τον οποίο φρόντιζαν οι μαθητές. Επίσης, πίσω αριστερά ο δρόμος πάνω από το πεζούλι, μπροστά από το σπίτι του Αριστείδη Τσιρώνη, που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού και στο βάθος τα κατάλευκα Τζουμέρκα. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
1965. Χωριανοί παρακολουθούν τις εκδηλώσεις των μαθητών. Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο (από αριστερά) οι: Νικόλαος Μπλέτσος, Δημήτριος Παπαϊωάννου, Κων/νος Μπλέτσος με την εγγονή του Ελένη Μπλέτσου, Αντώνιος Κράβαρης (δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης), Παναγιώτης Νάσης, Αφροδίτη Τσιρώνη, Παναγιώτα Πουρναρά (καθιστή μπροστά), Νικηφόρος Τσιβόλας (όρθιος πίσω), Αριστείδης Τσιρώνης (πρόεδρος της Κοινότητας), πατήρ Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας του χωριού) και Νικόλαος Τόσκας (γραμματέας της Κοινότητας). (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
1965. Γυμναστικές επιδείξεις από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης στην αυλή του σχολείου, στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1964-65. Θα ακολουθήσει, στον ίδιο χώρο, η απονομή των ενδεικτικών και των απολυτηρίων στους μαθητές από τους δασκάλους του σχολείου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
1966. Οι μαθητές του μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου. Διακρίνονται από αριστερά ( όρθιοι): Γεώργιος Λύκος, Ιωάννης Καραμπούλας, Χρήστος Αλέτρας, Χρήστος Σκανδάλης (πίσω), Κων/νος Σκανδάλης (μπροστά), Ιωάννης Μπάκας, Αντώνιος Βαγενάς, Χρυσάνθη Τσιβόλα, Ηλίας Λύκος, Ευαγγελία Βαγενά, Βασιλική Σκανδάλη. (Καθιστοί): Γεωργία Μπάκα, Αντώνιος Λύκος, Φωτεινή Βαγενά, Ελένη Αλπογιάννη, Βασιλική Σκανδάλη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1967. Εκδρομή των μαθητών των Δημοτικών Σχολείων Κυψέλης, Αγίου Γεωργίου και Σκιαδάδων στο Μέγα Χωράφι με τους δασκάλους τους: Λουκία Μπλέτσου, Βησσαρία Μέτη, Κώστα Τσίτσα – δε διακρίνεται γιατί φωτογραφίζει – (Δ.Σ. Κυψέλης), Δημήτρη Παπά (Δ.Σ. Αγίου Γεωργίου) και Θεοφάνη Κωσταβασίλη (Δ.Σ. Σκιαδάδων). Οι μαθητές είναι σήμερα 52 έως 58 ετών.
1967. Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου, ο δάσκαλός τους και οι γονείς τους φωτογραφίζονται μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο μετά τη σχολική γιορτή για τη λήξη του σχολικού έτους 1966-67. Στην πρώτη σειρά διακρίνονται οι: Κων/νος Σκανδάλης, Ιωάννης Καραμπούλας, Χρήστος Σκανδάλης, Ιωάννης Μπάκας, Γεωργία Μπάκα, Κων/νος Παπαϊωάννου, Χρήστος Δάσκαλος, Κων/να Δασκάλου, Δημήτριος Παππάς (δάσκαλος), Βασιλική Αλπογιάννη, Ηλίας Λύκος, Αντώνιος Λύκος, Κων/νος Βαγενάς (μπροστά), Γεώργιος Λύκος, Παντελής Σκανδάλης και Αντώνιος Βαγενάς. Στη δεύτερη σειρά οι: Χρυσάνθη Σκανδάλη, Νικόλαος Καραμπούλας, Βαΐτσα Καραμπούλα, Αθηνά Σκανδάλη, Χριστίνα Πεταλά, Γεώργιος Πεταλάς, Κων/νος Πεταλάς, Παντελής Μπάκας, Μαρία Μπάκα, Σαββούλα Μπάκα, Κων/νιά Τσιβόλα, Κων/νος Αλπογιάννης, Μαρία Λύκου, Βασιλική Αλπογιάννη, Αντιγόνη Αλπογιάννη, Χρήστος Αλπογιάννης, (δεν αναγνωρίζεται), Ειρήνη Τσιβόλα, Δήμητρα Σκανδάλη, Χριστίνα Βαγενά, Ευαγγελία Πεταλά, Σοφία Βαγενά (μπροστά), Χρυσάνθη Τσιβόλα, Βασιλική Σκανδάλη και Ευαγγελία Βαγενά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Παππά)
1968. Τρεις εκπαιδευτικοί στη Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα) στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι (από αριστερά) οι: Δημήτριος Παππάς (συγχωριανός μας – δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης), Βησσαρίων Ράπτης από το Κορφοβούνι Άρτας (δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου Κυψέλης) και Γεώργιος Κατσάνος (συγχωριανός μας – δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Γαύρου Ναυπακτίας). Την ημέρα αυτή, ημέρα γιορτής του μοναστηριού, το σύνολο σχεδόν των συγχωριανών, αν και δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος, παρευρίσκονταν στον ειδυλλιακό αυτό χώρο, παρακολουθούσε με ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία και συμμετείχε στο γλέντι που ακολουθούσε. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1968. Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Γεωργίου στο τέλος της σχολικής χρονιάς, κρατώντας τα ενδεικτικά. Από αριστερά οι: Χρήστος Αλέτρας, Καίτη Σκανδάλη, Φωτεινή Βαγενά, Γεωργία Μπάκα, Βασιλική Αλπογιάννη, Ελένη Αλπογιάννη, Ιωάννης Μπάκας, Αντώνιος Λύκος, Ιωάννης Καραμπούλας, Κων/νος Σκανδάλης, Ηλίας Λύκος, Χρήστος Σκανδάλης και ο δάσκαλος Αριστοτέλης Ράπτης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1970. Οι μαθητές κρατώντας τα δώρα που παρέλαβαν, φωτογραφίζονται με χωριανούς, που βρέθηκαν στην πλατεία του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1970. Οι μαθητές των Δημοτικών Σχολείων Κυψέλης και Αγίου Γεωργίου φωτογραφίζονται στην αυλή του σχολείου Κυψέλης, αμέσως μετά την παραλαβή των δώρων που τους προσέφερε η Αδελφότητα (έτσι λεγόταν ο Σύλλογος τότε) Κυψελιωτών Αθήνας για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Πίσω από τους μαθητές διακρίνονται οι: Ελένη Νταβαντζή, Ιωάννης Αλπογιάννης, Παντελής Παππάς, πατήρ Γεώργιος Φελέκης, Ελευθέριος Φλούδας, Γρηγόριος Λιάκος και Δημήτριος Παππάς (δάσκαλος). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1971. Οι μαθητές του διθέσιου Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης σε μια αναμνηστική φωτογραφία με τους δασκάλους τους, μετά το τέλος της σχολικής γιορτής για την επέτειο της 25ης Μαρτίου1821. Διακρίνονται (καθιστές) οι: Παρασκευή Σερεπίσιου και Γεωργία Κοτελίδα. (1η σειρά): Αναστασία Κουτσοπάνου, Σοφία Αγγέλη, Κων/νος Κατσικογιώργος, Δημήτριος Τσιβόλας, Βησσαρίων Καραλής, Ιλιάνα Πουρναρά (μπροστά), Πέτρος Ντζιαδήμας, Χρυσούλα Αγγέλη, Ανθή Καραμπούλα, Γεράσιμος Τσίτσας, Ευανθία Νταβαντζή και Ελευθερία Βασιλείου (δασκάλα). (2η σειρά): Δημήτριος Παππάς (δάσκαλος), Γεώργιος Νταβαντζής, Ελένη Μακαβέλου, Αμαλία Σχαλέκη (πίσω), Ειρήνη Ντζιαδήμα, Γεωργία Μπάκα, Ελένη Αλπογιάννη, Ευαγγελία Τσίτσα, Γεράσιμος Τριάντος, Βασίλειος Αλπογιάννης, Χρήστος Σακκάς, Ευαγγελία Φελέκη, Αντώνιος Λύκος, Ευάγγελος Νταβαντζής (πίσω), Νικόλαος Ντζιαδήμας, Παντελής Ντζιαδήμας και Παύλος Λύκος. (3η σειρά): Γεώργιος Μπλέτσος, Κων/νος Αγγέλης, Ευάγγελος Καραλής, Γεώργιος Πουρναράς, Κων/νος Καραμπούλας, δεν αναγνωρίζεται, Κων/νος Αλέτρας και Δημήτριος Μούτος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1971. Εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 στη Μονή Ευαγγελίστριας με τη συμμετοχή των μαθητών των τριών Δημοτικών σχολείων του χωριού (Κυψέλης, Αγίου Γεωργίου και Καλλονής) και πολλών χωριανών, οι οποίοι έφτασαν εκεί με τα πόδια. Διακρίνεται ο δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου της Καλλονής Κλεάνθης Παπαγιάννης να εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας μετά τη δοξολογία. Επίσης ο Πρόεδρος του χωριού Βαγγέλης Νταβαντζής, η Γραμματέας Σοφία Λύκου και ο παπα-Φελέκης.
1971. Ο Δημήτριος Παππάς, δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης, εκφωνεί στη Μονή Ευαγγελίστριας τον πανηγυρικό για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, μετά το τέλος της δοξολογίας. Παρακολουθούν ο πατήρ Γεώργιος Φελέκης (ιερέας της ενορίας Κυψέλης), ο Ευάγγελος Νταβαντζής (Πρόεδρος της Κοινότητας), η Σοφία Λύκου (Γραμματέας της Κοινότητας), οι παρευρισκόμενοι συγχωριανοί και οι μαθητές των Δημοτικών Σχολείων του χωριού. Θυμάμαι, πλημμυρισμένος από νοσταλγία για την παιδική βίωση της γιορτής, ότι την ημέρα αυτή συγκεντρωνόμαστε στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου νωρίς το πρωί και ξεκινούσαμε, με τη συνοδεία του δασκάλου μας, με προορισμό τη Μονή της Ευαγγελίστριας. Η μετάβαση γινόταν από μονοπάτια και διαρκούσε περίπου μιάμιση ώρα. Όπου το επέτρεπε ο δρόμος προχωρούσαμε συντεταγμένοι, αλλά στο μεγαλύτερο διάστημα ακολουθούσε ο ένας τον άλλον. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής τραγουδούσαμε εθνικά τραγούδια που αναφέρονταν στην Επανάσταση της 25ης Μαρτίου του 1821. Το δυσκολότερο έργο το είχε ο σημαιοφόρος, ο οποίος είχε τη σημαία στη θήκη του τελαμώνα και έπρεπε να την κρατάει ψηλά. Αρκετές φορές ο σταυρός της χτυπούσε στα κλαδιά των δέντρων που κάλυπταν τα μονοπάτια, όταν δεν προλάβαινε να την κατεβάσει ή δεν αντιδρούσε έγκαιρα στην προειδοποίηση του δασκάλου. Έτσι οι μαθητές και των τριών σχολείων (της Κυψέλης, του Αγίου Γεωργίου και της Καλλονής) συγκεντρώνονταν στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού, όπου μετά την Θεία Λειτουργία γινόταν η δοξολογία και εκφωνούνταν ο πανηγυρικός. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1920. Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες στη Μικρά Ασία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία-καταστροφή. Τελευταίος δεξιά διακρίνεται ο υπαξιωματικός Γεώργιος Μπάκας. Πιθανόν να υπάρχουν και άλλοι συγχωριανοί μας στη φωτογραφία, γιατί είναι γνωστό ότι αρκετοί νέοι από το χωριό μας, που υπηρετούσαν τότε τη θητεία τους, συμμετείχαν στον ατυχή αυτό πόλεμο. Φωτογραφίζονται δίπλα σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι ενώ κρατάνε χοντρό σκοινί, το οποίο έχουν δέσει στο πάνω μέρος του σπιτιού. Είναι προφανές ότι προσπαθούν να το γκρεμίσουν, χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο. Πιθανόν να είναι Τούρκου και το κάνουν για αντίποινα ή είναι Έλληνα και τους το ζήτησε ο ίδιος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1954. Νέοι του χωριού φωτογραφίζονται στο «Κουντρί του Μπλέτσου» με φόντο τη Βίγλα. Το «κουντρί», που ήταν ένας μεγάλος βράχος, βρίσκονταν πίσω από το σχολείο, στην άκρη του δρόμου και πάνω από το σπίτι του Κωνσταντίνου Μπλέτσου. Στα διαλείμματα οι μαθητές του δημοτικού σχολείου συνήθιζαν να παίζουν σ΄αυτό, ανεβοκατεβαίνοντας. Με τη διάνοιξη του αμαξωτού δρόμου, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, έπαψε να υπάρχει και να αποτελεί σημείο αναφοράς. Διακρίνονται οι (Πρώτη σειρά): Βασίλειος Ρόβας και Κωνσταντίνος Τσίτσας. (Δεύτερη σειρά): Γεώργιος Νταβαντζής, Χρήστος Σιόντης, Δημήτριος Λάζος (μπροστά), Παντελής Τσίτσας και Λεωνίδας Αγγέλης. (Τρίτη σειρά): Παντελής Παππάς, Παντελής Σιόντης και Ιωάννης Φλούδας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Λάζου)
1954. Μια ομάδα συγχωριανών μας αποφάσισε να κάνει μια αυγουστιάτικη ημερήσια εκδρομή στο βουνό. Πάντα μια ανάβαση στα μεγαλοπρεπή και επιβλητικά Τζουμέρκα με τη μοναδική ομορφιά τους κρύβει πολλές εκπλήξεις και ιδιαίτερες συγκινήσεις, αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία που αξίζει κάποιος να ζήσει. Ξεκίνησαν λίγο πριν το χάραμα και μετά από τρίωρη κοπιαστική ανάβαση στις σκληροτράχηλες πλαγιές κάνουν μια στάση για ξεκούραση στη θέση Πορτίτσα, απολαμβάνοντας το ολόφρεσκο κολατσιό που τους πρόσφερε η τσελιγκοπούλα Βάγγιω, σύζυγος Γιάννη Στέργιου, την οποία συνάντησαν εκεί και τη βλέπουμε όρθια στη φωτογραφία. Μετά την ολιγόλεπτη στάση και αφού ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, θα συνεχίσουν ανηφορίζοντας στο φιδωτό μονοπάτι για να απολαύσουν την άγρια και ανέγγιχτη ομορφιά, που απλόχερα ο ορεινός όγκος των Τζουμέρκων προσφέρει. Ανεβαίνοντας ψηλότερα θα διασχίσουν οροπέδια, διάσελα, εντυπωσιακούς βράχινους σχηματισμούς και θα βρεθούν πιο κοντά στις ψηλές και απρόσιτες κορυφές, απ’ όπου θα απολαύσουν την εκπληκτική πανοραμική θέα αφήνοντας το βλέμμα τους να ταξιδέψει ως το Ιόνιο και τον Αμβρακικό. Η περιπέτεια της ανάβασης θα διακόπτεται από στάσεις σε στάνες των φιλόξενων συγχωριανών μας τσοπάνηδων και όταν ο ήλιος χαμηλώσει στο Ξηροβούνι θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής κουρασμένοι, αλλά γεμάτοι ενθουσιασμό από την χορταστική και αξέχαστη εμπειρία. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ευριπίδης Κουτσοσπύρος, Ναπολέων Νάσης, Δημήτριος Παππάς, Κων/νος Τζαδήμας και Ιωάννης Κοτελίδας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ευριπίδη Κουτσοσπύρου)
1963. Νέοι του χωριού στη Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Απόστολος Λιάσκας, Ηλίας Σκανδάλης, Ευάγγελος Ρόβας, Μάρκος Πουρναράς και Βασίλειος Αγγέλης. (Καθιστοί) οι: Μιχαήλ Κουτσοσπύρος και Χρήστος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
1967. Νέες του χωριού κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στο Παλαιοχώρι, την ημέρα του εορτασμού της μνήμης της και του πανηγυριού που γίνονταν εκεί κάθε χρόνο στις 17 Ιουλίου. Τα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι την δεκαετία του ‘70 γίνονταν μικρά ή μεγάλα πανηγύρια, με ορχήστρα, χορό και καφενεία που πρόσφεραν ποτά, σχεδόν σε όλες τις εκκλησίες και τα εξωκκλήσια του χωριού ανήμερα της εορτής του αγίου/ας. Διακρίνονται οι (Όρθιες): Φεβρωνία Γαλαζούλα, Αλίκη Καραμπούλα και Βασιλική Κατσικογιώργου. (Καθιστές): Μαρία Τσίτσα, Κωνσταντίνα Τσιβόλα, Ευαγγελία Μούτου, Χαρίκλεια Θεοδωρή και Ανθή Τσιβόλα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1968. Νεαροί συγχωριανοί μας, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το χιόνι έφτασε ως το κέντρο του χωριού, παίζουν χιονοπόλεμο στο κάτω μέρος της πλατείας, μπροστά από το σπίτι και παντοπωλείο του Αριστείδη Τσιρώνη, στο πρανές που δημιουργήθηκε από τον σωρό των χωμάτων που μεταφέρθηκαν εκεί μετά τη διαμόρφωση της πλατείας. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Βασίλειος Παππάς, Γεώργιος Τσιούνης (μπροστά), Κων/νος Σχαλέκης (πίσω), Παντελής Μακαβέλος, Κων/νος Κοτελίδας (πίσω), Ιωάννης Καραμπούλας και Χρήστος Σχαλέκης (πίσω). Στο τέλος του 1968 και στις αρχές του 1969 έγινε η ηλεκτροδότηση του χωριού. Ο Γεώργιος Τσιούνης, που εμφανίζεται στη φωτογραφία και ο αδερφός του Νικηφόρος, που φωτογραφίζει, ήταν συγχωριανοί μας, ζούσαν στο Αγρίνιο και ασκούσαν το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου. Ήρθαν στο χωριό και με τη βοήθεια του Κων/νου Σχαλέκη αλλά και άλλων συγχωριανών μας, έκαναν τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις σε σπίτια του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Παππά)
1972. Νέοι του χωριού στο καφενείο του Γιώργου Καραμπούλα. Διακρίνονται (από αριστερά): Κώστας Παπαδάς, Κώστας Κουτσοπάνος, Γιάννης Σχαλέκης, Παύλος Κουτσοπάνος, Παντελής Πουρναράς, Βασίλης Κουτσοπάνος, Γιάννης Τσιβόλας, Λευτέρης Ντζιαδήμας, Γιώργος Σχαλέκης και Χρήστος Κοτελίδας.
