Σημείο εκκίνησης της περιήγησης η πλατεία του χωριού. Περνάμε δίπλα από το σχολείο ακολουθώντας τον ασφάλτινο δρόμο, που σε λίγο μας οδηγεί στο δεξιό άκρο του χωριού.
Δεξιά μας στο βάθος της χαράδρας αόρατη κυλάει η Γκούρα, καλά κρυμμένη κάτω από τα πλατάνια και την πυκνή βλάστηση, μεταφέροντας τα μηνύματα των ψηλών κορφών των Τζουμέρκων. Απέναντι οι κάθετες ορθοπλαγιές της Ρουπακιάς άλλοτε γυμνές και άλλοτε καταπράσινες προσφέρουν ανάμεικτη γοητεία.
Στ’ αριστερά μας ο Πάνω Κάμπος με τα πέτρινα σπίτια του σαν ασημένια κοσμήματα, χτισμένα με τα υλικά του τόπου και σε απόλυτη αρμονία μαζί του. Ανάμεσά τους χωράφια, κήποι, αυλές, οπωροφόρα δέντρα.
Όταν τελειώσουν αυτές οι εικόνες, έχουμε ήδη φτάσει στην άκρη του χωριού και στρίβουμε αριστερά όπου μας περιμένει ο Άγιος Παντελεήμονας που στέκεται στην άκρη του πλατώματος κρυμμένος κάτω από την πελώρια σκιά των αιωνόβιων πλατάνων. Πρώτος μας καλωσορίζει ο νερόμυλος με τη νεροτριβή του που είναι ο μοναδικός που λειτουργεί πια στο χωριό.
Αφού επισκεφτούμε το εκκλησάκι και το νερόμυλο καθόμαστε στα πέτρινα πεζούλια, για να απολαύσουμε την πυκνή σκιά, ν’ακούσουμε το νερό που τρέχει και πέφτει με ορμή στο μύλο, να δούμε τον πλάτανο από την καρδιά του οποίου αναβλύζει δροσερό νερό να αισθανούμε τη φύση που αγκαλιάζει τα έργα των ανθρώπων, γιατί τα αισθάνεται δικά της.
Για την επιστροφή επιλέγουμε άλλη διαδρομή. Ακολουθούμε το δρομάκι που κινείται παράλληλα με το αυλάκι που ποτίζει τα χωράφια του χωριού. Περνάμε ανάμεσα σε καλοχτισμένα σπίτια που χτίστηκαν από ντόπιους μαστόρους, μερακλήδες στη δουλειά και φαντασία στους αυτοσχεδιασμούς, βάζοντας τη σφραγίδα τους με μεστή απλότητα. Άλλα είναι πνιγμένα στο πράσινο και άλλα προεξέχουν προβάλλοντας την ομορφιά τους. Στην πορεία διαπιστώνουμε ότι ο πυρετός της τουριστικής αξιοποίησης δεν έχει κυριεύσει τους κατοίκους, οι οποίοι σε κερδίζουν με την απλότητα και την καλοσύνη τους.
Στο σημείο που ο δρόμος στενεύει στρίβουμε αριστερά και κατηφορίζοντας, αφού περιπλανηθούμε στα μκρά δρομάκια καταλήγουμε στην πλατεία. Η ζωή του χωριού κυλάει γύρω απ’αυτή. Η επιβλητική εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το καμπαναριό και το ρολόι της το πέτρινο Δημοτικό Σχολείο, τα καφενεδάκια που τους καλοκαιρινούς μήνες απλώνουν τα τραπέζια τους στη σκιά των πλατάνων που προσφέροντας απλόχερα την πολύτιμη δροσιά τους, η άψογη εξυπηρέτηση , το αεράκι που φυσάει αλλιώτικα συνιστούν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του χωριού.
Τα πετρόχτιστα κτίσματα της πλατείας «παίζουν» με τις καμπύλες αλλά και τις άψογες ευθείες της πέτρας. Τα πελεκητά αγκωνάρια ζυγισμένα με ακρίβεια από ντόπιους τεχνίτες, σε πείθουν ότι ακόμη και οι πέτρες μπορεί να έχουν αέρινη κίνηση με πλαστικότητα.
Εδώ χτυπά η καρδιά του χωριού. Είναι ο χώρος συνάντησης των χωριανών σε κάθε χαρά και λύπη, ο χώρος ανταλλαγής απόψεων και προβληματισμών, ο χώρος διασκέδασης και χαλάρωσης από τον καθημερινό μόχθο.