1974. Κατά την επιστράτευση του Ιουλίου του 1974 αρκετοί συγχωριανοί μας ξαναντύθηκαν στο χακί. Παρέμειναν για ενάμιση μήνα περίπου σε πρόχειρο στρατόπεδο με σκηνές, σε μια περιοχή ανάμεσα στα Δολιανά και τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, μέχρι το τέλος της επιστράτευσης. Εδώ, μερικοί απ’ αυτούς, φωτογραφίζονται μαζί με επισκέπτες από το χωριό. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Αναστάσιος Καραλής, Γεώργιος Καραλής, Δημοσθένης Τσιρώνης (πίσω), Ανδρέας Καραλής, Κωνσταντίνος Σχαλέκης, Ευάγγελος Πλίτσας, Αναστάσιος Σακκάς και Ιωάννης Μπάκας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Σακκά)
1974. Η ποδοσφαιρική ομάδα Άραχθος, που ιδρύθηκε το 1970 και αποτελούνταν, κυρίως, από νέους του χωριού. Για μια δεκαετία διακρίθηκε και είχε εξαιρετικές επιδόσεις σε διάφορα τοπικά πρωταθλήματα της Αττικής. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι): Ιωάννης Μπλέτσος, Γεώργιος Σκαριώτης, Ιωάννης Σχαλέκης, Μιχαήλ Κουτσοσπύρος (προπονητής), Δημήτριος Παπαποστόλου, Δημήτριος Σκανδάλης, Φίλιππος Τσιούνης, Απόστολος Λιάσκας. (Καθιστοί): Χρήστος Κοτελίδας, Γεώργιος Φασιάνης, Σωτήριος Δημόπουλος, Παντελής Καραλής, Παναγιώτης Σούσος, Κων/νος Κωστούλας, Γεώργιος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Μπλέτσου)
1981. Νέοι του χωριού στη Βίγλα. Όρθιοι (από αριστερά) οι: Ιωάννης Καραμπούλας, Παύλος Λύκος, Κων/νος Καραμπούλας, Γεώργιος Τζούμας, Ευάγγελος Μακαβέλος, Ηλιάνα Νίκου, Βαΐτσα Καραμπούλα. Καθισμένες στην κούνια οι: Βάγια Γαλαζούλα, Ιωάννα Νίκου και Ελένη Μακαβέλου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1951. Νέοι του χωριού (γεννηθέντες το 1931) συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Κυψέλης Άρτας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να «περάσουν περιοδεύον». Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Οδυσσέας Αλπογιάννης, Χρήστος Παππάς, Γεώργιος Λιάκος, Ιωάννης Τριαντούλης και Νικόλαος Σκανδάλης. (Καθιστοί) οι: Δημήτριος Λιάκος, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Τιμολέων Παππάς και Γεώργιος Ντζιαδήμας. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Μαίρης Παππά)
1953. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από το Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα φωτογραφίζονται λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι): Δημήτριος Κουτσοσπύρος, Κων/νος Κατσικογιώργος, Δημοσθένης Λύκος, Αριστοτέλης Παππάς, Νικόλαος Σκανδάλης, Νικόλαος Τόσκας, Αλέκος Αλπογιάννης, Αλκιβιάδης Μπλέτσος, Ευριπίδης Κουτσοσπύρος, Ιωάννης Μακαβέλος, Βασίλειος Παππάς, Γεώργιος Καραλής, Ιωάννης Ντζιαδήμας. (Καθιστοί): Ευάγγελος Πλίτσας, Ιωάννης Παππάς, Αχιλλέας Παππάς, Χρήστος Σιώζιος, Κων/νος Πουρναράς, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Βησσαρίων Νταβαντζής, Κων/νος Νταλακούρας, Κων/νος Παππάς, Δημήτριος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά και Αλκιβιάδη Μπλέτσου)
1955. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από το Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται μπροστά από την Παρηγορήτισσα, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Χρήστος Στεργίου, Βασίλειος Κουτσοσπύρος, Βασίλειος Παπάς, Κων/νος Τσιβόλας, Νικόλαος Τόσκας, Ιωάννης Παπάς, Βασίλειος Νταβαντζής, Παναγιώτης Καραμπούλας και Κων/νος Λύκος. (Καθιστοί): Κων/νος Σιώζιος, Αντώνιος Μπαλάφας, Αντώνιος Μακαβέλος, Βασίλειος Κατσικογιώργος, Γρηγόριος Λιάκος και Βασίλειος Σιώζιος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1957. Νέοι του χωριού (γεννηθέντες το 1936 και 1937) συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται μπροστά από την Παρηγορήτισσα, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να «περάσουν περιοδεύον». Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Νικόλαος Κουτσοσπύρος, Ιωάννης Λιάκος, Γεώγιος Παπαγεωργίου, Ευάγγελος Μακαβέλος, Κων/νος Τσιβόλας, Ιωάννης Βαγενάς, δεν αναγνωρίζεται, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Στέφανος Κουτσοσπύρος, Γεώργιος Νταβαντζής, Αντώνιος Μπλέτσος, Ευάγγελος Κατσάνος, Γεώργιος Αγγέλης, Βασίλειος Παπαϊωάννου, Νικόλαος Τσιρώνης, Γεώργιος Κουτσοσπύρος και Απόστολος Κατσικογιώργος. (Καθιστοί) οι: Κων/νος Σχαλέκης, Δημήτριος Σχαλέκης, Γεώργιος Τσίτσας, Ευάγγελος Λύκος, Κων/νος Κουτσοσπύρος, Επαμεινώνδας Σιόντης, Λάμπρος Παππάς και Γεώργιος Ψυχογιός (ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του και βρέθηκε τυχαία εκεί). Ο νεαρός δεν αναγνωρίζεται. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά)
1958. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από τον γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Αλέκος Βαγενάς, Αχιλλέας Λύκος, Δημοσθένης Παπαϊωάννου, Νικόλαος Χουλιάρας, Χρήστος Πουρναράς, Ιωάννης Κουτσοσπύρος, Ιωάννης Πουρναράς, Νικόλαος Τόσκας, Χρήστος Τζούμας, Χρήστος Νταβαντζής, Παντελής Σιόντης, Παντελής Τσίτσας, Βασίλειος Τσίτσας, Δημοσθένης Τσίτσας, Κων/νος Στεργίου, Χρήστος Σακκάς, Χρήστος Καραλής, Βασίλειος Τσίτσας. (Καθιστοί) οι: Δημοσθένης Σχαλέκης, Ευριπίδης Μπαλάφας, Ιωάννης Νταβαντζής, Ελευθέριος Τσιβόλας, Παντελής Μούτος, Δημήτριος Πλίτσας (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Σακκά)
1959. Νέοι του χωριού συνοδευόμενοι από τον Γραμματέα της Κοινότητας Νικόλαο Τόσκα, φωτογραφίζονται μπροστά από την Παρηγορήτισσα, λίγο πριν μεταβούν στο στρατολογικό γραφείο Άρτας, για να περάσουν περιοδεύοντες. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι) οι: Ιωάννης Κοτελίδας, Κων/νος Παππάς, Γεώργιος Γαλαζούλας, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας της Κοινότητας), Γεώργιος Μπαλάφας, Δημήτριος Λάζος, Παναγιώτης Μπάκας, Βασίλειος Κραμπής. (Καθιστοί) οι: Κων/νος Παππάς, Δημήτριος Μακαβέλος και Γεώργιος Πεταλάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Λάζου)
1959. Γάμος του Παναγιώτη Καραμπούλα και της Αγλαΐας Μπαλάφα. Ο γαμπρός, ακολουθούμενος από τους καλεσμένους, φεύγει έφιππος από το πατρικό του σπίτι στη Βίγλα με προορισμό το σπίτι της νύφης. Εδώ διακρίνεται έτοιμος να ξεπεζέψει, αφού έχει ήδη φτάσει. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το έθιμο, ο πεθερός (Γεώργιος Μπαλάφας) αφού τον καλωσορίσει, θα του προσφέρει πετσέτα που θα την ρίξει στον ώμο του και ένα ποτήρι με κρασί, μέσα στο οποίο υπήρχε χρυσή λίρα. Ο γαμπρός θα πιει λίγο από το κρασί, θα βγάλει τη λίρα και το υπόλοιπο κρασί θα το χύσει προς τα πίσω. Παράλληλα θα κεραστούν και όλοι όσοι ακολουθούν τον γαμπρό. Μετά τα δύο συμπεθεριά θα κατευθυνθούν προς την εκκλησία στην πλατεία του χωριού, όπου θα γίνουν τα στέφανα. Στη φωτογραφία διακρίνονται επίσης ο αδελφός του γαμπρού Νικόλαος Καραμπούλας (αριστερά) και ο Γεώργιος Σιόντης (δεξιά), ο οποίος ήταν αγωγιάτης και διέθετε τα ζώα του (άλογα και μουλάρια) στους γάμους, στους οποίους τότε ο γαμπρός, η νύφη, ο κουμπάρος και οι στενοί συγγενείς μετακινούνταν έφιπποι. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1959. Η τελετή του γάμου στον Άγιο Νικόλαο. Διακρίνονται από αριστερά οι: Χρήστος Καραμπούλας, Βασιλική Καραμπούλα, Ελένη Θεοδωρή, Παναγιώτης Καραμπούλας, Ειρήνη Παππά, Αγλαΐα Μπαλάφα, Κωνσταντινιά Ρόβα (μπροστά), Κωνσταντίνα Τσίτσα (πίσω), Ελένη Τσίτσα. Στη συνέχεια επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι του γαμπρού στη Βίγλα, όπου προσφέρεται φαγητό σε όλους και ακολουθεί γλέντι μέχρι το πρωί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1959. Την επομένη (Δευτέρα) το βράδυ γίνονται, όπως προέβλεπε το έθιμο, τα ’π’στρόφια, δηλ. η επιστροφή της νύφης και του γαμπρού στο πατρικό σπίτι της νύφης, στο σπίτι του Γεωργίου Μπαλάφα. Έτσι δινόταν η ευκαιρία στον πατέρα της νύφης να ανταποδώσει στην οικογένεια του γαμπρού το γαμήλιο τραπέζι που έγινε την Κυριακή το βράδυ μετά το γάμο στο σπίτι του γαμπρού. Στη συνάντηση αυτή προσφέρονταν φαγητό σε όλους, το οποίο είχε μαγειρευτεί σε καζάνια, γίνονταν συζητήσεις και γνωρίζονταν καλύτερα οι δύο οικογένειες. Αν υπήρχε γραμμόφωνο ή οργανοπαίχτες ακολουθούσε χορός και γλέντι. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι παρευρεθέντες (συγγενείς και φίλοι των νεόνυμφων) και οι οργανοπαίχτες, που φωτογραφίζονται την επομένη (Τρίτη) το πρωί μετά το ολονύχτιο γλέντι δίπλα από το σπίτι του Γεωργίου Μπαλάφα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1963. Γάμος του Χρήστου Καραμπούλα με την Αγγελική Τσιρώνη. Τα συμπεθεριά του γαμπρού και της νύφης βαδίζουν προς την πλατεία και βρίσκονται λίγο πριν από το σχολείο, στο Κουντρί του Μπλέτσου.
1965. Ο Γεώργιος Παπαγεωργίου (γαμπρός) και η αδελφή του Σοφία Κουτσοσπύρου (η μετέπειτα πρεσβυτέρα) φτιάχνουν την μπουγάτσα (κουλούρα της νύφης), την οποία, σύμφωνα με το έθιμο, θα προσφέρουν στη νύφη. Η μπουγάτσα παρασκευαζόταν την Πέμπτη, 3 ημέρες πριν τον γάμο, που κατά κανόνα γινόταν την Κυριακή. Για την παρασκευή της χρησιμοποιούσαν αλεύρι, μαγιά, νερό, ζάχαρη και αυγά και αφού τα ζύμωναν τοποθετούσαν το ζυμάρι στο ταψί. Στη συνέχεια έφτιαχναν τα κεντίδια από ζυμάρι, χωρίς μαγιά, για να μη φουσκώνουν και τα τοποθετούσαν στο πάνω μέρος της μπουγάτσας. Τα κεντίδια τα έφτιαχναν με το χέρι και με τη βοήθεια ενός ψαλιδιού τους έδιναν την τελική μορφή. Παρίσταναν κυρίως κληματαριές με φύλλα και σταφύλια, πουλιά, λουλούδια, φρούτα και άλλα σχέδια με τα οποία κάλυπταν όλη την επιφάνεια με μεγάλη ακρίβεια και εξαιρετική τεχνική. Όλα όσα απεικονίζονταν είχαν τη σημασία τους. Τα πουλιά συμβόλιζαν τα παιδιά που θα γεννηθούν στη νέα οικογένεια, τα σταφύλια την παραγωγικότητα, τα φρούτα την ευημερία και τα λουλούδια τον ανθόσπαρτο βίο των νεονύμφων. Σε διάφορα σημεία τοποθετούσαν ολόκληρα καρύδια, τα οποία τα έβγαζαν μετά το ψήσιμο και στη θέση τους έβαζαν κουφέτα. Αμέσως μετά με ένα μικρό πινέλο περνούσαν μέλι για να γυαλίζει το πάνω μέρος της μπουγάτσας με τα κεντίδια, να γίνεται πιο γλυκιά και να κολλάνε και τα κουφέτα. Στη συνέχεια την τοποθετούσαν σε μια κάνιστρα στολισμένη με ένα όμορφο κεντημένο πανί και με ένα παρόμοιο τη σκέπαζαν. Την Παρασκευή ο αδερφός του γαμπρού ή κάποιος ξάδερφος, αν δεν υπήρχε αδερφός, μαζί με κάποια γυναίκα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να της προσφέρουν την κουλούρα και τα παπούτσια της και να πάρουν τα προικιά. Η νύφη τους περίμενε στην πόρτα, φιλούσε το χέρι του κουνιάδου της, έδινε ένα συμβολικό ποσό σ’ αυτόν που της πρόσφερε τα παπούτσια και έπαιρνε την μπουγάτσα. Κατόπιν έμπαιναν όλοι στο σπίτι, όπου τους κέρναγε η νύφη και ακολουθούσε τραπέζι. Αν έπαιρναν εκείνη την ημέρα τα προικιά της, ήταν μαζί και οι αγωγιάτες που θα τα φόρτωναν στα ζώα τους για να τα μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Αν τα προικιά ήταν πολλά τα έπαιρναν την ημέρα του γάμου, για να τα δουν οι καλεσμένοι και όλο το χωριό και έτσι αποδεικνυόταν πόσο χρυσοχέρα και προκομμένη ήταν η νύφη. Την ημέρα του γάμου αρκετοί από τους καλεσμένους έφερναν και αυτοί μπουγάτσες από τις οποίες μοίραζαν από ένα κομμάτι σε όλους όσοι παρευρίσκονταν. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Σοφίας Κουτσοσπύρου)
1967. Γάμος Χρήστου Μακαβέλου με την Ελένη Μπαλάφα. Μετά την τελετή οι νεόνυμφοι, έφιπποι, κατευθύνονται προς το σπίτι του γαμπρού. Τη στιγμή της φωτογράφισης βρίσκονται στο σημείο που είναι σήμερα το Mini Market.
1968. Γάμος Νικολάου Λαγού και Γεωργίας Σκανδάλη. Ο γαμπρός (3ος έφιππος) με τους καλεσμένους στον δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο, όπου βρισκόταν το σπίτι της νύφης. Εδώ φωτογραφίζονται πάνω από τον μύλο του Σιόντη. Διακρίνονται οι: Χρυσάνθη Λαγού, Παναγιώτης Λαγός (αδερφός του γαμπρού) και πίσω τους Βασιλική Κατσικογιώργου(;), Ελένη Καραλή, Ευαγγελία Λαγού (μητέρα του γαμπρού), Ελευθερία Κοτελίδα (δεξιά), Αθανάσιος Λαγός (κουμπάρος), Χρήστος Λαγός, Αντώνιος Μπαλάφας, Νικόλαος Λαγός (γαμπρός) και Βασιλική Λαγού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Λαγού)
1968. Η Γεωργία Σκανδάλη και οι καλεσμένοι κατηφορίζουν από τον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου με προορισμό την πλατεία του χωριού. Θα χρειαστεί να περπατήσουν περίπου 40 λεπτά. Αριστερά ο Ιωάννης Σκανδάλης (πατέρας), δεξιά ο Ελευθέριος Σκανδάλης (αδερφός) και μπροστά η Σαββούλα Σκανδάλη (μητέρα). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Λαγού)
1968. Οι νεόνυμφοι με τους στενούς συγγενείς φωτογραφίζονται στην πλατεία, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μετά την τελετή του γάμου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Λαγού)
1969. Γάμος Νικολάου Καραμπούλα και Έλλης Βάγγη. Ανάπιασμα των προζυμιών την Τετάρτη το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού με καλεσμένους τους πιο κοντινούς συγγενείς και γείτονες. Τρία μικρά παιδιά και των δύο φύλων, για να αποκτήσει το ζευγάρι και αγόρι και κορίτσι, κοσκινίζουν με τη σίτα το αλεύρι και οι καλεσμένοι ρίχνουν κέρματα στο σκαφίδι με το κοσκινισμένο αλεύρι. Διακρίνονται οι: Γεώργιος Καραμπούλας (πατέρας του γαμπρού), Ευαγγελία Μούτου, Ιωάννης Καραμπούλας (αδερφός του γαμπρού), Γεώργιος Αγγέλης, Νικόλαος Καραμπούλας, Χριστίνα Καραμπούλα (μητέρα του γαμπρού) και Κων/να Τσίτσα (αδερφή του γαμπρού). Κοσκινίζουν τα παιδιά: Δήμητρα Τσίτσα, Ευάγγελος Καραλής και Γεώργιος Τσίτσας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1969. Μόλις τελειώσει το κοσκίνισμα αλευρώνουν στο κεφάλι τον γαμπρό και του εύχονται «να ασπρίσει και να γεράσει». Τα παιδιά ψάχνουν μέσα στο αλεύρι για να βρουν τα κέρματα. Στην προσπάθειά τους αυτή μπορεί να αλευρωθούν και αυτά. Στη συνέχεια ρίχνουν νερό στο αλεύρι και ζυμώνουν. Με το ζυμάρι αυτό θα γίνει η κουλούρα της νύφης η οποία θα παραδοθεί την Παρασκευή. Η κουλούρα είχε στο πάνω μέρος κεντίδια από το ίδιο το ζυμάρι, που τα έφτιαχναν κορίτσια των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς. Το ανάπιασμα των προζυμιών γίνονταν και στο σπίτι της νύφης. Στη φωτογραφία βλέπουμε τους: Ευαγγελία Μούτου, Γεώργιο Αγγέλη, Ιωάννη Καραμπούλα, Χρήστο ή Γεώργιο Πουρναρά, Νικόλαο Καραμπούλα, Χριστίνα Καραμπούλα, Δημήτριο Καραμπούλα και Κων/να Τσίτσα. Σε πρώτο πλάνο τα παιδιά: Δήμητρα Τσίτσα, Ευάγγελος Καραλής και Γεώργιος Τσίτσας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1969. Αρκετές ώρες πριν τον γάμο γίνεται το ξύρισμα του γαμπρού. Οι οργανοπαίχτες και όλοι οι καλεσμένοι τραγουδούν: «Σήμερα ο νιος ξυρίζεται, σήμερα μπιρμπιρίζεται, ξουράφια από τα Γιάννενα κι ακόνια από τα Τρίκαλα…». Με την πρώτη ξυραφιά ο νονός σταυρώνει τον γαμπρό με κέρμα, τον ασπάζεται και του εύχεται «καλά στέφανα» ή «η ώρα η καλή». Ακολουθούν οι γονείς και όλοι οι καλεσμένοι. Τα χρήματα (κέρματα και χαρτονομίσματα) αφήνονται στον δίσκο που κρατάει ο γαμπρός. Κάποια από αυτά θα τα δώσει στον μπαρμπέρη και στους οργανοπαίχτες. Την ίδια στιγμή κάποιοι από τους καλεσμένους πυροβολούν στον αέρα. Εδώ ο Κων/νος Παπαΐωάννου ξυρίζει τον γαμπρό. Η μητέρα του Χριστίνα Καραμπούλα τον σταυρώνει με το κέρμα και ακολουθεί μια άλλη καλεσμένη με το κέρμα στο χέρι και αυτή. Παρατηρούν οι: Ευάγγελος Γαλαζούλας και Παντελής Πουρναράς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1969. Το συμπεθεριό του γαμπρού στον δρόμο προς την Ομαλή Βουργαρελίου, όπου βρίσκεται το σπίτι της νύφης. Προηγούνται οι οργανοπαίχτες Χρήστος Ψυχογιός (βιολί), Βασίλειος Σπύρος (κιθάρα-τραγούδι) και Θεόδωρος Γεωργίου (κλαρίνο) και ακολουθούν έφιπποι ο γαμπρός, η νονά (Πολυξένη Ψυχογιού) που θα στεφανώσει το ζευγάρι, οι γονείς, οι κοντινοί συγγενείς και οι υπόλοιποι καλεσμένοι πεζοί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1969. Ο συχαρικιάρης Δημήτριος Καραμπούλας (αδερφός του γαμπρού) με την ανθοδέσμη της νύφης στο χέρι. Ο συχαρικιάρης προηγείται του γαμπρού και των καλεσμένων και φτάνει πρώτος στο σπίτι της νύφης, όπου της προσφέρει την ανθοδέσμη και αναγγέλλει τον ερχομό του συμπεθεριού για να την πάρουν για την εκκλησία. Η νύφη τού βάζει μια πετσέτα στην πλάτη και του προσφέρει ένα μπουκάλι με τσίπουρο ή ούζο και ποτήρι. Στη συνέχεια επιστρέφει καλπάζοντας στο συμπεθεριό του γαμπρού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1969. Η τελετή του γάμου στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο σπίτι της νύφης, στην περιοχή Ομαλή Βουργαρελίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1969. Αναμνηστική φωτογραφία του ζευγαριού με τους στενούς συγγενείς στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Στη συνέχεια θα κατευθυνθούν στην Κυψέλη, όπου θα ακολουθήσει ολονύχτιο γλέντι στο καφενείο του γαμπρού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1950. Η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου από την Ανεμορράχη ως την Καλλονή έγινε με χειρωνακτική εργασία, όπως έγιναν οι περισσότεροι επαρχιακοί δρόμοι την εποχή εκείνη. Στα συνεργεία που δούλεψαν συμμετείχαν πολλοί από τους συγχωριανούς μας, άνδρες και γυναίκες, γιατί παρ’ ότι ήταν δύσκολη η εργασία απέφερε ένα σταθερό εισόδημα. Στο κάθε συνεργείο υπήρχε ένας επιστάτης που επέβλεπε τις εργασίες, ένας σημειωτής που κατέγραφε τα μεροκάματα, οι εργάτες και οι εργάτριες. Επιστάτες από το χωριό μας ήταν οι: Ελευθέριος Τσιρώνης, Γεώργιος Τσιρώνης, Γεώργιος Νταβαντζής κ.ά. Οι άντρες έσκαβαν με κασμάδες και οι γυναίκες πετούσαν τα χώματα με τα φτυάρια. Το μεροκάματο ήταν 11 δραχμές για τους άντρες και 7 δραχμές για τις γυναίκες. Η διάνοιξη του δρόμου διήρκησε περίπου δύο χρόνια. Τα συγκεκριμένα συνεργεία δούλεψαν μέχρι που ο δρόμος έφτασε στην Γκούρα τη Ραμιώτικη. Για τη συνέχεια της διάνοιξης δούλεψαν εργάτες από τα χωριά που θα διέρχονταν ο δρόμος (Ράμια, Λεπιανά, Μικροσπηλιά κλπ). Ο δρόμος από το Σέλωμα ως την Καριά έγινε αργότερα. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι γυναίκες με τα φτυάρια καθώς και ο σημειωτής του συγκεκριμένου συνεργείου Χρήστος Τριάντος από την Ανεμορράχη (2ος από αριστερά). Καταφέραμε να αναγνωρίσουμε τις (από δεξιά): Αντωνία Κουτσοπάνου (1η), Αφροδίτη Κατσικογιώργου (2η), Αγγελική Μακαβέλου (3η), Σταυρούλα Πλίτσα (4η), Ευαγγελία Καραλή (7η), Σαββούλα Σκανδάλη (9η), Νίκη Νταβίσκα (11η). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραμπούλα)
1952. Συγχωριανοί μας φωτογραφίζονται στο Σέλωμα, το οποίο βρίσκεται στο σημείο του δρόμου Καλονής – Ράμιας που υπάρχει η διακλάδωση προς την Κυψέλη, μετά την τελετή που έγινε εκεί για την έναρξη των εργασιών της κατασκευής του αυτοκινητόδρομου από το Σέλωμα ως το χωριό. Πίσω τους διακρίνεται ο νέος δρόμος και τα μπάζα από τη διάνοιξή του. Καταφέραμε να αναγνωρίσουμε (από την 1η σειρά και από αριστερά): την πρεσβυτέρα Γεωργία Λιάσκα με τον γιο της Απόστολο, τον Ιωάννη Λύκο (δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης) και την Ευριδίκη Σιαμαντά (δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης). Οι επόμενοι τρεις εικονιζόμενοι είναι υπηρεσιακοί παράγοντες από την Νομαρχία Άρτας ή πολιτικοί. (Ο μεσαίος με τα γυαλιά είναι ο Νικόλαος Τσίτσικας, αδελφός του ταχυδρόμου του Βουργαρελίου και υπάλληλος της Πρόνοιας Άρτας). Στη συνέχεια εικονίζεται ο Αριστείδης Τσιρώνης (πρόεδρος της Κοινότητας Κυψέλης), η σύζυγός του Αφροδίτη Τσιρώνη με τον γιο της Γεώργιο και ο πατήρ Βασίλειος Παππάς (ιερέας της Καλονής). Στη 2η σειρά αναγνωρίζονται οι: Νικόλαος Τόσκας (1ος – γραμματέας της Κοινότητας Κυψέλης), πατήρ Χαρίλαος Λιάσκας (3ος – ιερέας της Κυψέλης), Γεώργιος Παππάς (6ος), Ευτυχία Τόσκα (7η) και Χρυσάνθη Παππά (8η). Στην 3η σειρά διακρίνονται οι: Γεώργιος Τσιρώνης, Γεώργιος Σβεντζούρης, Ελευθέριος Τσιρώνης και Αγγελική Τσιρώνη. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ιουλίας-Λίτσας Λύκου)
1952. Στην τελετή έναρξης των εργασιών για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου από το Σέλωμα ως το χωριό, παραβρέθηκαν και οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κυψέλης με τους δασκάλους τους Ιωάννη Λύκο και Ευριδίκη Σιαμαντά, καθώς και οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Καλονής με τον δάσκαλό τους Ιωάννη Παπαχρίστο. Εδώ τους βλέπουμε να φωτογραφίζονται στον δρόμο προς τη Ράμια, λίγο μετά το Σέλωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η τελετή έναρξης των εργασιών πραγματοποιήθηκε το 1952, οι εργασίες ξεκίνησαν αργότερα (προς το τέλος της δεκαετίας του 1950) και ήταν ιδιαίτερα επίπονες και χρονοβόρες λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Το πρόβλημα ήταν εντονότερο στα Στεφάνια, όπου χρειάστηκαν πολλά φουρνέλα και κάποιοι εργάτες δούλευαν ακόμη και δεμένοι με σκοινιά για να μην πέσουν στον γκρεμό. Στο έργο αυτό συμμετείχαν πολλοί συγχωριανοί μας και η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου έγινε χειρωνακτικά, με αξίνες και φτυάρια. Μετά τη διάνοιξη πέρασε η μπουλντόζα για τη βελτίωση του δρόμου (διαπλάτυνση, ομαλοποίηση), που τελικά έφτασε στην Καριά το 1960. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον κ. Ιωάννη Κ. Κατσικογιώργο, ο οποίος ήταν εκεί ως μαθητής και τον κ. Παναγιώτη Καραμπούλα που εργάστηκε στη διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου για τις πληροφορίες που μας έδωσαν. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Κατσικογιώργου)
1960. Ο «Καρνάβαλος» σταματημένος στην Καρυά (μέχρι εκεί έφτανε τότε ο αμαξωτός δρόμος). Ήταν το πρώτο λεωφορείο, ιδιοκτησίας Αλέκου Παππά, που έκανε καθημερινά το δρομολόγιο Κυψέλη-Άρτα το πρωί και Άρτα-Κυψέλη το μεσημέρι. Στη σχάρα διακρίνεται το μεγάφωνο από το οποίο ακουγόταν μουσική που ανήγγειλε τον ερχομό του μικρού λεωφορείου ή από το οποίο καλούνταν συγχωριανοί να παραλάβουν δέματά τους. Διακρίνεται επίσης και ο μουσαμάς για το σκέπασμα των πραγμάτων σε περίπτωση βροχής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Ρόβα)
1962. Η Κων/νιά Τσίτσα, η Κων/νιά Καραμπούλα και η Μαρία Τσίτσα αφού ζαλιγκώθηκαν (φορτώθηκαν) με ελατίσια προσανάμματα στο Διάσελο, κατάκοπες αλλά χαμογελαστές φτάνουν στο σπίτι στην Γκούρα. Τα προσανάμματα θα χρησιμοποιηθούν τον χειμώνα για γρήγορο και εύκολο άναμμα της φωτιάς. Την εποχή που δεν υπήρχαν στο χωριό μας αμαξωτοί δρόμοι οι μεταφορές γίνονταν με τα ζώα (μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα) και επειδή για τους άντρες το ζαλίγκωμα ήταν υποτιμητικό και σ’ αυτό το πεδίο πρωτοστατούσαν οι γυναίκες, οι οποίες υπήρξαν πάντα συνοδοιπόροι με τους άντρες σε όλες τις επίπονες εργασίες. Βοηθούσαν παντού: στο σπίτι, στα χωράφια, στους κήπους, στα ζώα. Φορτώνονταν πάσης φύσεως φορτία, αλλά και όλα τα βάρη της ζωής. Έτσι αναδεικνύονταν ηρωίδες της καθημερινότητας, αφού διεκπεραίωναν όλες τις οικιακές εργασίες και ταυτόχρονα γίνονταν παραγωγικές εργάτριες του εξωοικιακού χώρου, χωρίς ποτέ να παραμελούν τις υποχρεώσεις που γεννά η θέση τους στην οικογένεια. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κων/νιάς Τσίτσα)
1965. Ο Αλέκος Παππάς φορτώνει τις αποσκευές των επιβατών σε μεταγενέστερο λεωφορείο, το δεύτερο που απέκτησε, το οποίο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερης τεχνολογίας από τo προηγούμενo. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1964. Όργωμα με μηχανή (μεταλλικό άροτρο) και αγελάδες από τον Γεώργιο Κατσάνο (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραλή).
1965. Η Βαΐτσα Χρ. Παππά φορτωμένη με βαρέλα και κρατώντας πλαστικό μπιτόνι μεταφέρει πόσιμο νερό από την πηγή στα Χωραφάκια στο σπίτι της στην Καλλονή. Η βαρέλα ήταν ξύλινο δοχείο μεταφοράς νερού, συναρμολογημένο με δούγες (κυρτές σανίδες) και δεμένο με σιδερένια στεφάνια. Στο πάνω μέρος είχε μικρό στρογγυλό στόμιο σε τετράγωνο πλαίσιο, που έκλεινε με ξύλινο πώμα. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ελένης Νταβαντζή).
1965. Όργωμα στο χωράφι του Δημητρίου Γαλαζούλα στον Κάτω Κάμπο (στο βάθος διακρίνεται το σπίτι του Κων/νου Κατσάνου) με αγελάδες και ξύλινο αλέτρι. Το όργωμα γινόταν το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές που μαλάκωνε το χώμα. Οργώνανε το χωράφι και το αφήνανε για λίγες μέρες και στη συνέχεια το ξαναοργώνανε για να γίνει αφράτο το χώμα και να ακολουθήσει η σπορά. Κάποιες φορές – όταν το έκρινε απαραίτητο ο ζευγάς – ανάμεσα στα δύο οργώματα ή στο τέλος της σποράς σβαρνίζανε το χωράφι για να σπάσουν οι μεγάλοι χωμάτινοι σβώλοι και να ισοπεδωθεί η επιφάνεια του οργωμένου εδάφους. Στη φωτογραφία φαίνεται το χωράφι ήδη οργωμένο ενώ αρχίζει το δεύτερο όργωμα και η σπορά. Ο Χρήστος Τσιρώνης τραβάει με σκοινί τη μία αγελάδα για να την οδηγήσει στην άκρη του χωραφιού και να ανοιχτεί εκεί η πρώτη αυλακιά. Πολλές φορές γινόταν το ίδιο όταν η αγελάδα ήταν ατίθαση και δεν υπάκουε στα παραγγέλματα του ζευγά. Πίσω από τις αγελάδες οργώνει, κρατώντας σταθερά τη λαβή του αλετριού, ο Κων/νος Τσιβόλας στον οποίο ανήκουν οι αγελάδες. Πολλοί χωριανοί διέθεταν ζευγάρι αγελάδων, μουλαριών ή αλόγων και με αυτά αναλάμβαναν να οργώσουν σχεδόν όλα τα χωράφια του χωριού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που διέθεταν ένα ζώο και με τον δανεισμό ενός άλλου δημιουργούσαν το ζευγάρι. Πίσω ακολουθεί η Βαΐτσα Γαλαζούλα που ρίχνει τον σπόρο στο αυλάκι που δημιουργείται. Μόλις τα ζώα φτάσουν στην άκρη του χωραφιού θα κάνουν στροφή 180 μοιρών και το υνί θα ανοίξει καινούριο αυλάκι, το χώμα του οποίου θα καλύψει τους σπόρους του προηγούμενου αυλακιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γίνει το όργωμα και η σπορά ολόκληρου του χωραφιού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1966. Οι ξυλοκόποι Νικόλαος Καραμπούλας και Χρήστος Βαλτσιωρίτης βγάζουν σανίδια με πριόνι. Ακολουθούνταν η εξής διαδικασία: Έκοβαν με την κόφτρα (μακρύ πριόνι) έναν έλατο. Στη συνέχεια τεμάχιζαν τον κορμό σε συγκεκριμένα μήκη και ένα τμήμα του το έβαζαν πάνω σε δύο ξύλινα στηρίγματα, όπου το πελεκούσαν με την λιάτα (πλατύ τσεκούρι) και έβγαζαν τον φλοιό και το εξωτερικό μέρος του κορμού, ώστε να πάρει το σχήμα του ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου. Ακολουθούσε η χάραξη με εμποτισμένο σε κόκκινο χρώμα σκοινί. Σε υπάρχοντα τοίχο ή σε πρόχειρη κατασκευή με κορμούς, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, έσκιζαν με το πριόνι τον κορμό, ακολουθώντας με ακρίβεια τις κόκκινες γραμμές. Ήταν απαραίτητο να μπει ένα μεγάλο βάρος (άλλος κορμός, πέτρα) στο πίσω μέρος του κορμού για να μην αναποδογυρίσει. Όταν έσκιζαν ως τη μέση τον κορμό τον γύριζαν ανάποδα (το μπρος πίσω) και σκίζοντας πάλι από την αρχή, αφού συναντούσαν το αρχικό σκίσιμο, έβγαζαν σανίδια ή καδρόνια. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1967. Η Ελευθερία Σακκά, ξυπόλητη, οργώνει με ξύλινο αλέτρι στην Γκούρα, κρατώντας στο χέρι την βουκέντρα, η οποία είναι μακρύ ραβδί με σιδερένια μύτη στην άκρη, που το χρησιμοποιούν για να κεντρίζονται τα βόδια, ώστε να προχωρούν γρηγορότερα κατά το όργωμα. Στην άλλη άκρη το ραβδί είχε συχνά ένα μεταλλικό έλασμα σαν μικρή σπάτουλα για να ξεκολλάει, όταν χρειάζεται, ο ζευγάς το χώμα από το υνί του αλετριού και τις μπότες του. Οι αγελάδες βρίσκονται κάτω από τον ζυγό, ο οποίος συγκρατείται με τις ζεύλες στον λαιμό τους. Σε μια ανάπαυλα, προκειμένου να ξαποστάσει η ίδια και το ζευγάρι των αγελάδων, ο μικρός Γιώργος Τσίτσας δεν χάνει την ευκαιρία να δοκιμάσει κι αυτός. Παρακολουθούν η Χριστίνα Τσίτσα, η οποία είχε τον νερόμυλο και την νεροτριβή και η νύφη της Κωνσταντινιά Τσίτσα, που κρατάει το σακούλι με τον σπόρο στο χέρι και είναι έτοιμη για τη σπορά. Πίσω αριστερά διακρίνεται η μικρή Δήμητρα Τσίτσα να παίζει με τα χώματα. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα)
1967. Απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα, στην πλαγιά ανάμεσα στον αυτοκινητόδρομο και στην Γκούρα, υπήρχαν οι νερόμυλοι του Σιόντη. Αποτελούνταν από 3 κτίσματα. Το πρώτο, που διακρίνεται στη φωτογραφία, ήταν διώροφο. Στο ισόγειο ήταν ο μύλος για καλαμπόκι και στον 1ο όροφο το εργαστήριο ξυλείας και παραγωγής επίπλων. Λίγο χαμηλότερα υπήρχε ο 2ος νερόμυλος για σιτάρι και πιο κάτω, δίπλα στη γέφυρα η κορδέλα (πριονιστήριο), που ήταν εξοπλισμένη με μηχανές για το μηχανικό πριόνισμα κορμών δέντρων και για την κατασκευή καδρονιών, σανίδων κ.λ.π.. Οι μύλοι χτίστηκαν το 1935 από τον Γιάννη Σιόντη. Δυστυχώς η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου, το 1978-79, είχε σαν αποτέλεσμα να καλυφθούν και τα 3 κτίσματα με μπάζα. Αν διασώζονταν τότε και λειτουργούσαν σήμερα, σ’ αυτό τον ειδυλλιακό χώρο ως μουσείο, θα αποτελούσαν στολίδι για το χωριό μας και ιδανικό χώρο περιπάτου και αναψυχής. Πάνω από τον μύλο φαίνεται ο δρόμος που κατέβαινε από τον Άγιο Γεώργιο, περνούσε ανάμεσα από τους μύλους και μέσω της γέφυρας ένωνε τον συνοικισμό με το χωριό. Η φωτογραφία είναι βγαλμένη κάτω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα δίπλα από τη δεξαμενή που υπήρχε εκεί. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
1967. Η ξύλινη κάναλη από την οποία το νερό έπεφτε στη φτερωτή του 2ου νερόμυλου και την κινούσε. Η φτερωτή μετέδιδε την κίνηση, μέσω ενός άξονα, σε μια μυλόπετρα. Ανάμεσα στην κινούμενη μυλόπετρα και σε μία άλλη ακίνητη, έπεφταν τα γεννήματα (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι), τα οποία συνθλίβονταν και έτσι δημιουργούνταν το αλεύρι. Δεξιά διακρίνεται η σκεπή του νερόμυλου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
1967. Η γέφυρα η οποία βρίσκονταν χαμηλότερα από τα κτίσματα, ήταν αρχικά ξύλινη. Το 1955 κατασκευάστηκε από τσιμέντο και το 1961, όταν προκλήθηκαν φθορές από τις πλημμύρες που έπληξαν τότε το χωριό και το νερό της Γκούρας την κάλυψε, επισκευάστηκε και πήρε τη μορφή που φαίνεται στη φωτογραφία. Δεξιά διακρίνεται η ξύλινη κάναλη από την οποία το νερό έπεφτε στην φτερωτή και κινούσε την κορδέλα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
1968. Αλώνισμα (στούμπισμα) με δάρτια στο αλώνι του Στέφανου Σιόντη στη Ρουπακιά. Το αλώνισμα γινόταν τον Ιούλιο (Αλωνάρη) και η διαδικασία του διαρκούσε όλη την ημέρα. Στρώνονταν τα δεμάτια του σιταριού κάθετα προς το κέντρο του πέτρινου αλωνιού, κόβονταν τα στάχυα που συγκρατούσαν τα δεμάτια και σχηματίζονταν στρώσεις που αφήνονταν για λίγο στον ήλιο ώστε να φύγει η υγρασία. Στη συνέχεια άρχιζε το αλώνισμα. Το δάρτι αποτελούνταν από δύο μακριά ξύλα δεμένα μεταξύ τους με χοντρό σκοινί ή δέρμα, που το ένα, το πιο κοντό, κρατούσε ο αλωνιστής και το άλλο, το μακρύτερο, κινούνταν ελεύθερα και χτυπούσε δυνατά τα στάχυα, με σκοπό να ξεχωρίσει ο σπόρος από αυτά. To χτύπημα των σταχυών γίνονταν εκ περιτροπής και ανά ομάδα. Όταν τα δάρτια της μιας ομάδας βρίσκονταν στον αέρα, της άλλης χτυπούσαν τα στάχυα της στρώσης. Εδώ αλωνίζουν (από αριστερά) οι: Γεώργιος Καραμπούλας, Γεώργιος Στεργίου, Ελευθέριος Ρόβας, Βασιλική Καραμπούλα, Νικόλαος Καραμπούλας, Αντιγόνη Σιόντη. Παρακολουθούν ο Στέφανος Σιόντης και ο εγγονός του Στέφανος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1969. Αλώνισμα με άλογα από τον Νικόλαο Νίκου. Στο πέτρινο αλώνι απλώνονταν τα δεμάτια, κόβονταν τα δεματικά και σκορπίζονταν τα χερόβολα σε όλο τον χώρο του αλωνιού. Στο κέντρο του αλωνιού στερεωνόταν ένα χοντρό και ανθεκτικό ξύλο ή ένα μεταλλικό λοστάρι. Γύρω απ’ αυτό τυλιγόταν και ξετυλιγόταν το σκοινί που καθόριζε την τροχιά των ζώων. Συνήθως χρησιμοποιούνταν 2-4 άλογα ή μουλάρια στα οποία φορούσαν λαιμαριές. Ο αγωγιάτης κρατώντας τη βίτσα τα ακολουθούσε στο γύρισμα. Τα ζώα με τα πέταλά τους έσπαζαν τα στάχυα και απελευθέρωναν τον καρπό. Η κίνηση γινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τα ζώα κινούνταν αρχικά στο εξωτερικό μέρος του αλωνιού και καθώς το σκοινί τυλιγόταν στον στύλο σύγκλιναν προς το κέντρο. Ύστερα με την καθοδήγηση του αγωγιάτη άλλαζαν κατεύθυνση. Το ζώο που ήταν απέξω ερχόταν μέσα και έτσι το σκοινί άπλωνε. Κατά τη διάρκεια του αλωνισμού γινόταν το γύρισμα με τα δικράνια. Έτσι ανέβαιναν στην επιφάνεια τα στάχυα που δεν είχαν πατηθεί από τα ζώα και δεν είχε ξεχωρίσει ο καρπός, για να αλωνιστούν και αυτά. Το αλώνισμα συνεχιζόταν μέχρις ότου γίνουν άχυρο όλα τα χερόβολα και ξεχωρίσει ο καρπός από τα στάχυα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1970. Προσωπική εργασία χωριανών που μεταφέρουν πέτρες με τη μέθοδο της “πάσας”, για το χτίσιμο τοιχίων, μετά τη διάνοιξη του δρόμου από την Καρυά ως την πλατεία του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1971. Η Ελένη Καραλή γνέθει δίπλα στο τζάκι. Η μάλλινη τ’λούπα στηριγμένη στη ρόκα, μετατρέπεται από τα επιδέξια χέρια της σε νήμα-υφάδι, το οποίο τυλίγεται στο αδράχτι. Με το αριστερό χέρι κατεβάζει το μαλλί από την τ’λούπα και με το δεξί δίνει στροφές στο αδράχτι για να γίνει το μαλλί νήμα-υφάδι. Το υφάδι στη συνέχεια θα το περάσει στη σαΐτα και θα το υφάνει στον αργαλειό. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1975. Αλώνισμα (στούμπισμα) με δάρτια στο αλώνι του Βασιλείου Μακαβέλου, στο διάσελο Αγίας Τριάδας. Αλωνίζουν (από αριστερά) οι: Αλκιβιάδης Μακαβέλος, Σοφία Κουτσοσπύρου, Ευαγγελία Γώγου, Ευθυμία Μακαβέλου, Ελένη Μπλέτσου, Ελευθερία Γώγου και Ευάγγελος Μακαβέλος. (Από το φωτογραφικό αρχείο της παπαδιάς Σοφίας Κουτσοσπύρου)
1975. Κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος τα στάχυα που βρίσκονταν στο πάνω μέρος έσπαζαν και απελευθέρωναν τον καρπό. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και για τα στάχυα που βρίσκονταν στο κάτω μέρος. Για το λόγο αυτό, κατά διαστήματα, σταματούσαν το αλώνισμα και έκαναν το «γύρισμα», κυκλικά. Έβαζαν τα δικράνια μεταξύ του άχυρου και της επιφάνειας του αλωνιού και το γύριζαν, έτσι ώστε το άχυρο να πάει κάτω και τα στάχυα πάνω. Συνήθως τα «γυρίσματα» του αλωνιού ήταν μέχρι τέσσερα. Το αλώνισμα τελείωνε όταν είχαν τριφτεί όλα τα στάχυα και είχε βγει ο καρπός. Εδώ το «γύρισμα» γίνεται από την Ευθυμία Μακαβέλου, τον Αλκιβιάδη Μακαβέλο και τη Σοφία Κουτσοσπύρου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της παπαδιάς Σοφίας Κουτσοσπύρου)
1975. Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το λίχνισμα, δηλαδή ο πλήρης διαχωρισμός του άχυρου από τον σπόρο, που γίνονταν σε χώρο όπου φυσούσε συχνά ο αέρας. Αφού το αλώνισμα ελευθέρωνε τους σπόρους από το περίβλημά τους και το άχυρο είχε κοπεί σε μικρά κομμάτια, λιχνίζονταν όλο το μείγμα αφού πετιούνταν ψηλά, αντίθετα στη φορά του ανέμου με ειδικό φτυάρι ή δικράνι. Ο αέρας παρέσερνε μακριά το περίβλημα και παραμέριζε το άχυρο, ενώ οι σπόροι, επειδή ήταν βαριοί, ξαναέπεφταν στο αλώνι. Οι λιχνιστάδες ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρατούσε αρκετή ώρα, ανάλογα με τη διάρκεια και την ένταση του ανέμου. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε το βράδυ ή το ξημέρωμα που η αύρα ήταν ιδιαίτερα δυνατή. Διακρίνονται να λιχνίζουν οι Αλκιβιάδης Μακαβέλος και Σοφία Κουτσοσπύρου. (Από το φωτογραφικό αρχείο της παπαδιάς Σοφίας Κουτσοσπύρου)
1975. Η Κωνσταντινιά Ρόβα φορτωμένη κλαρί (κουμαριά), που αποτελούσε τροφή των ζώων τους χειμερινούς μήνες. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1978. Η Ασημούλα Αλπογιάννη υφαίνει στον αργαλειό χεράμι. Έχει περάσει τη σαΐτα και ετοιμάζεται να χτυπήσει το μάλλινο νήμα με το χτένι. Το χεράμι χρησιμοποιούνταν σαν στρωσίδι και σαν ριχτάρι σε καναπέ ή κρεβάτι. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευανθίας Νταβαντζή)
1985. Παρασκευή τσίπουρου στην Κρύα Βρύση με τη μέθοδο της απόσταξης. Με τη μέθοδο αυτή θερμαίνεται ένα μείγμα που περιέχει υγρό μέχρι το υγρό να βράσει, οπότε σχηματίζει ατμούς. Οι ατμοί αυτοί οδηγούνται σε μια διάταξη που λέγεται συμπυκνωτής, όπου εκεί ψύχονται και μετατρέπονται σε “καθαρότερη μορφή υγρού”. Για την απόσταξη είναι απαραίτητο το καζάνι, το καπάκι (σκέπασμα) και ο λουλάς. Στο γανωμένο ρακοκάζανο τοποθετούνται τα στέμφυλα (τσίπουρα) που είναι τα υπολείμματα των σταφυλιών (τσαμπιά – κάποιοι δεν τα χρησιμοποιούσαν, γιατί παράγουν επικίνδυνες ουσίες κατά την απόσταξη -, φλούδες, κουκούτσια, και σάρκα) που μένουν μετά το πάτημα και την εξαγωγή του μούστου για την παραγωγή κρασιού. Το καζάνι που στηρίζεται πάνω σε 2 ή 4 πέτρες, κάτω απ’ το οποίο καίει συνεχώς φωτιά καλύπτεται με το καπάκι. Η επαφή τους μονώνεται με ρεντζοπάνια ποτισμένα με στάχτη, πίτουρα ή ζυμάρι ώστε να μην διαφεύγει ο ατμός και στην απόληξη που διαθέτει το καπάκι προσαρμόζεται ένας χάλκινος μακρύς σωλήνας (1,5 – 2 μ.), ο λουλάς. Μισή ώρα, περίπου, μετά το άναμμα της φωτιάς αρχίζει να βράζει το μείγμα (τσίπουρα) και οι ατμοί που δημιουργούνται περνούν από τον λουλά (που έχει κλίση προς το έδαφος), ο οποίος ψύχεται με νερό που φτάνει ως εκεί με αυλάκι ή λάστιχο και με την αλλαγή θερμοκρασίας υγροποιούνται και έτσι στάζει το τσίπουρο στο δοχείο συλλογής, που έχει τοποθετεθεί κάτω από την άκρη του λουλά. Στη φωτογραφία διακρίνονται (από αριστερά) οι: Δημήτριος Πουρναράς, Κων/νος Πουρναράς, Κων/νος Παπαδάς και Νικόλαος Πουρναράς που παρακολουθούν τη διαδικασία της απόσταξης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1985. Ο Κων/νος Πουρναράς βάζει τα ξύλα στη φωτιά και ρυθμίζει την έντασή της, γιατί η ποιοτική παραγωγή του τσίπουρου απαιτεί αργή απόσταξη σε ήπια θερμοκρασία, επειδή έτσι γίνεται πιο αρμονικά η εξάτμιση των πτητικών ουσιών και αποφεύγονται οι δυσάρεστες μυρωδιές. Η ποιότητά του, επίσης, εξαρτάται από την καλή ή την άσχημη χρονιά, το είδος του σταφυλιού, τη ζύμωση των τσίπουρων και τη μαστοριά του βγάλτη. Το πρώτο απόσταγμα, το πρωτοστάλαγμα, είναι πολύ δυνατό καθώς περιέχει πολύ οινόπνευμα και είναι μη πόσιμο, αλλά χρησιμοποιείται σαν γιατρικό για εντριβές και «κούπες» τον χειμώνα. Μετά ακολουθεί το πόσιμο τσίπουρο. Ο βγάλτης κάνοντας τον έλεγχο γεμίζει το ρακογυάλι (μικρό ποτήρι για τη ρακή), το χουφτιάζει στην παλάμη του και το χτυπάει με δύναμη στο γόνατό του και έτσι μετράει τις φυσαλίδες (άλυσο). Όταν αρχίζει να αραιώνει ο άλυσος ο βγάλτης σταματάει την απόσταξη, γιατί από εκεί και ύστερα το τσίπουρο είναι ελαφρύ και με βαριά μυρωδιά (σιαμούτα). Τις περισσότερες φορές γίνεται διπλή απόσταξη για την παραγωγή καλύτερης ποιότητας τσίπουρου. Ρακοκάζανα δεν είχαν όλα τα νοικοκυριά του χωριού, γιατί δεν έβγαζαν μεγάλες ποσότητες τσίπουρου. Όσοι διέθεταν τα δάνειζαν στους υπόλοιπους ή πήγαιναν στις γειτονιές ή στα διάφορα σπίτια που τους καλούσαν και τα έστηναν για παραγωγή τσίπουρου. Η νόμιμη απόσταξη στοίχιζε ακριβά, γιατί η έκδοση άδειας κόστιζε αρκετά. Έτσι σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί μας για 2 μήνες (Οκτώβριο, Νοέμβριο) παρανομούσαν, για να εξασφαλίσουν το αγαπημένο τους ποτό της χρονιάς για οικιακή χρήση και όχι για εμπόριο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Καραμπούλα)
1986. Ο Γεώργιος Καραμπούλας με τον συνονόματο εγγονό του, μπροστά στο σχολείο, ενώ επιστρέφουν από το ημερήσιο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα με τα σύνεργα και υλικά του φορητού καφενείου, που λειτούργησαν εκεί. Το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα ήταν δεύτερο σε αξία μετά από αυτό του Πάτερ Κοσμά. Γίνονταν γλέντι την παραμονή το βράδυ στην πλατεία του χωριού και ακολουθούσε ανήμερα της γιορτής του αγίου ολοήμερο πανηγύρι στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα, που ολοκληρώνονταν το βράδυ στην πλατεία του χωριού. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραλή)
1904. Χωριανοί στην κάτω πλατεία με τις σκαμνιές (εκεί που σταθμεύουν σήμερα τα αυτοκίνητα), μπροστά από το σχολείο που υπήρχε εκεί, την Τρίτη του Πάσχα, λίγο πριν το χορό και το πανηγύρι που γινόταν τότε σ’ αυτόν το χώρο. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευγενίας Γαλαζούλα)
1932. Πλήθος χωριανών-προσκυνητών στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα την ημέρα της μνήμης του αγίου (27 Ιουλίου), καθισμένοι στα πεζούλια και στο επικλινές έδαφος. Καταφέραμε να αναγνωρίσουμε τους Ιωάννη Κουτσοσπύρο και Αριστοτέλη Νταβαντζή (στο κέντρο με τα κασκέτα) και τον μαθητή Αλέξανδρο Νταβίσκα (όρθιο μπροστά και αριστερά). Στα παλιότερα χρόνια οι συγχωριανοί μας έδιναν τον σκληρό καθημερινό τους αγώνα για την επιβίωση, παράγοντας μόνοι τους τα πάντα που είχαν σχέση με την τροφή και την ενδυμασία. Έτσι ζούσαν στην απομόνωση-κυρίως οι γυναίκες-και καθώς δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και πικ-απ, η διασκέδαση έλειπε παντελώς αν εξαιρεθούν τα γλέντια που γίνονταν στους γάμους, στα βαφτίσια και μερικές φορές με το τέλος γεωργικών εργασιών (ξεφλουδίσματα κ.λπ.), κυρίως με τα γραμμόφωνα. Έτσι τα πανηγύρια, πέρα από την έκφραση της θρησκευτικότητας των κατοίκων και τη λατρεία προς τον/την εορτάζοντα/ουσα άγιο/ία, ήταν μια όαση, μια στιγμή ξεγνοιασιάς, μια ευκαιρία για διασκέδαση, γλέντι, χαρά και ξεφάντωμα, ένα διάλειμμα από τη σκληρή και κοπιαστική καθημερινή βιοπάλη. Το πανηγύρι αποτελούσε τόπο ανταμώματος των κατοίκων του χωριού και γνωριμίας με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών που έφταναν στην τοπική γιορτή. Επιπλέον παρείχε την ευκαιρία στους νέους και τις νέες για γνωριμία και για προξενιά με τελική κατάληξη τις περισσότερες φορές τον γάμο, μιας και η συχνή επικοινωνία μεταξύ τους, λόγω των αυστηρών ηθών, ήταν πάρα πολύ δύσκολη έως αδύνατη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ευριπίδη Κουτσοσπύρου)
1953. Ο Άγιος Κων/νος αποτελεί σημείο αναφοράς για τη Ρουπακιά και τους κατοίκους της. Έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς χτίστηκε το ξωκκλήσι. Οι Ρουπακιώτες, μετά το τέλος του εμφυλίου, ήθελαν να χτίσουν ένα εκκλησάκι στον οικισμό τους. Έγιναν αρκετές συζητήσεις και προτάσεις, όμως δεν κατέληξαν ούτε στον άγιο που θα το αφιέρωναν ούτε στην τοποθεσία ανέγερσης για την οποία υπήρξαν πολλές προτάσεις. Όταν όμως ο Δημήτριος (Μήτσος) Καραμπούλας, που κατοικούσε στη Ρουπακιά 1 χλμ. χαμηλότερα από τη θέση που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι, πληροφορήθηκε ότι ο γιος του, Κων/νος Καραμπούλας, σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, που υπηρετούσε ως φαντάρος, αφού βίωσε τον πιο δυνατό πόνο που μπορεί να νιώσει κάθε γονιός και έκανε τα προβλεπόμενα τρισάγια και μνημόσυνα, παραχώρησε ένα από τα χωράφια του για να χτιστεί εκεί μια μικρή εκκλησία, που θα ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κων/νο, στη μνήμη του αποθανόντος γιου του Κων/νου. Πράγματι λοιπόν οι χωριανοί ανταποκρίθηκαν, όπως έκαναν πάντα τότε, και με προσωπική εργασία, χωρίς καμιά αμοιβή άρχισαν τις εργασίες ανέγερσης. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν κορυφαίοι τεχνίτες της πέτρας με περίσσια μαστοριά, πολλοί πρόθυμοι χωριανοί με διάθεση προσφοράς για βοηθητικές εργασίες και αρκετές αντρογυναίκες που μετέφεραν στις στιβαρές πλάτες τους τις πέτρες. Για την εξόρυξη και τη λάξευση της πέτρινης ύλης δούλευε καθημερινά ο δεξιοτέχνης Λαμπράκης Τσούνης, που “έκοβε” πέτρες για την τοιχοποιία του ναού και πλάκες για τη σκεπή του, από πεζούλες που βρίσκονταν γύρω και κυρίως κάτω από το σημείο ανέγερσης. Τα Σαββατοκύριακα και στις γιορτές – γιατί τις άλλες μέρες είχαν τις δουλειές τους – οι γυναίκες φορτώνονταν τις πέτρες και τις μετέφεραν εκεί αγόγγυστα, όπου τις ίδιες ημέρες ξεχωριστοί χτίστες με θαυμαστή ικανότητα και μεράκι δούλευαν υπομονετικά και μεθοδικά δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό. Πρόκειται για τους: Ιωάννη Νταλακούρα, Δημήτριο Κ. Τσίτσα Δημήτριο Ρόβα, Παντελή Ρόβα, Ανδρέα Κραμπή, Δημήτριο Τσούνη κ.ά. Τα ξύλα για τη σκεπή τα έβγαλαν ο Νικόλαος Καραμπούλας, ο Γεώργιος Καραμπούλας και ο Γεώργιος Τσίτσας. Το τέμπλο το δημιούργησε ο Παντελής Σιόντης. Τα χρήματα για τις πόρτες και τα παράθυρα τα διέθεσε ο Γεώργιος Ν. Θεοδωρής και την κατασκευή έκανε ο Παντελής Λύκος. Έτσι σιγά-σιγά το εκκλησάκι αποπερατώθηκε και πήρε την τελική του μορφή το 1953. Στην πρώτη γιορτή του Αγίου οι χωριανοί διαπίστωσαν ότι ο προαύλιος χώρος δεν ήταν αρκετός για να τους χωρέσει και γι’ αυτό παρακάλεσαν τον μπαρμπα-Μήτσο να παραχωρήσει και το διπλανό χωράφι, αυτό που βρίσκεται πάνω από το πεζούλι, που υπάρχει σήμερα εκεί και αυτός ανταποκρίθηκε. Όμως λίγα χρόνια μετά ο Κων/νος Καραμπούλας, εκπλήσσοντας τους πάντες, επέστρεψε…ζωντανός! Δεν είχε σκοτωθεί αλλά, όπως υποστήριξε, τραυματίστηκε και κατέφυγε στην Αλβανία, όπου παρέμενε περίπου για μια δεκαετία. Του παραχωρήθηκε, ως ανάπηρο πολέμου, άδεια περιπτέρου, το οποίο υπήρχε στην άκρη της πλατείας πιο πάνω από το ιερό της εκκλησίας μέχρι το 1986. Όσο απρόσμενη ήταν η επανεμφάνισή του, τόσο απρόβλεπτη και προβληματική ήταν η συμπεριφορά του στον μετέπειτα βίο του, με αποκορύφωμα την αναίτια δολοφονία δύο συγχωριανών μας, του Ελευθερίου Παπαδά και του Ελευθερίου Σχαλέκη, το 1985. Άφησε αμετανόητος την τελευταία του πνοή στη φυλακή, περίπου μια δεκαετία αργότερα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου Καραμπούλα)
1954. Ο Ιωάννης Κοτελίδας, ο Κων/νος Ντζιαδήμας, ο Παντελής Καραμπίνης και ο Ευριπίδης Κουτσοσπύρος με άψογο στυλ και τη λάμψη της νιότης, φωτογραφίζονται μπροστά από το εκκλησάκι του Πατροοσμά, που χτίστηκε το 1947, την ημέρα της μνήμης του (24 Αυγούστου). Η επέκταση του ναού δυτικά με τη δημιουργία πρόναου και η φύτευση των δέντρων έγιναν αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 70. Παρατηρούμε ότι οι προσκυνητές ήταν λίγοι σε σχέση με σήμερα, γιατί δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος και η πρόσβαση ήταν αρκετά δύσκολη και επίπονη. Δεξιά του ναού διακρίνεται η πέτρα με τους δύο ξύλινους σταυρούς, όπου στάθηκε και δίδαξε ο Πατροκοσμάς, τη δεκαετία του 1770, όταν σε μία από τις περιοδείες του πέρασε από τον χώρο αυτό. Οι σταυροί δεν άντεξαν στη φθορά του χρόνου και αντικαταστάθηκαν από τον τσιμεντένιο που υπάρχει σήμερα εκεί πάνω στην τσιμεντένια τράπεζα, όπου γίνεται ο αγιασμός μετά τη Θεία Λειτουργία. Πίσω τα αγέρωχα Τζουμέρκα υποκλίνονται στην ιερότητα του χώρου και αφουγκράζονται τις διδαχές του Αγίου.
(Από το φωτογραφικό αρχείο του Ευριπίδη Κουτσοσπύρου)
1956 ή 1957. Χορευτές στο πανηγύρι του Πάτερ Κοσμά στους πρόποδες των Τζουμέρκων. Στον χώρο τότε δεν υπήρχαν δέντρα και γι’ αυτό διακρίνονται κάποιοι με ομπρέλες και σκέπαστρα με φτέρες. Οι ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές δεν εντάσσονται σε χορευτικό, αλλά ντύθηκαν με δική τους πρωτοβουλία. Χορεύουν οι: Θωμάς Νταλακούρας, Γεώργιος Πουρναράς, δεν αναγνωρίζεται (πιθανόν καταγόταν από τα Θεοδώριανα και ήταν φίλος του Θωμά Νταλακούρα), Γεώργιος Πουρναράς, Αλέκος Αλπογιάννης και Χρήστος Τζούμας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1960. Συγχωριανοί μας χορεύουν στον Πατροκοσμά, το απόγευμα, με κέφι μεγάλο και όρεξη για χορό ανεξάντλητη. Το πανηγύρι τότε ήταν ολοήμερο και κρατούσε ως αργά το απόγευμα, μιας και στην πλατεία του χωριού δε γινόταν το βράδυ πανηγύρι, όπως σήμερα. Ευτυχείς που βρίσκονται στον ιερό χώρο όπου περπάτησε και δίδαξε ο Πάτερ Κοσμάς, εκφράζουν τα συναισθήματά τους με τη γλώσσα του σώματος. Οι ήχοι της παραδοσιακής μουσικής αγγίζουν τις ψυχές τους, τους εμπνέουν και καθοδηγούν τα βήματά τους. Χορεύουν μερακλωμένοι (από αριστερά) οι: Γεώργιος Παπαγεωργίου, Βασίλειος Κατσικογιώργος, Χρήστος Τσώλης (από την Πράμαντα), Ιωάννης Πουρναράς, Μάνθος Καραμπούλας και Χρήστος Πουρναράς. Στο μικρόφωνο (αριστερά) ο τραγουδιστής Βασίλειος Σπύρος (από τα Λαγκάδια). Πίσω διακρίνεται το κιόσκι με κλαδιά πλάτανου και φτέρες που χρησιμοποιούνταν για σκιά, γιατί τότε δεν υπήρχαν δέντρα, όπως σήμερα. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του Χρήστου Τσώλη (διακρίνεται στη φωτογραφία πίσω και αριστερά από τον Χρήστο Πουρναρά) με τα δυο παιδιά του δημιούργησαν στην Καλλονή ασβεστοκάμινα, όπου με την πυράκτωση του ασβεστόλιθου παραγόταν ο ασβέστης, που χρησιμοποιούνταν ως οικοδομικό υλικό στις τοιχοποιίες του αυτοκινητόδρομου. Επίσης σπάζανε πέτρες και δημιουργούσαν χαλίκι για το στρώσιμο του δρόμου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Πουρναρά)
1963. Πανηγύρι στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας την Παρασκευή μετά το Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος, το σύνολο σχεδόν των χωριανών παρευρίσκονταν στον ειδυλλιακό αυτό χώρο, παρακολουθούσε με ευλάβεια τη θεία λειτουργία και συμμετείχε στο γλέντι που ακολουθούσε. Διακρίνονται να χορεύουν οι: Γεώργιος Μακαβέλος, Βασίλειος Σπύρος, Πηνελόπη Σπύρου, Ιωάννης Νταβαντζής, Νίκη Μακαβέλου, Γεωργία Νταβαντζή, Νικόλαος Νταβαντζής, Βασιλική Μακαβέλου, Βασίλειος Νταβαντζής (;). Σε πρώτο πλάνο ο Ιωάννης Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Πηνελόπης Σπύρου)
1966. Το εκκλησάκι του πάτερ Κοσμά, που χτίστηκε το 1947 και ο περιβάλλον χώρος όπως ήταν τη δεκαετία του 60. Η επέκταση του ναού και η φύτευση των δέντρων έγιναν αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 70. Οι προσκυνητές ήταν λίγοι σε σχέση με σήμερα, γιατί δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος και η πρόσβαση ήταν αρκετά δύσκολη και επίπονη. Δεξιά του ναού διακρίνεται η πέτρα με τους δύο ξύλινους σταυρούς, όπου στάθηκε και δίδαξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τη δεκαετία του 1770, όταν σε μία από τις περιοδείες του πέρασε από το χώρο αυτό. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γιάννη Καραμπούλα).
1966. Χορός στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας. Χορεύουν οι: Χρήστος Λιάκος, Κων/νος Παπαϊωάννου, Νικόλαος Τσίτσας, Χρήστος Καραμπούλας και Δημήτριος Καραμπούλας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1967. Δεύτερη βραδιά του πανηγυριού του πάτερ-Κοσμά στην πλατεία του χωριού. Διακρίνονται από το χορευτικό οι: Κων/νος Πουρναράς, Νικόλαος Σιόντης, Χρήστος Τζούμας και Σωτηρία Πουρναρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Τζούμα)
1968. Στο περιθώριο του πανηγυριού του Αγίου Παντελεήμονα τρεις νέοι φωτογραφίζονται, ενώ κάθονται στη δεξαμενή, που βρισκόταν κάτω από το εκκλησάκι. Πρόκειται για τους: Λεωνίδα Τσιβόλα, Ιωάννη Μπλέτσο και Κων/νο Φελέκη. Μάλιστα με μια προσεκτικότερη ματιά παρατηρούμε ότι οι δύο απ’ αυτούς φοράνε το ίδιο πουκάμισο, επιβεβαιώνοντας τη ρήση που αναφέρει ότι: “οι φίλοι τα μοιράζονται όλα”, ενώ έχουν περασμένο το χέρι ο ένας στην πλάτη του διπλανού επισφραγίζοντας έτσι τη φιλία τους. Η δεξαμενή δημιουργήθηκε λίγα χρόνια πριν το 1960 για να τροφοδοτεί με νερό τις 3-4 υπαίθριες βρύσες που τοποθετήθηκαν τότε σε διάφορα σημεία του χωριού (μία στον Πάνω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Δημητρίου Τσίτσα, μία στην άκρη της πλατείας, απέναντι από το Σχολείο, μία στον Κάτω Κάμπο, στη θέση Βρυσούλα…) και τις ακόμη περισσότερες που μπήκαν λίγα χρόνια αργότερα. Στη δεξαμενή τοποθετήθηκε μια σωλήνα για την υπερχείλιση και στη φωτογραφία (κάτω δεξιά) ένα κορίτσι πίνει νερό και πίσω του περιμένει η Χαρίκλεια Θεοδωρή για να δροσιστεί κι αυτή. Πίσω και αριστερά από τη δεξαμενή διακρίνεται μια ομάδα μικρών παιδιών, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο Γιώργος Μπλέτσος, κρατώντας στο χέρι του ένα παιχνιδάκι το οποίο προκαλεί το ενδιαφέρον όλων των άλλων μικρών, που το κοιτάζουν με μεγάλη προσοχή. Προφανώς ο μικρός Γιώργος το αγόρασε ή το κέρδισε στις “τύχες” από κάποιον μικροπωλητή, πιθανότατα από τον Χρήστο Καραλή, προκαλώντας τον έντονο θαυμασμό των άλλων, γιατί στα στερημένα οικονομικά εκείνα χρόνια δεν μπορούσε το κάθε παιδί να αγοράσει και να χαρεί όποιο παιχνιδάκι τού άρεσε και θεωρούνταν τυχερός αυτός που κατάφερνε να το αποκτήσει. Πίσω διακρίνεται τμήμα του συνοικισμού του Αγίου Γεωργίου και το ομώνυμο εκκλησάκι. Δεξιά φαίνεται ο δρόμος ο οποίος διερχόταν από την άκρη του Πάνω Κάμπου, πάνω από την Γκούρα, από τους νερόμυλους του Σιόντη, όπου διακλαδωνόταν προς τον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου, στη συνέχεια, μετά τον συνοικισμό, υπήρχε κι άλλη διακλάδωση προς το Διάσελο, έφτανε στη Ρουπακιά και κατέληγε στις Σκιαδάδες. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε αυτός ούτε οι μύλοι, γιατί καλύφθηκαν από τα μπάζα κατά τη διάνοιξη αργότερα του αυτοκινητόδρομου. Το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα ήταν το δεύτερο – μετά από αυτό του Πάτερ Κοσμά – και στις 27 Ιουλίου συγκεντρωνόταν εκεί το σύνολο των χωριανών, αλλά και προσκυνητές από τα διπλανά χωριά. Κρατούσε ως αργά το απόγευμα στον προαύλιο χώρο του μικρού ναού, κάτω από τα βαθύσκιωτα αιωνόβια πλατάνια και συνεχιζόταν το βράδυ στην πλατεία, όπου ο χορός σταματούσε τις πρωινές ώρες. Προηγούνταν βέβαια αντίστοιχο πανηγύρι, στην πλατεία, την παραμονή της γιορτής του Αγίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1970. Πανηγύρι Αγίου Γεωργίου. Χορεύουν οι: Γιώργος Κραμπής, Νίκος Τσίτσας, Αχιλλέας Λύκος, Σπύρος Αγγέλης, Ηλίας Ντζιαδήμας, Γιώργος Ντζιαδήμας, Γιώργος Λύκος και Γιάννης Κραμπής.
1972. Τη Δευτέρα του Πάσχα ή στις 23 Απριλίου, μετά τη θεία λειτουργία, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, στον ομώνυμο συνοικισμό, γινόταν πανηγύρι για να τιμηθεί η μνήμη του αγίου. Παραβρίσκονταν σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Εδώ ξεκινούν τον χορό οι ηλικιωμένοι, που στη συνέχεια θα παραδώσουν τη σκυτάλη στους νεότερους. Χορεύουν οι: Γεώργιος Αλπογιάννης, Βαρβάρα Αλπογιάννη, Νικόλαος Αλπογιάννης, Κων/νος Αλπογιάννης, Κων/νος Μπλέτσος και Στέφανος Σιόντης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παναγιώτη Μπάκα)
1972. Το χορευτικό λίγο πριν τους παραδοσιακούς χορούς στην πλατεία, στο πανηγύρι του Πάτερ Κοσμά. Διακρίνονται στην πίσω σειρά από αριστερά οι: Κων/νος Τρίτσας, Γεώργιος Πουρναράς, Γεώργιος Σιόντης, Νικόλαος Παπάς, Γεώργιος Κατσάνος, Χρήστος Καραλής, Ευάγγελος Ντζιαχρήστος, Χρήστος Τζούμας, Δημήτριος Πουρναράς, Γεώργιος Δάσκαλος. Στην μπροστινή σειρά οι: Ελευθέριος Φλούδας, Σωτηρία Πουρναρά, Επαμεινώνδας Σιόντης, Ευαγγελία Μούτου, Βασιλική Κατσικογιώργου, Άννα Φελέκη, Δήμητρα Μπλέτσου, Μαρία Σχαλέκη, Κων/νος Κοτελίδας, Γιούλια Μούτου, Μαρία Τσίτσα, πατήρ Γεώργιος Φελέκης, Κων/νος Βαγενάς, Δημήτριος Παππάς, Κων/νος Πουρναράς και η μικρή Ηλιάνα Πουρναρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραλή)
1972. Το 18μελές χορευτικό (11 άντρες και 7 γυναίκες) στην κορυφαία εορταστική εκδήλωση της χρονιάς, χορεύει παραδοσιακούς ηπειρώτικους χορούς στο κέντρο της κατάμεστης πλατείας στις 25 Αυγούστου, τη δεύτερη βραδιά της γιορτής του Πατροκοσμά. Παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θαυμασμό τις άψογες χορευτικές κινήσεις των χορευτών όλοι οι παρευρισκόμενοι, οι οποίοι μετά το τέλος των χορών θα γίνουν ένα με τους χορευτές, χορεύοντας το παραδοσιακό καγκελάρι. Ο Δημήτριος Καραλής, πάντα σε ετοιμότητα, ανέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε στο μπαλκόνι, πάνω από το καφενείο του Γεωργίου Καραμπούλα, εξασφαλίζοντας έτσι άριστη ορατότητα και κατέγραψε ιδανικά τη στιγμή, για να ταξιδέψει στον χρόνο. Κάτω δεξιά διακρίνονται τα λουλούδια του μπαλκονιού, που επέλεξε ο φωτογράφος να τα συμπεριλάβει στο κάδρο για να επιβεβαιώσουν την ομορφιά των δρώμενων της πλατείας. Στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας διακρίνονται δύο ταμπέλες, εκ των οποίων η μία αποτελεί το καλωσόρισμα και η άλλη αναγγέλλει την έκθεση βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη τη χρονική περίοδο το πανηγύρι του Πατροκοσμά ήταν τριήμερο, την παραμονή και τις δύο επόμενες βραδιές στην πλατεία του χωριού και ανήμερα της γιορτής του Αγίου στους πρόποδες των Τζουμέρκων το ολοήμερο. Υπήρξαν μάλιστα και χρονιές που οι ορχήστρες στην πλατεία ήταν τρεις (!) και έπαιζαν ταυτόχρονα. Οι παρέες χόρευαν ξεχωριστά παίρνοντας μάλιστα νούμερο από την ορχήστρα, για να εξασφαλίσουν τη σειρά και καθένας που χόρευε πλήρωνε την ορχήστρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γίνονταν παρεξηγήσεις και έντονοι τσακωμοί, σε μερικές περιπτώσεις και με ξυλοδαρμούς για τη σειρά χορού, για πειράγματα κυρίως γυναικών, για λοξοκοιτάσματα, όταν κάποιος έμπαινε στον χορό, χωρίς να προσκληθεί, ενώ χόρευε η παρέα κάποιου άλλου ή για άλλες ασήμαντες αφορμές. Άλλες εποχές άλλα ήθη! (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1973. Όμορφες παρουσίες στη Μονή Ευαγγελίστριας την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα) στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Οι νέες του χωριού βρίσκονταν στο επίκεντρο και συγκέντρωναν τα βλέμματα όλων των παρευρισκόμενων και ιδιαίτερα των νέων σε κάθε εορταστική εκδήλωση. Οι νέοι όμως περιορίζονταν μόνο σ’ αυτά, γιατί οι κανόνες που επέβαλλε η αυστηρή κοινωνία δεν επέτρεπαν συναντήσεις και συζητήσεις ανάμεσα στο αγόρι και στο κορίτσι που θεωρούνταν κατακριτέες και μπορεί να δημιουργούσαν προβλήματα ιδιαίτερα στα κορίτσια. Γι’ αυτό άλλωστε και οι παρέες ήταν τις περισσότερες φορές του ενός φύλου και σπάνια ανάμεικτες. Στα πανηγύρια ο φωτογράφος του χωριού είχε την τιμητική του, γιατί όλοι φορούσαν τα «καλά» τους και συνήθιζαν να αφήνονται στον φωτογραφικό φακό να καταγράψει τις παρέες τους. Δεν ήταν όμως λίγοι και αυτοί που έβγαζαν οικογενειακές ή ατομικές φωτογραφίες. Η παρέα των κοριτσιών της φωτογραφίας αποτελείται από τις (όρθιες από αριστερά): Ευαγγελία Μούτου, Κων/να Τσίτσα, Μαργαρίτα Φλούδα, Ανθή Τσιβόλα, Βασιλική Πουρναρά, Λαμπρινή Αγγέλη και Αναστασία Λάζου. Καθιστές οι: Ευαγγελία Πουρναρά, Ελένη Λάζου, Άννα Φελέκη, Σοφία Σχαλέκη και Μαρία Σχαλέκη. Πίσω και αριστερά διακρίνονται αρκετοί συγχωριανοί μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Μπλέτσου)
1984. Ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας φωτογραφίζει στο πανηγύρι του Πάτερ Κοσμά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Πουρναρά)
1954. Μασκαράδες την περίοδο της αποκριάς μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης. Πίσω από τις αυτοσχέδιες μάσκες κρύβονται (από αριστερά) οι: Γεώργιος Νταλακούρας, Κων/νος Στεργίου, Κων/νος Ρόβας, Ελευθέριος Ρόβας, Βασίλειος Κραμπής, Δημήτριος Τσιούνης, Νικόλαος Καραμπούλας, Περικλής Κραμπής και Στέργιος Στεργίου. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Ρόβα)
1960. Επίσκεψη του μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιου στο χωριό και φωτογράφιση μαζί με χωριανούς στην πλατεία, μπροστά από τον Άγιο Νικόλαο. Διακρίνονται από αριστερά (όρθιοι): άγνωστος, άγνωστος, Κων/νος Δάσκαλος, άγνωστος, Βασίλειος Ρόβας, άγνωστος, Νικόλαος Τσιβόλας, άγνωστος, Γεώργιος Παπαχρήστου, Ιωάννης Λύκος, Ιωάννης Λιάκος, Νικόλαος Μπλέτσος, Χαρίλαος Λιάσκας (ιερέας Κυψέλης), άγνωστος, άγνωστη, άγνωστη, Ιγνάτιος Γ΄ Τσίγκρης (μητροπολίτης Άρτας), Νικόλαος Σιώζιος, Νικόλαος Τόσκας (Γραμματέας Κοινότητας), Βασίλειος Παππάς (ιερέας Καλλονής), άγνωστος, Αριστείδης Τσιρώνης (Πρόεδρος Κοινότητας), Κων/νος Μπλέτσος, Δημήτριος Τσίτσας. (Καθιστοί): Στέφανος Σιόντης, Δημήτριος Κοτελίδας, Κων/νος Κοτελίδας, Νικόλαος Κοτελίδας, άγνωστος, Χρήστος Παπαλάμπρος, Νικόλαος Βαγενάς, Κων/νος Μπλέτσος. Πιθανόν μερικά από τα άγνωστα πρόσωπα της φωτογραφίας να συνόδευαν το μητροπολίτη κατά την επίσκεψή του στο χωριό μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Κων/νου Πουρναρά)
1962. Άποψη του Αγίου Νικολάου και της κάτω πλατείας. Το 1961 ξεκίνησε η τσιμεντόστρωση της πλατείας. Στην αρχή τσιμεντοστρώθηκε το τμήμα μπροστά από την κύρια είσοδο της εκκλησίας. Στα επόμενα χρόνια, τμηματικά, τσιμεντοστρώθηκε και η υπόλοιπη πλατεία. Το χώμα που περίσσευε από τις εργασίες ριχνόταν στην κάτω πλατεία. Είναι ο σωρός που φαίνεται στη φωτογραφία. Ο πλάτανος, που διακρίνεται αριστερά, κόπηκε, όταν μετά τον μεγάλο σεισμό (6,3 Ρίχτερ), που έγινε στην περιοχή των Τζουμέρκων, την Πρωτομαγιά του 1967 (τη Δευτέρα του Πάσχα, ανήμερα του αγίου Γεωργίου) τοποθετήθηκε στο χώρο αυτό το λυόμενο Δημοτικό σχολείο. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευαγγελίας Μαυρογιάννη)
1965. Μεταλλική βρύση πατητή στην πλατεία του χωριού. Οι βρύσες αυτές υπήρχαν σε διάφορα σημεία για να προμηθεύονται οι χωριανοί νερό το χρονικό διάστημα 1965-1978, όταν το δίκτυο ύδρευσης δεν έφτανε ακόμη στα σπίτια. Το νερό έβγαινε σε μερικές από το στόμα ενός λιονταριού και σε κάποιες άλλες από το στόμα ενός βατράχου, μετά το πάτημα ενός διακόπτη που βρισκόταν στο πάνω μέρος της βρύσης. Δίπλα στη βρύση διακρίνονται: η Γιαννούλα Στεργίου με τα παιδιά της και η Σοφία Μούτου.
1969. Τα Χριστούγεννα του 1969 μια ομάδα νέων του χωριού πήραν την πρωτοβουλία και στόλισαν για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία του χωριού. Στη συνέχεια φωτογραφήθηκαν μπροστά από το δέντρο. Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι οι: Δημοσθένης Σχαλέκης, Ιωάννης Τσιβόλας, Γεώργιος Κατσάνος, Χρήστος Παπαϊωάννου, Κων/νος Κουτσοσπύρος, Χρήστος Καραλής, Μάρκος Πουρναράς, Γεώργιος Καραλής. Καθιστοί οι: Δημήτριος Τσιβόλας, Γεώργιος Σιόντης, Αριστοτέλης Κοτελίδας. Πίσω φαίνεται το καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι την επομένη ημέρα δύο από τα μέλη της πρωτοβουλίας οδηγήθηκαν στην αστυνομία Βουργαρελίου ως «καταστροφείς του δάσους»!!!, μετά από καταγγελία συγχωριανού μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Αριστοτέλη Κοτελίδα)
1972. Ανάσταση στην πλατεία του χωριού. Διακρίνονται (από αριστερά): Αλέκος Σερεπίσιος, Λευτέρης Φλούδας, Νίκος Καραμπούλας, Νίκος Τόσκας, Νικόλας Μακαβέλος, παπα-Φελέκης, Κώστας Κουτσοσπύρος, Γιώργος Παπαγεωργίου, Αλκιβιάδης Μακαβέλος, Κώστας Κοτελίδας, Χρήστος Βαλτσιωρίτης, Βλησσάρης Τσίτσας, Γιώργος Σχαλέκης και ο μικρός Κώστας Καραμπούλας.
1973. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ιερού ναού Αγίου Νικολάου μπροστά από το παγκάρι της εκκλησίας. Το όργανο αυτό που είναι πενταμελές, αποτελείται από τον Εφημέριο (ιερέα) ως Πρόεδρο και τέσσερα μέλη λαϊκών και φροντίζει ώστε ο ναός να λειτουργεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Είναι υπεύθυνο για την οικονομική διαχείριση του ναού και συντάσσει προϋπολογισμό και απολογισμό εσόδων και εξόδων του. Αποφασίζει για την επισκευή, διακόσμηση και συντήρηση του ναού, λαμβάνοντας αποφάσεις και για κάθε έκτακτο πρόβλημα ή δαπάνη ή εκκλησιαστική τελετή. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι Νικόλαος Κοτελίδας και Κωνσταντίνος Κατσάνος, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, να κάνουν την καταμέτρηση των χρημάτων που πρόσφεραν οι πιστοί. Παρακολουθούν οι Ευάγγελος Παπαϊωάννου και Γεώργιος Καραλής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1979. Οι νεαροί Στέφανος Σπύρος και Μάρκος Τσίτσας στην πλατεία του χωριού. Διακρίνονται πίσω αριστερά το περίπτερο και η πατητή βρύση, όπως ήταν τότε. (Από το φωτογραφικό αρχείο της Πηνελόπης Σπύρου)
1979. Τη Μεγάλη Παρασκευή, την ώρα που ψάλλονται τα εγκώμια, ο Δημήτριος Καραλής φωτογραφίζει από τον γυναικωνίτη το εκκλησίασμα. Στα στασίδια βλέπουμε τους: Δημοσθένη Νταβαντζή, Γεώργιο Τσίτσα, Αριστοτέλη Νταβαντζή, Περικλή Αγγέλη, Δημήτριο Κουτσοσπύρο, Ελευθέριο Σχαλέκη, Χαρίλαο Καραϊσκο (;), Δημήτριο Κραμπή, Ματθαίο Σχαλέκη και Γεώργιο Παππά. Διακρίνεται ο Νικηφόρος Τσιβόλας, που βγαίνει από την πλαϊνή πόρτα του ιερού και μπροστά του καθιστός ο Αναστάσιος Καραλής. Αριστερά και μπροστά οι: Χρήστος Βαλτσιωρίτης, Αλέξανδρος Σχαλέκης και Γεώργιος Αγγέλης. Πίσω τους οι: Γεώργιος Γαλαζούλας, Κων/νος Λύκος, Δημήτριος Σιόντης, Ευάγγελος Νταβαντζής (μπροστά), Νικόλαος Σκανδάλης, Γεώργιος Σιόντης, Δημήτριος Ρόβας, Νικόλαος Κουτσοσπύρος, Βασίλειος Καλλιακάτσος, Αριστείδης Πουρναράς και Αχιλλέας Λύκος. Στη χορωδία οι νεολαίοι: Αθανάσιος Σχαλέκης, Δημήτριος Τσίτσας, Χαράλαμπος Καραλής και Δημήτριος Κουτσοσπύρος. Πίσω τους ο Κων/νος Καραμπούλας, ο Βασίλειος Παπαϊωάννου, ο Παντελής Μπάκας και ο Νικόλαος Νταβαντζής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1979. Στο μεσαίο κλίτος και στο αριστερό ψαλτήρι αναγνωρίζουμε τους: Γεώργιο Παπαδά (;), Γεώργιο Αγγέλη και Δημήτριο Σχαλέκη. Πίσω (καθιστός) διακρίνεται ο Ιωάννης Καραμπίνης και στο δεξί ψαλτήρι οι: Κων/νος Κοτελίδας, Ευάγγελος Νταβαντζής, Οδυσσέας Αλπογιάννης και Παντελής Παππάς. Ψάλλουν τα εγκώμια οι: Κωνσταντίνος Κουτσοσπύρος, Γεώργιος Θεοδωρής (;), Νικόλαος Γάκης(;) και Βασιλική Καραμπίνη (πίσω). Μπροστά από τον σταυρό ο Γεώργιος Κοτελίδας. Τα πρόσωπα που διακρίνονται δεξιά αναφέρονται στην προηγούμενη φωτογραφία. Δυστυχώς, αρκετούς (και στις δύο φωτογραφίες) δεν καταφέραμε να τους αναγνωρίσουμε ενώ κάποιους άλλους τους αναφέρουμε με επιφύλαξη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1961. Στις δεκαετίες μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου πολλοί από τους κατοίκους του χωριού αναζητώντας εργασία αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν οικογενειακώς είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Κάποιοι άλλοι άφηναν την οικογένεια στο χωριό και δούλευαν για ένα χρονικό διάστημα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας κυρίως σε οικοδομικές εργασίες. Έφευγαν από το χωριό για ταξίδι, όπως έλεγαν, στα μέσα της άνοιξης και επέστρεφαν προς τα μέσα ή το τέλος του φθινοπώρου. Εδώ μια ομάδα συγχωριανών μας που βρέθηκε στην Παραβόλα Αγρινίου για οικοδομικές εργασίες σε στιγμές ξεκούρασης σε καφενείο του χωριού. Διακρίνονται από αριστερά οι: Ευάγγελος Τσίτσας, Κων/νος Τσίτσας, Σπυρίδων Παλιούρας (ο σπιτονοικοκύρης στο σπίτι του οποίου διέμεναν), Αριστείδης Θεοδωρής, Κων/νος Αγγέλης, Βασίλειος Αγγέλης και ο μικρός Κων/νος Παλιούρας (ο γιος του σπιτονοικοκύρη). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
1964. Αυγουστιάτικο βραδάκι και όλοι οι θαμώνες του καφενείου του Νικολάου Κατσάνου στην Καλλονή, γίνονται μια παρέα για να ακούσουν και να συνομιλήσουν με τον συγχωριανό τους Βασίλειο Παππά, που ήρθε στο χωριό με τη Γερμανίδα σύζυγό του για διακοπές από τη Γερμανία όπου ζούσε. Πρόκειται για συγγενείς, φίλους και γείτονες που θέλουν να μάθουν νέα και επιθυμούν να πληροφορηθούν τις συνθήκες εργασίας και τον τρόπο ζωής στη μακρινή Γερμανία. Στην ανάπαυλα της συζήτησης ποζάρουν για μια αναμνηστική φωτογραφία. Δίπλα στο καφενείο δέσποζε τότε η μεγάλη καρυδιά, που το φύλλωμά της διακρίνεται λίγο στο πάνω μέρος της φωτογραφίας. Επίσης πάνω αριστερά βλέπουμε τη λάμπα πετρελαίου που φώτιζε τον χώρο, γιατί ακόμη το ηλεκτρικό ρεύμα δεν “είχε φτάσει” στο χωριό. Την παρέα αποτελούν (από αριστερά) οι: Νικόλαος Κ. Παππάς, Γεώργιος Ι. Κατσικογιώργος, Γεώργιος Δ. Λιάκος, Ευθύμιος Γ. Κατσικογιώργος, Γεώργιος Η. Κατσάνος, Νικόλαος Η. Κατσάνος (πίσω – καφετζής, που βγήκε και αυτός στο παράθυρο για να φωτογραφηθεί), Μάγδα, σύζυγος Βασιλείου Παππά, Βασίλειος Ι. Παππάς, Βασίλειος Γ. Λιάκος, Δημήτριος Στ. Παππάς και Χαρίλαος Γ. Λιάκος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νικολάου I. Παππά)
1968. Θαμώνες στο καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα, το οποίο δε λειτουργεί σήμερα και τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία, μετά τα σκαλάκια, αριστερά, στον δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή, απολαμβάνουν το ποτό τους (ούζο και κρασί), ένα βροχερό Σαββατόβραδο του Δεκέμβρη. Πρόκειται για τους (από αριστερά): Παντελή Σκανδάλη, Ηλία Ντζιαδήμα, Βασίλειο Κουτσοπάνο, Γεώργιο Ντζιαδήμα και Λεωνίδα Τσιβόλα. Στη γωνία «στέκεται» το ηλεκτρόφωνο, που πλημμυρίζει τον χώρο με μουσικά ακούσματα, τα οποία εναλλάσσονται ανάλογα με τις επιλογές της παρέας. Η δισκοθήκη των τζουκ μποξ, που βρίσκονταν στα καφενεία του χωριού μας, αποτελούνταν από μεγάλες λαϊκές επιτυχίες της εποχής και διαχρονικά κλασικά δημοτικά τραγούδια ή σουξέ των πανηγυριών. Εμείς τα παιδιά, όταν μας περίσσευε κάποιο κέρμα, επιλέγαμε τραγούδια στο ηλεκτρόφωνο, που μας εντυπωσίαζε η μουσική τους ή ο στίχος τους, π.χ. «Ζαβαρακατρανέμια», «Ο γανωτζής», «Θα το φαρμακώσω το σκυλάκι σου» κ.ά. Όμως ο καταστηματάρχης, θεωρώντας ότι αυτά μπήκαν κατά λάθος, πατώντας ένα κουμπί στο πίσω μέρος του τζουκ μποξ, τα διέκοπτε για να μην «ενοχλούν» τους θαμώνες, πληγώνοντας όμως, άθελά του βέβαια, τις παιδικές μας ψυχές. Έτσι χάναμε και τη δραχμούλα και το τραγούδι δεν απολαμβάναμε! Σταδιακά τα ηλεκτρόφωνα παροπλίστηκαν και στις μέρες μας αποτελούν μουσειακά είδη και συλλεκτικά αντικείμενα, που αφορούν μόνο παλαιοπώλες, συλλέκτες και μουσεία. Κάποια μάλιστα πωλούνται πανάκριβα, ιδιαίτερα τα Βούρλιτζερ, που είναι αληθινά έργα τέχνης. Υπάρχουν όμως και οι λιγοστοί ρομαντικοί, που δεν τα αποχωρίστηκαν και έτσι τα βλέπουμε ακόμη σε κάποια γωνία του καταστήματός τους να μας κλείνουν το μάτι, παροπλισμένα βέβαια, αλλά φορτωμένα με πολλές νοσταλγικές αναμνήσεις. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1968. Το κατάστημα του Κων/νου Τρίτσα, απέναντι από το τότε καφενείο του Παντελή Καραλή, που σήμερα λειτουργεί ως λαογραφικό μουσείο και διακρίνεται δεξιά στη φωτογραφία. Πρωτολειτούργησε το 1957 και διέθετε μεγάλη ποικιλία υαλικών (πιάτα, ποτήρια, σερβίτσια κ.λπ.), διάφορα είδη προικός (σεντόνια, κουβέρτες, πετσέτες κ.λπ.), είδη ραπτικής (κλωστές, βελόνες, φερμουάρ κ.λπ.) και ψιλικά (μικρής αξίας μικρoαντικείμενα που είναι απαραίτητα στην καθημερινή ζωή). Παλιότερα αναφέρονταν ως είδη προικός προϊόντα που αποτελούσαν βασικό στοιχείο της προίκας μιας νύφης. Η σταδιακή εξασθένηση και τελικά εξαφάνιση του θεσμού της προίκας επέφερε αλλαγή στην ονομασία τους και έτσι σήμερα χαρακτηρίζονται ως λευκά είδη με βάση τον κυρίαρχο χρωματισμό τους. Τα δύο τελευταία έτη της λειτουργίας του καταστήματος (1968 και 1969) δημιουργήθηκε στον διπλανό χώρο καφενείο, όπως φαίνεται στην πινακίδα που έγραφε:
ΚΑΦΕΫΑΛΟΠΩΛΕΙΟ
« Η Αθηναϊκή αγορά»
ΚΩΝ/ΝΟΥ ΤΡΙΤΣΑ
Σχεδόν το σύνολο των νοικοκυριών του χωριού προμηθεύονταν προϊόντα από το κατάστημα του Κων/νου Τρίτσα καθώς ήταν χρηστικά και απαραίτητα για κάθε σπίτι. Επιπλέον η μετάβαση στην αγορά της Άρτας ήταν αρκετά δύσκολη έως απαγορευτική. Υπήρχαν βέβαια και 2-3 πραματευτάδες, που γύριζαν στα σπίτια πουλώντας την πραμάτεια τους με αντίστοιχα είδη. Στη φωτογραφία διακρίνεται ο Κων/νος Τρίτσας και ο μικρός Χρήστος Καραλής καθισμένοι σε ένα τραπέζι του καφενείου.. Ο πρώτος όροφος του κτίσματος αποτελούσε την κατοικία του καταστηματάρχη. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1968. Νεαροί θαμώνες όρθιοι στον μπεζαχτά του καφενείου του Δημητρίου Τσιβόλα μαζί με τον ιδιοκτήτη του καφενείου. Το καφενείο, που δεν λειτουργεί σήμερα, στεγάζονταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία μετά τα σκαλάκια, αριστερά, στο δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή. Στον μαύρο τιμοκατάλογο που διακρίνεται πίσω αναγράφονται οι τιμές των ποτών ως εξής: καφές, τέιον, κακάο: 1,5 δραχμές, ούζο, κονιάκ, λουκούμι, κρασί: 1 δραχμή και αναψυκτικά: 2 δραχμές. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ιωάννης Τσιβόλας, Νικόλαος Σκανδάλης, Ιωάννης Σχαλέκης, Κωνσταντίνος Βαγενάς, Γεώργιος Δάσκαλος, Δημήτριος Τσιβόλας (καφετζής), Ιωάννης Κατσικογιώργος και Δημήτριος Λιάκος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1970. Συγχωριανές μας φωτογραφίζονται στο καφενείο του Γεωργίου Καραμπούλα, όπου βρέθηκαν για να αγοράσουν καταναλωτικά αγαθά για το νοικοκυριό, τα οποία πουλούσαν τότε τα καφενεία-παντοπωλεία. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ελευθερία Μπάκα, Γεώργιος Καραμπούλας, Έλλη Καραμπούλα, Βασιλική Ντζιαδήμα και Θεοδώρα Ντζιαδήμα. Δεξιά βλέπουμε το τζουκ μποξ (ηλεκτρόφωνο) που βρισκόταν εκεί, όπως και σε όλα σχεδόν τα καφενεία του χωριού στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Το τζουκ μποξ ήταν ένα ημιαυτόματο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής, που πήρε το όνομά του από τη λέξη jook ή juke που στην αφροαμερικάνικη αργκό σημαίνει χορός, πανδαιμόνιο και τη λέξη box, που σημαίνει κουτί. Λειτουργούσε με κέρματα των 1, 2, 5 ή 10 δραχμών (η αναπαραγωγή ενός τραγουδιού κόστιζε μία δραχμή) και είχε τη δυνατότητα να παίζει επιλεγμένα τραγούδια από μια εσωτερική δισκοθήκη, που διέθετε περίπου 100 δίσκους βινυλίου των 45 στροφών, δηλαδή 200 τραγούδια. Τα ηλεκτρόφωνα αγαπήθηκαν πολύ, γιατί έδιναν τη δυνατότητα στον πελάτη να επιλέξει το αγαπημένο του μουσικό άκουσμα, κάτι που ούτε το ραδιόφωνο ούτε η μαγνητοταινία ούτε η κασέτα μπορούσαν να προσφέρουν. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία, είχε χρωματιστά κουμπιά με γράμματα και αριθμούς, τα οποία όταν συνδυάζονταν αναπαράγονταν ένα συγκεκριμένο τραγούδι από κάποιον δίσκο. Όλοι οι τίτλοι των τραγουδιών ήταν γραμμένοι σε ένα καντράν και πριν από κάθε τίτλο υπήρχε ένα γράμμα και ένας αριθμός, π.χ. A5, F3 κ.λπ. Έτσι βάζοντας το κέρμα στην ειδική σχισμή και πατώντας το A και το 5, άρχιζε να γυρίζει η δισκοθήκη και μόλις εντοπιζόταν ο συγκεκριμένος δίσκος, που αντιστοιχούσε στο A5, μια μεταλλική λαβή τον έπιανε και τον τοποθετούσε στη θέση αναπαραγωγής και έτσι άρχιζε το τραγούδι. Όταν αυτό τελείωνε, η λαβή ξανατοποθετούσε τον δίσκο στη δισκοθήκη. Τα τζουκ μποξ μάρκας ΑΜΙ (όπως αυτό της φωτογραφίας), αν και δεν θεωρούνταν τα καλύτερα από τους ειδικούς, εντούτοις ήταν αναμφισβήτητα από τα πιο εντυπωσιακά και αυτά που αγαπήθηκαν περισσότερο. Έκλεψαν κυριολεκτικά καρδιές και εντυπώσεις, αφού παρείχαν τη δυνατότητα να δεις όλη τη διαδικασία του «κατεβάσματος» του δίσκου στο πλατό και του μαγικού αγγίγματος της βελόνας πάνω στο 45άρι δισκάκι. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1971. Κυριακή πρωί, μετά την απόλυση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, θαμώνες στο καφενείο του Γεωργίου Νταβαντζή, που στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας των αδελφών Μάρκου, Κων/νου και Παντελή Καραλή, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μανάβικο και η αποθήκη του Κων/νου Τρίτσα, φωτογραφίζονται αφού έχουν απολαύσει τα δροσιστικά αναψυκτικά τους. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Ελένη Κουλτούκη (κόρη της Γιαννούλας Τσίτσα), Γεώργιος Μούτος, Χρυσούλα Τσίτσα, Κων/νος Τσίτσας, Δημήτριος Κουλτούκης (γιος της Γιαννούλας Τσίτσα) και Κων/νος Παππάς (Χρηστοβασίλης). Ο Κων/νος Παππάς ήταν δεξιοτέχνης του κλαρίνου, αλλά δυστυχώς έχασε το χέρι του σε ατύχημα και έτσι σταμάτησε να παίζει. Μέσα στο καφενείο βλέπουμε τον Βασίλειο Παπαγεωργίου (όρθιο) και τον Αριστοτέλη Νταβαντζή (καθιστό στο βάθος). Στην άδεια καρέκλα καθόταν αυτός που κατέγραψε τη στιγμή για να ταξιδέψει στον χρόνο, ο φωτογράφος Δημήτριος Καραλής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1972. Γλέντι στο καφενείο του Κων/νου Παππά με το βιολί του Χρήστου Ψυχογιού. Χορεύουν στα γόνατα, «βαρύ» τσάμικο οι: Κων/νος Πουρναράς, Γεώργιος Πουρναράς, Επαμεινώνδας Σιόντης, Γεώργιος ή Χρήστος Πουρναράς, Γεώργιος Σιόντης και Σπυρίδων Αγγέλης. Διακρίνονται επίσης οι: Νικόλαος Νταβατζής, Γεωργία Μπλέτσου (;) Ιωάννης Αγγέλης, Χρήστος Ψυχογιός, Ευάγγελος Κοτελίδας (;), Βασίλειος Τσίτσας, Ιωάννης Nτζιαδήμας (;), Κων/νος Σχαλέκης και Βασίλειος Παππάς. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1974. Γιορτινή βραδιά στο καφενείο του Δημητρίου Τσιβόλα, το οποίο δε λειτουργεί σήμερα και τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας Γεωργίου Ντζιαχρήστου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία μετά τα σκαλάκια, αριστερά, στον δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή. Οι θαμώνες του πρώτου τραπεζιού, μόλις μπήκε στο καφενείο ο φωτογράφος του χωριού Δημήτριος Καραλής, του ζήτησαν να τους απαθανατίσει. Αυτός ανταποκρίθηκε με προθυμία και χαμόγελο, όπως έκανε πάντα και έτσι ξαναζωντανεύει η στιγμή μπροστά μας τώρα. Διακρίνονται, με γιορτινή διάθεση, (από αριστερά) οι: Βασίλειος Τσίτσας, Ιωάννης Καραμπούλας, Δημήτριος Καραμπούλας, ο οποίος κρατάει στην αγκαλιά του τον μικρό Γεώργιο Τσίτσα, Αλέκος Σερεπίσιος, Ιωάννης Πουρναράς, Χρήστος Τζούμας και Κων/νος Τσίτσας. Σε πρώτο πλάνο διακρίνονται ο Αλέκος Αγγέλης και ο Δημήτριος Σχαλέκης. Παρακολουθεί (στο βάθος) ο Βασίλειος Νταβαντζής. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1974. Στην Ελλάδα οι εισαγωγές τζουκ μποξ άρχισαν στη δεκαετία του ’50, τότε που κατακλύζουν καφενεία, ζαχαροπλαστεία, ταβέρνες και κλαμπ και περιέχουν τις πιο μεγάλες επιτυχίες της εποχής από το ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο, αποτελώντας τα κυρίαρχα μηχανήματα διασκέδασης. Το κοινό άκουγε, τραγουδούσε και χόρευε δίπλα στο εντυπωσιακό, πολύχρωμο κουτί με την εξαιρετική ηχητική απόδοση και τα διάφορα εφέ, όπως ο ήχος του νομίσματος που κατρακυλούσε από τη σχισμή, η μηχανική αναζήτηση και ανεύρεση του δίσκου, ο πολύχρωμος φωτισμός που αναβόσβηνε από τα πλαϊνά ως το πάνω μέρος κ.λπ. Η επιλογή τραγουδιού, για πολλούς, λειτουργούσε όπως η παραγγελία στην ορχήστρα, που όμως κόστιζε πολύ λιγότερο. Αρκετοί ήταν αυτοί που τη χρησιμοποιούσαν ως «βήμα προβολής», καθώς στον περιορισμένο χώρο ενός καφενείου οι θαμώνες αναγκαστικά αντιλαμβάνονταν τις μουσικές επιλογές του καθενός Μάλιστα κάποιοι ταυτίζονταν τόσο πολύ με συγκεκριμένα μουσικά ακούσματα, ώστε οι ακροατές να μαντεύουν την επιλογή τους, πριν ακόμη πλησιάσουν το τζουκ μποξ και πατήσουν τα κουμπιά. Στο χωριό μας το πρώτο ηλεκτρόφωνο το έφερε, ο πρωτοπόρος σε πολλά, Παντελής Λύκος και το εγκατέστησε σε αρκετά καφενεία διαδοχικά, παίρνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων. Στη συνέχεια όλοι σχεδόν οι ιδιοκτήτες καφενείων αγόρασαν ηλεκτρόφωνα και τα εγκατέστησαν στα καφενεία τους. Στη φωτογραφία θαμώνες στο καφενείο του Κωνσταντίνου Πουρναρά, το οποίο δε λειτουργεί σήμερα και τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου ιδιοκτησίας του ιδίου, που βρίσκεται πάνω από την πλατεία, μετά τα σκαλάκια, δεξιά, στον δρόμο προς το Μουσείο του Παντελή Καραλή, χορεύουν μερακλίδικο τσάμικο, υπό τον κρυστάλλινο ήχο του τζουκ μποξ. Πρόκειται για τους: Κωνσταντίνο Τσίτσα, Ηλία Ντζιαδήμα και Βασίλειο Κουτσοπάνο. Πολλά ήταν τα βράδια στα καφενεία, που προέκυπταν απρογραμμάτιστα γλέντια, με τα ηλεκτρόφωνα να δίνουν το έναυσμα. Θυμάμαι πως το καλοκαίρι του 1976 μαζευόμασταν, σχεδόν κάθε βράδυ, περίπου 15 νέοι και χορεύαμε στο καφενείο του Νικολάου Νίκου (στεγαζόταν εκεί που βρίσκεται σήμερα το mini-market), επιλέγοντας τραγούδια από το τζουκ μποξ. Μαζί μας πάντα και ο Γεώργιος Σβεντζούρης, που αν και ήταν πολύ μεγαλύτερος από εμάς του άρεσε να χορεύει μαζί μας για να μας μυήσει στα μυστικά του χορού, λειτουργώντας ως μέντορας και ξαναζούσε έτσι τη νιότη του μαζί μας. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Γεωργίου Ντζιαδήμα)
1976. Χειμωνιάτικο βράδυ του Δεκεμβρίου και θαμώνες του καφενείου του Νικολάου Νίκου παίζουν μια παρτίδα πόκερ στα όρθια (!), γιατί στο καφενείο το βράδυ αυτό γίνεται γλέντι και τα τραπέζια είναι κατειλημμένα. Το καρέ αποτελούν οι: Ιωάννης Αλπογιάννης (δεύτερος από αριστερά), Παντελής Λύκος, Ιωάννης Πουρναράς και Νικόλαος Νίκου (ιδιοκτήτης του καφενείου). Παρακολουθούν οι: Γεώργιος Καραμπούλας (πρώτος από αριστερά) και Ευαγγελή Νίκου (σύζυγος Νικολάου Νίκου). Το καφενείο στεγαζόταν στο κτίσμα, ιδιοκτησίας Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται στην άκρη της κάτω πλατείας, κάτω από τον δρόμο, στο ύψος του σημερινού καφενείου του Δημητρίου Πουρναρά. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1976. Ενώ κάποιοι χορεύουν, οι «χαμένοι» της πρώτης παρτίδας πρότειναν να παίξουν και μια δεύτερη, με την ελπίδα ότι θα ρεφάρουν. Συμφώνησε και ο νικητής και εδώ τους βλέπουμε να ποντάρουν. Πάντως αν κάποιος ισχυριστεί ότι το παιχνίδι ήταν «στημένο» και έγινε για τις ανάγκες της φωτογράφισης πιθανόν να μην έχει άδικο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1976. Εν τω μεταξύ το γλέντι συνεχίζεται. Χορεύουν οι Σκιαδαδιώτες: Σταύρος Λαμπράκης, Μαρίνα Λαμπράκη (σύζυγος του πρώτου), Μαρία Ντζιαδήμα και ο συγχωριανός μας Γεώργιος Σβεντζούρης. Την εποχή εκείνη πολλά βράδια γίνονταν στα καφενεία γλέντια με ορχήστρα, που αποτελούνταν από ντόπιους οργανοπαίχτες ή με το ηλεκτρόφωνο (τζουκ μποξ). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1976. Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο καφενείο του Γεωργίου Καραμπούλα και περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου οι: Βασίλειος Τσίτσας, Κων/νος Τσιβόλας, Γεώργιος Καραμπούλας και Δημήτριος Σχαλέκης δοκιμάζουν την τύχη τους παίζοντας πόκερ. Το παιχνίδι, που δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, γίνεται περισσότερο για να τιμηθεί το έθιμο των ημερών και αποτελεί φιλική διασκέδαση χωρίς να στενοχωρεί τους «χαμένους», γιατί όπως φαίνεται στη φωτογραφία, οι παίχτες ποντάρουν μικροποσά (κέρματα). (Από το φωτογραφικό αρχείο της Κωνσταντινιάς Τσίτσα)
1978. Γλέντι στο καφενείο του Νικολάου Νίκου, το οποίο στεγαζόταν στο κτίσμα ιδιοκτησίας Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται κάτω από τον δρόμο, στο ύψος που υπάρχει σήμερα το καφενείο του Δημητρίου Πουρναρά. Την ορχήστρα αποτελούν αυτοδίδακτοι χωριανοί καλλιτέχνες, που είναι οι: Βασίλειος Κουτσοπάνος (κιθάρα-τραγούδι), Ηλίας Ντζιαδήμας (κλαρίνο) και Κων/νος Σχαλέκης (αυτοσχέδια κρουστά-τραγούδι). Τραγουδούν επίσης οι: Γεώργιος Σχαλέκης και Ιωάννης Μπλέτσος. Χορεύουν οι: Χρήστος Σιόντης, Αλκιβιάδης Μακαβέλος, Δημήτριος Μπάκας και Ευάγγελος Μακαβέλος. Παρακολουθούν οι: Παύλος Κουτσοπάνος (άκρη αριστερά) και Αχιλλέας Μπλέτσος. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Μπλέτσου)
1980. Γλέντι, τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, στο κατάμεστο καφενείο του Νικολάου Νίκου, το οποίο στεγαζόταν στο κτίσμα ιδιοκτησίας Κων/νου Τσιβόλα, που βρίσκεται κάτω από τον δρόμο, στο ύψος που βρίσκεται σήμερα το καφενείο του Δημητρίου Πουρναρά. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Αθανάσιος Σχαλέκης, Δημήτριος Πουρναράς, Ιωάννης Πουρναράς, Χρήστος Σχαλέκης, Επαμεινώνδας Σιόντης και Κων/νος Παπαϊωάννου. Όρθιος ο Νικόλαος Νίκου (ιδιοκτήτης του καφενείου) και στο βάθος η Βάντα Θεοδωρή (σερβιτόρα). Χορεύουν (δεξιά) ο Βασίλειος Κουτσοπάνος και ο Ηλίας Ντζιαδήμας με την παρέα τους. Ο κάθε χορευτής πλήρωνε την ορχήστρα, πετώντας το χαρτονόμισμα με τον χαρακτηριστικό τρόπο, στο τέλος του τραγουδιού ή και κατά τη διάρκειά του.
1980. Ο Κων/νος Καραμπούλας χορεύει πρώτος, «βαρύ» τσάμικο, με χορευτική δεινότητα. Δεν «μετράει» τα βήματα του τσάμικου, αλλά χωρίς κατάχρηση κινήσεων αυτοσχεδιάζει. Κρατώντας τον με το μαντήλι ο Χρήστος Σχαλέκης του δίνει τη δυνατότητα να «δημιουργεί» πάνω στα ρυθμικά μοτίβα. Την παρέα συμπληρώνει ο Δημήτριος Πουρναράς. Παρακολουθούν οι: Παύλος Κουτσοπάνος, ο μικρός Ιωάννης Κουτσοπάνος, Χρήστος Κοτελίδας, Ιωάννης Μπλέτσος και όρθιοι οι: Νικόλαος Πουρναράς, Ιωάννης Πουρναράς και Γεώργιος Πουρναράς.
1980. Στη διπλανή παρέα το κέφι περισσεύει. Διακρίνονται (σε πρώτο πλάνο) οι: Τρύφωνας Τσίτσικας, Γεώργιος Σιόντης, Αθανασία Σιόντη, Χρήστος Τζούμας και Γεώργιος Πεταλάς. Πίσω ο Κων/νος Κουτσοπάνος με τον μικρό Βαγγέλη Κουτσοπάνο (δάσκαλο των χορευτικών του Συλλόγου σήμερα), ο Χρήστος Καραλής και ο Βασίλειος Κουτσοπάνος, που κερνάει τον Γεώργιο Ντζιαδήμα. Στο βάθος η Βάντα Θεοδωρή και ο Παναγιώτης Καραμπούλας. Στο διπλανό τραπέζι (δεξιά) ο Ηλίας Ντζιαδήμας, ο Ιωάννης Μπλέτσος, ο Παύλος Κουτσοπάνος και ο Ιωάννης Σχαλέκης.
1980. Η ίδια παρέα συνεχίζει να χορεύει. Πρώτος, με τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού, που δίνει θεατρική διάσταση στον χορό, ο Χρήστος Σχαλέκης. Άλλωστε ο χορός δεν είναι μόνο βήματα, είναι κίνηση του υπόλοιπου σώματος, έκφραση του προσώπου, κίνηση των χεριών. Τον συνοδεύουν οι: Δημήτριος Πουρναράς, Κων/νος Καραμπούλας και Χρήστος Σιόντης. Διακρίνονται επίσης ο μικρός Γεώργιος Πουρναράς και δεξιά η Γεωργία Παπαϊωάννου και η Ευανθία Νταβαντζή.
1980. Η νεολαία παρευρίσκεται και αυτή δίνοντας ιδιαίτερο χρώμα στη βραδιά. Προς το παρόν φαίνεται να απολαμβάνει τα μουσικά ακούσματα και τα δρώμενα και όταν αργότερα πάρει ενεργά μέρος στο γλέντι θα βάλει τη δική της πινελιά στη μουσική βραδιά. Το τραπέζι της νεολαίας αποτελούν οι: Ευαγγελία Παπαϊωάννου, Ευανθία Νταβαντζή, Κων/νος Καραμπούλας, Δημήτριος Αλπογιάννης (;), Γεώργιος Μπλέτσος, Αλίκη Μπλέτσου, Πανωραία Μπλέτσου, Γεωργία Παπαϊωάννου και Κων/νος Αγγέλης.
1980. Η παρέα του προέδρου στον χορό. Πρωτοχορευτής ο δεξιοτέχνης Επαμεινώνδας Σιόντης με ζυγισμένα βήματα και τέλειους αυτοσχεδιασμούς και φιγούρες, χορεύει το αγαπημένο του τσάμικο «στον τόπο», το ζει, το αισθάνεται και το χαίρεται, απολαμβάνοντας κάθε του κίνηση. Τον κρατάει με το μαντήλι, που επιτρέπει άνεση στις κινήσεις του πρωτοχορευτή ο Γεώργιος Πουρναράς (πρόεδρος της Κοινότητας) και ακολουθούν οι: Νικόλαος Γάκης (δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου, από το Αθαμάνιο) και Γεώργιος Σιόντης. Τους χορευτές παρακολουθούν οι: Νικόλαος Νταβαντζής, Γεώργιος Σβεντζούρης και Νικόλαος Καραμπούλας. Διακρίνεται και η ορχήστρα του Τυρολόγου στη γωνία του καφενείου. Είναι εμφανές ότι ο χώρος είναι περιορισμένος για όλους, ακόμη και αυτός της πίστας και γι’ αυτό οι παρέες των χορευτών είναι ολιγάριθμες.
1980. Ο Παναγιώτης Καραμπούλας (εκτελών χρέη γκαρσονιού) καταβάλλει προσπάθεια, λόγω της έντασης της μουσικής, να ακούσει τον Νικόλαο Καραμπούλα, ο οποίος δείχνει την παρέα που επιθυμεί να κεραστεί. Στο ίδιο τραπέζι κάθεται ο Γεώργιος Σβεντζούρης και αριστερά διακρίνονται να χορεύουν με αρμονία και χάρη οι: Σοφία Σιόντη, Αθανασία Σιόντη και η μικρή Παναγιώτα Σιόντη. Όρθια η σύζυγος του καφετζή Ευαγγελή Νίκου.
1980. Ο πρωτοχορευτής έχει την ελευθερία της κίνησης. Μπορεί να σολάρει, να κάνει στροφές, καθίσματα, φιγούρες, να αλλάξει τον ρυθμό ή να τον ανακόψει χορεύοντας «στον τόπο». Εδώ παρατηρούμε τον Γεώργιο Πουρναρά, κάνοντας μια «στάση» να βιώνει το τραγούδι, εκφράζοντας την ατομικότητά του και να απολαμβάνει ταυτόχρονα ένα παγωμένο ποτήρι μπύρας, που το προσφέρει ο Νικόλαος Γάκης. Τον κρατάει και μοιράζεται μαζί του την ένταση της στιγμής η σύζυγός του Γεωργία Πουρναρά. Χορεύουν επίσης ο Επαμεινώνδας Σιόντης και ο Γεώργιος Σιόντης. Παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Κων/νος Μπλέτσος.
1980. Η παρέα του φωτογράφου Δημητρίου Καραλή, στην οποία θα ενσωματωθεί και ο ίδιος, εγκαταλείποντας το φωτογραφικό του έργο. Διακρίνονται οι: Κων/νος Καραμπούλας, Κων/νος Κουτσοσπύρος, Ελένη Κουτσοσπύρου, Ελένη Καραλή και απέναντι οι: Κων/νος Καραλής, Βασίλειος Κουτσοσπύρος, Δημήτριος Τόσκας, Αγγελική Τόσκα και Παντελής Καραλής. Το γλέντι, με αυξανόμενο κέφι, θα συνεχιστεί ως τις πρωινές ώρες, μέχρι να πάρουν σειρά χορού όλες οι παρέες που βρίσκονται στο καφενείο. (Όλες οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή).
1958. Άποψη του χωριού από τη Λιμορέσια. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι όλα τα χωράφια στη θέση Πόρτα, είναι καλλιεργημένα με σιτάρι που έχει θεριστεί. Σήμερα δεν υπάρχουν γιατί έχουν μετατραπεί σε δάσος. Στον Κάτω Κάμπο όλα τα χωράφια και εκεί είναι καλλιεργημένα. Διακρίνονται λιγότερα σπίτια, από όσα υπάρχουν σήμερα, τα οποία στο σύνολό τους είναι πετρόχτιστα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Σακκά)
1960. Πρώτη εκδρομή της Αδελφότητας Κυψελιωτών Άρτας στην Αθήνα, με δύο λεωφορεία και τη συμμετοχή πολλών συγχωριανών μας στα Βίλια Αττικής (15 Μαΐου). Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της Αδελφότητας, που οργάνωσε την εκδρομή, εκλέχτηκε στις εκλογές της 27ης Μαρτίου 1960 και συγκροτήθηκε σε σώμα την 3η Απριλίου 1960. Αποτελούνταν από τους: Ευάγγελο Νταβαντζή (πρόεδρος), Κων/νο Παππά (αντιπρόεδρος), Χρήστο Νταβαντζή (ταμίας), Ιωάννη Καραμπίνη, Θωμά Κατσάνο και Παύλο Μπαλάφα (μέλη). (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
1961. Η μεγαλύτερη νεροποντή σε ποσότητα βρόχινου νερού και διάρκεια, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι σήμερα, ξέσπασε το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1961, παραμονή της γιορτής του Αγίου Μηνά. Η έντονη βροχόπτωση άρχισε το απόγευμα και η βροχή συνέχισε να πέφτει ασταμάτητα και καταρρακτωδώς ως το πρωί της επομένης. Το αποτέλεσμα ήταν ο απίστευτος όγκος του νερού να παρασέρνει πέτρες μικρές και μεγάλες από τους πρόποδες των Τζουμέρκων, που στο διάβα τους δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Επιπλέον στην Γκούρα κατέληγαν και πολλοί ορμητικοί χείμαρροι και έτσι το νερό αυξανόταν και μαζί με τις πέτρες παρέσυραν ή κάλυπταν τα δέντρα, κυρίως πλατάνια, που υπήρχαν στην κοίτη. Εξαίρεση δεν αποτέλεσαν τα γεφύρια τα περισσότερα από τα οποία καταστράφηκαν. Στάθηκε όρθιο μόνο αυτό στον μύλο του Σιόντη (απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα), που υπέστη σοβαρές βλάβες, αλλά άντεξε, γιατί άλλαξε η κοίτη και μέρος του νερού περνούσε δίπλα από το γεφύρι. Κάποια χωράφια που βρίσκονταν δίπλα στην Γκούρα παρασύρθηκαν και αυτά. Το πρωί έκπληκτοι οι συγχωριανοί μας είδαν την Γκούρα χωρίς τα πλατάνια της και όλη της την κοίτη κάτασπρη, μεγαλύτερη σε πλάτος και ισοπεδωμένη. Μάλιστα στην ατμόσφαιρα, όπως μας διαβεβαίωσαν αυτόπτες μάρτυρες, υπήρχε έντονη μυρωδιά που προερχόταν από το συνεχές χτύπημα των πετρών μεταξύ τους κατά την παράσυρσή τους από το νερό! Παράλληλα σε όλο το χωριό καταστράφηκαν μονοπάτια, γκρεμίστηκαν τοίχοι και άλλαξε η μορφή του τοπίου. Την επόμενη ημέρα του κατακλυσμού, που ήταν ηλιόλουστη, δεν ήταν λίγοι οι συγχωριανοί μας που πήγαν στον Άγιο Μηνά στην Καλλονή, να προσευχηθούν για την απίστευτη θεομηνία. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Δημητρίου Καραλή)
1962. Η ξύλινη γέφυρα στον μύλο τον βακούφ’κο που ένωνε το χωριό με τη Ρουπακιά. Για την κατασκευή της χωριανοί με εθελοντική προσωπική εργασία – όπως έκαναν για όλα τα έργα που έπρεπε να γίνουν στο χωριό – έκοβαν κορμούς ελάτων στη Ρουπακιά (στη γέφυρα διακρίνονται 6) και αφού τους πελεκούσαν με τη λιάτα (πλατύ τσεκούρι) και έβγαζαν τον φλοιό και το εξωτερικό μέρος του κορμού, ώστε να πάρει το σχήμα του ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, τους κυλούσαν ή τους έσερναν μέχρι να φτάσουν στην Γκούρα. Εκεί τοποθετούνταν ο ένας δίπλα στον άλλον με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνουν κενά και εγκλωβίζονται τα πόδια ζώων – κυρίως των φορτωμένων – που θα περνούσαν από τη γέφυρα. Κάθετα καρφώνονταν δρύινες κλάπες (ξύλινες χοντρές σανίδες) για να συγκρατούν τους κορμούς να μη μετακινούνται. Στο τέλος καρφώνονταν στο πλάι τα παραπέτα ( χαμηλές προστατευτικές κατασκευές κατά μήκος δρόμου ή γέφυρας) για να προστατεύουν ανθρώπους και ζώα από πτώση. Η γέφυρα «στέκονταν» εκεί μέχρι το 1982, όταν έγινε η διάνοιξη του αμαξωτού δρόμου και τη θέση της πήρε η τσιμεντένια που υπάρχει μέχρι σήμερα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Καραμπούλα)
1964. Κτηνοτρόφοι (βλάχοι) του χωριού φιλοξενούν στο βουνό επισκέπτες χωριανούς και τους προσφέρουν ψητό κρέας. Διακρίνονται, μεταξύ άλλων, οι: Γεώργιος Καραλής (τρίτος από αριστερά, σκυμμένος), Νικόλαος Πουρναράς (βλάχος), Επαμεινώνδας Σιόντης, Γεώργιος Δάσκαλος, Γεώργιος Σιόντης, Κων/νος Παπαϊωάννου, Χρήστος Τζούμας, Αντώνιος Παπαϊωάννου (βλάχος), Παντελής Πουρναράς (βλάχος), Βλησαρία Τσίτσα. Επίσης διακρίνεται λίγο ο μικρός Γεώργιος Πουρναράς πίσω από τον πατέρα του. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Παντελή Πουρναρά)
1966. Το φαινόμενο της αστυφιλίας άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των αρνητικών συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου, αλλά και η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής (εργασία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόρφωση κ.ά.) είχαν ως αποτέλεσμα η επαρχία και η ύπαιθρος να ερημώσουν και να γιγαντωθούν τα αστικά κέντρα, με κλασικό παράδειγμα την Αθήνα που δέχτηκε το κύριο μέρος αυτού του μεταναστευτικού κύματος, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει σχεδόν το μισό πληθυσμό της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό πολλοί ήταν οι συγχωριανοί μας που εγκατέλειψαν τον γενέθλιο τόπο, αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, στα αστικά κέντρα της χώρας μας και κυρίως στην πρωτεύουσα. Η μεγάλη πλειοψηφία των αποδήμων εγκαταστάθηκε στην Κυψέλη και λιγότεροι σε άλλες περιοχές. Στην προσπάθεια να διατηρήσουν ζωντανούς τους δεσμούς μεταξύ τους και με τη γενέτειρα, ίδρυσαν την αδελφότητα, τα δικά τους στέκια (κυρίως καφενεία) και επιδίωκαν συναντήσεις σε σπίτια με κάθε ευκαιρία, για ανταλλαγή απόψεων, για να πληροφορηθούν τα νέα του χωριού, για να θυμηθούν τα παλιά και για να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών στον νέο τόπο διαμονής. Εδώ συγχωριανοί μας φωτογραφίζονται έξω από το σπίτι του Δημητρίου Κουτσοσπύρου στα Άνω Λιόσια. Διακρίνονται (από αριστερά) οι: Δημήτριος Λιάκος, Δημήτριος Κουτσοσπύρος, Αικατερίνη Κουτσοσπύρου, Αριστέα Κουτσοσπύρου, Νικόλαος Κουτσοσπύρος, Ουρανία Κουτσοσπύρου και Βασίλειος Αγγέλης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Βασιλείου Αγγέλη)
1967. Ο Παντελής Σιόντης, ο οποίος είχε τους μύλους στην Γκούρα απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα, διέθετε αστείρευτο χιούμορ και αρκετές φορές του άρεσε να αυτοσαρκάζεται. Εδώ βρίσκεται ξαπλωμένος στην άκρη ενός χωραφιού και παριστάνει τον νεκρό! Πίσω του υπάρχει ένας ξύλινος σταυρός με το όνομα ΤΟΥΛΗΣ, που ήταν το χαϊδευτικό του. Πάνω στον σταυρό υπάρχει ένα κοτσυφάκι. Είχε καταφέρει να το ημερώσει μαζί με άλλα δύο, τα οποία τον ακολουθούσαν το πρωί στον μύλο και το απόγευμα επέστρεφαν μαζί του κελαηδώντας. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε αφιέρωση και ένα ποίημα. Έγραφε: «Τη δωρίζω εις τον κουμπάρον και αγαπητό μου φίλο Γεώργιον Ι. Πουρναράν. Γλεντάτε γέροι του ντουνιά, γιατί ο καιρός εδιάβη, μας καρτερεί η μαύρη γη και το βαρύ το χώμα. Και τα πουλάκια θλίβονται, πικρά μας κελαηδούνε. Για σήκω πάνω λεβεντιά, για σήκω παλικάρι, για σήκω πάνω λεβεντιά του τόπου μας καμάρι. Μετά λύπης μου. Αμήν. 17/9/67. Τουλής». (Από το φωτογραφικό αρχείο του Ιωάννη Σιόντη)
1968. Ο Στέφανος Τόσκας (γιος του Νικολάου Τόσκα, γραμματέα της Κοινότητας Κυψέλης για αρκετά χρόνια και πατέρας του μετέπειτα υπουργού Νικολάου Τόσκα) το καλοκαίρι που βρισκόταν στο χωριό συνήθιζε να επισκέπτεται τη Βίγλα. Πήγαινε εκεί γιατί απολάμβανε την πανέμορφη διαδρομή με τις εντυπωσιακές εναλλαγές κατά την ανάβαση και τη μαγευτική φύση της περιοχής αλλά και γιατί του άρεσε να ακούει ιστορίες, που έφταναν ως την Τουρκοκρατία, από την αδελφή της γιαγιάς του, τη Ρίνα, της οποίας οι αισθήσεις της λειτουργούσαν στην εντέλεια, αν και είχε ξεπεράσει τον έναν αιώνα ζωής. Μάλιστα είχε γράψει και άρθρο γι’ αυτή στο περιοδικό «Χάος και Όψη» με τίτλο: «Η Βίγλα και το κλέψιμο της Ρίνας», (τεύχος 10, σελ. 11-14, φθινόπωρο 1995), που την περιγράφει στα νιάτα της ως: «κόρη ψηλή και όμορφη, ήταν η πέρδικα της Βίγλας…». Στο ίδιο περιοδικό, πολυγραφότατος ων, είχε διαπραγματευτεί πολλά θέματα δημοσιεύοντας ενδιαφέροντα άρθρα. Πάντα είχε μαζί του την αγαπημένη του φωτογραφική μηχανή με την οποία συνήθιζε να φωτογραφίζει τις ομορφιές της φύσης αλλά και ανθρώπους. Μια τέτοια είναι και η πρώτη φωτογραφία στο σπίτι της Ρίνας, στην οποία διακρίνονται (από αριστερά) οι: Πέτρος Τσιρώνης, Νικόλαος Τόσκας (μαθητής λυκείου τότε, εύελπις και αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων αργότερα και στις μέρες μας (2015-19) βουλευτής, υφυπουργός Εθνικής Άμυνας και αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ), Χρήστος Καραμπούλας που κρατάει τη μικρή Βαΐτσα Καραμπούλα, Αγγελική Καραμπούλα, Βαΐτσα Καραμπούλα με τη μικρή Μαρία Καραμπούλα στην αγκαλιά της και μπροστά η Αικατερίνη (Ρίνα) Καραμπούλα και οι μικροί Ιωάννης Καραμπούλας και Αικατερίνη Καραμπούλα. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραμπούλα)
1968. O Στέφανος Τόσκας (δεξιά) με τους γιους του Νικόλαο Τόσκα (στο κέντρο) και Γεώργιο Τόσκα (αριστερά), μετά την επίσκεψη στο σπίτι της Ρίνας Καραμπούλα, στη Βίγλα, φωτογραφίζονται από τον Πέτρο Τσιρώνη στη ρίζα ενός γέρικου έλατου με φόντο τα Τζουμέρκα. Η θέα του χωριού από εκεί είναι καταπληκτική, γι’ αυτό και ολόκληρη η περιοχή ονομάστηκε Βίγλα, που σημαίνει: ψηλό σημείο από όπου μπορεί κανείς να ελέγχει μια περιοχή, παρατηρητήριο. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Χρήστου Καραμπούλα)
1972. Μεταλλική βρύση πατητή στον Κάτω Κάμπο. Οι βρύσες αυτές υπήρχαν σε διάφορα σημεία για να προμηθεύονται οι χωριανοί νερό το χρονικό διάστημα 1965-1978, όταν το δίκτυο ύδρευσης δεν έφτανε ακόμη στα σπίτια. Το νερό έβγαινε σε μερικές από το στόμα ενός λιονταριού και σε κάποιες άλλες από το στόμα ενός βατράχου, μετά το πάτημα ενός διακόπτη που βρισκόταν στο πάνω μέρος της βρύσης. Μετά την επέκταση του υδραγωγείου τοποθετήθηκαν και άλλες βρύσες για την καλύτερη εξυπηρέτηση των χωριανών. Μία απ’ αυτές είναι και η βρύση της φωτογραφίας, που βρισκόταν στη Βρυσούλα (Από το φωτογραφικό αρχείο της Ευανθίας Νταβαντζή).